4/5/13

Μάρκος Βαμβακάρης "Φράγκος"

(1905-1972)
"Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’ αγαπούνε, 
μόλις θα μ’ αντικρίσουνε θυσία θα γενούνε"
 

"Από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο Μάρκις γεννήθηκε στη  Σύρου από οικογένεια Καθολικών και για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι "Φράγκος". Πριν καλά - καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες.Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια." sansimera.gr
"Έχω κάνει στρατιώτης και τί στρατιώτης. Με 14 μήνες απολύθηκα. Δεν πάγαινα πουθενά. Ροπήν προς το απουσιάζειν. Τι μου έλεγαν οι αξιωματικοί ανώτεροι, κατώτεροι. Αλλά μόλις τσάκωνα τον μπαγλαμά τους έκανα και παραμερίζανε όλους."  
Φραγκοσυριανή
http://www.youtube.com/watch?v=EdJvHLKRgxk
Στίχοι-Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης
Πρώτη Εκτέλεση: 1932
Επανεκτέλεση: Στέλιος Βαμβακάρης (ο γιός του Μάρκου Βαμβακάρη-Σποδαίος Μπουζουξής)

«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: Μία φούντωση, μια φλόγα / έχω μέσα στην καρδιά / Λες και μάγια μου 'χεις κάνει / Φραγκοσυριανή γλυκιά... Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.»

Ο Μάρκος υπουργός ( Όσοι γινούν πρωθυπουργοί )
http://www.youtube.com/watch?v=Qb2XyYLaa4A
Στίχοι-Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης  
Πρώτη Εκτέλεση:1936

Επέθανε ο Κονδύλης μας
πάει και ο Βενιζέλος
την πούλεψε κι ο Δεμερτζής

που θα ‘φερνε ένα τέλος
*Το συγκεκριμένο τετράστιχο δεν ακούγεται στον δίσκο

Τα ματόκλαδα σου λάμπουν 
http://www.youtube.com/watch?v=HJeB6zAsKx0
Στίχοι-Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης
Πρώτη Εκτέλεση:1960
Βασισμένος σ΄αυτό το υπέροχο τραγούδι του Μάρκου, ο Κώστας Φέρρης δημιούργησε την ομώνυμη ταινία  "Τα ματόκλαδα σου λάμπουν",  η οποία όμως δεν παίχτηκε ποτέ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1961)  αφού  την απέρριψε η Προκριματική Επιτροπή λόγω χασικλίδικων τραγουδιών. Ενώ στη συνέχεια την απέρριψε και η Δευτεροβάθμια επιτροπή. tainiespoyagapw.blogspot.com

7 σχόλια:

  1. Ο Μάρκος Βαμβακάρης

    Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου, του 1905 στον Δανακό της Σύρου από οικογένεια Καθολικών (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα ενώ πολλές φορές από μικρή ηλικία τον συνόδευε παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία και άλλα.

    Σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Σύρο και πήγε στον Πειραιά, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.

    Εκείνη την εποχή ο Μάρκος Βαμβακάρης ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, Ελένη Μαυροειδή («Ζιγκοάλα»). Παράλληλα, άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια, εντυπωσιάζοντας με την ταχύτητα που έμαθε το όργανο και με την ικανότητα, την ευρηματική πενιά, τη δεξιοτεχνία και τη στιχογραφία του.

    Συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι, το «Καραντουζένι» («Έπρεπε να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρόλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η περίοδος λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και ηχογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης αποδείχτηκε ατυχέστατος στο γάμο του με τη Ζιγκοάλα. Τον απατούσε με τον κουμπάρο τους, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπάει. Αυτό έγινε αιτία να ξεσπάσει άγριος καυγάς μεταξύ αυτού και του μεγάλου του αδελφού, με το διαζύγιο να μην αργεί να εκδοθεί. Όμως και μετά το διαζύγιο, η Ζιγκοάλα εξακολουθούσε να έχει οικονομικές απαιτήσεις. Ο Μάρκος αντιμετώπισε αυτή την κατάσταση εξ ίσου προκλητικά: έγραφε τα τραγούδια του σε ονόματα όπως του Σπύρου Περιστέρη, του Μ. Μάτσα και άλλων, καθώς και σε ψευδώνυμα ανύπαρκτων προσώπων, εισπράττοντας φυσικά ο ίδιος τα πνευματικά δικαιώματα. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να μειώσει στο ελάχιστο το προσωπικό τεκμαρτό (κι όχι πραγματικό) εισόδημά του και η Ζιγκοάλα να μην του πάρει τίποτα. Για αυτήν την ιστορία ο Μάρκος έγραψε το αυτοβιογραφικό του τραγούδι «Το διαζύγιο».

    Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσαρμόζει τους στίχους του. Ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία μαζεύτηκε για να τον ακούσει 50.000 κόσμος, στην πλατεία του Λευκού Πύργου. Σε αυτό το τραγούδι («Το 1912») υμνεί τη Θεσσαλονίκη, ενώ παραδόξως ως τότε δεν είχε κάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο τραγούδι του για τον Πειραιά, την πόλη όπου ζούσε και δημιουργούσε. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ερμηνεύει τραγούδια δικά του και του Σπύρου Περιστέρη, με στίχους προσαρμοσμένους στο ελληνοϊταλικό έπος (Γειά σας φανταράκια μας, Το όνειρο του Μπενίτο κ.α.).

    Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέθαναν αρκετές προσωπικότητες της ελληνικής λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής (Παναγιώτης Τούντας, Κώστας Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλης Παπάζογλου, ο στενός συνεργάτης του Ανέστης Δελιάς κ.ά.). Ο Μάρκος Βαμβακάρης, το 1942 και αφού κατάφερε να επιβιώσει, παντρεύτηκε την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά (δύο εκ των οποίων πέθαναν και από τ' άλλα τρία, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο, οι δύο τελευταίοι έγιναν γνωστοί μουσικοί).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μετά τον πόλεμο, η «δεύτερη καριέρα»

    Όμως ο θάνατος των παραπάνω μουσικών δεν έμελλε να αφήσει ανεπηρέαστη την πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη. Έτσι, μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959, περνάει δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας περνούν σε χέρια ανθρώπων που ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε βοηθήσει να αναδειχτούν, φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται πια «ξεπερασμένος». Οι δισκογραφικές εταιρίες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία. Περνάει σοβαρές περιπέτειες με την υγεία του (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα, κάτι που τον δυσκολεύει να παίζει μπουζούκι) και την οικονομική του κατάσταση, ενώ αφορίζεται από την Καθολική Εκκλησία γιατί παντρεύτηκε δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο (ο αφορισμός ήρθη το 1966).

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης καταφέρνει να αποκαταστήσει το πρόβλημα υγείας του πηγαίνοντας στα ιαματικά λουτρά της Ικαρίας. Το 1954, ξεχασμένος από τους περισσότερους, επισκέφτηκε τη Σύρο όπου έμεινε για ένα έτος και γνωρίσε την αποθέωση από τον κόσμο του νησιού, ο οποίος δεν τον ξέχασε.
    Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.

    Το τέλος

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης. Όπως δήλωσε ο γιος του Μάρκου, Δομένικος, σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.

    Δισκογραφία

    Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη υπερβαίνουν τα 200. Η πλειοψηφία από αυτά ηχογραφήθηκε σε δίσκους 78 στροφών μεταξύ των ετών 1933 και 1956. Από το 1932 μέχρι το 1960 ηχογράφησε 149 τραγούδια δικής του σύνθεσης και 220 ως ερμηνευτής (131 δικά του και 89 άλλων δημιουργών) μεταξύ των οποίων συνθέσεις του Σπύρου Περιστέρη (30 τραγούδια), του Βασίλη Τσιτσάνη (24 τραγούδια), του Απόστολου Χατζηχρήστου (7 τραγούδια) και άλλων. Για να αποφύγει την περίπτωση κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων λόγω της δικαστικής αντιπαράθεσης με την πρώτη του σύζυγο, χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του (Ρόκος), ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν κατοχυρωθεί στο όνομα φίλων του, όπως του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη (ή Φωτίδα), του Μ. Μάτσα και άλλων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη «Ο Μάρκος υπουργός» ή διαφορετικά «Οι πρωθυπουργοί» γράφτηκε και κυκλοφόρησε την άνοιξη της φοβερής χρονιάς του 1936, λίγο μετά το θάνατο, (13 Απριλίου) του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή από ανακοπή. Είχαν προηγηθεί δυο ακόμη θάνατοι πρωθυπουργών, του Γεωργίου Κονδύλη (1η Φεβρουαρίου) από καρδιά και του Ελευθέριου Βενιζέλου (18 Μαρτίου) επίσης από καρδιά, ενώ είχε προηγηθεί βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι τους πρωθυπουργούς τους τραγούδησε σε δίσκο πριν αναλάβει ο Μεταξάς και ότι πρόλαβε και το είπε γιατί μετά θα περνούσε λογοκρισία. Ακόμη, ο Μάρκος αναρωτιόταν πως έγινε και αυτό και πέθαναν τέσσερις πέντε πρωθυπουργοί την ίδια χρονιά (σ.σ Η αυτοβιογραφία του γράφτηκε πολλά χρόνια αργότερα, οπότε ο Μάρκος γνώριζε ότι είχαν πεθάνει περισσότεροι από τρεις πρωθυπουργοί) Ο Μάρκος μιλάει για τέσσερις πέντε, αλλά το τραγούδι γράφτηκε όπως είπαμε την άνοιξη του 1936, λίγο μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δεμερτζή κι ενώ είχαν προηγηθεί, όπως προανέφερα, οι θάνατοι του Κονδύλη και του Βενιζέλου.

    Στις 17 Μαΐου του 1936 πεθαίνει ο Παναγής Τσαλδάρης από ανακοπή καρδιάς και ακολουθεί στις 4 Αυγούστου του 1936 η δικτατορία του Μεταξά και μετά από ενάμιση μήνα στις 16 Σεπτεμβρίου ο θάνατος του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Στις 17 Νοεμβρίου του 1936 πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο οποίος είχε διατελέσει για ένα δεκαήμερο πρωθυπουργός το 1932.

    Τη φοβερή χρονιά του 1936 λοιπόν, σημειώθηκαν συνολικά 6 θάνατοι διατελεσάντων πρωθυπουργών και μια δικτατορία.

    Πηγή: http://miaistoriakienatragoudi-hef.blogspot.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μάρκος Βαμβακάρης /Αυτοβιογραφία
    periodikotrypa.wordpress.com

    "Μια φορά έτρεξα στη σπηλιά του Κουλού που ήταν μια ακτή εδώ της Δραπετσώνας, η οποία ονομάζεται Απαγορεύεται. Από τότες το λέγανε Απαγορεύεται διότι εκεί πέρα εφάγανε τα σκυλόψαρα δυο τρεις ανθρώπους. Λοιπόν, εκεί στο Απαγορεύεται υπήρχε ένα απόκρημνο μέρος, το οποίο κατεβαίναμε κάτω και πηγαίναμε και φουμέρναμε, διάφοροι, πολύς κόσμος. Πολύ πηγαίναν οι χασικλήδες εκεί, για πιο ησυχία, για να μη μας κυνηγάει η αστυνομία. Εκεί υπήρχε ένα νερό, το οποίο το πηγαδάκι αυτό ήτανε λιγάκι γλυφό. Λιγάκι νερό, ήτανε μέτζο να πούμε, μισό μισό, και γλυκό και γλυφό. Και πλέναμε και τα τουμπεκιά και τις τζούρες που παίρναμε απ’ τα καφενεία, βάζαμε νερό στον αργιλέ. Όταν κατεβαίναμε στη σπηλιά για να φουμάρουμε, ήτανε πολύ απόκρημνο το κατέβασμα. Όποιος κι όποιος δεν μπορούσε να κατέβει, ειμή μόνον όσοι πηγαίναμε εκεί και αράζαμε.
    Λοιπόν, εκεί μια μέρα, ήτανε στην αρχή που είχανε έρθει οι πρόσφυγες, κουρασμένος από τη δουλειά, επήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο απ’ την Προύσα. Μόλις λοιπόν πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά απ’ το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και εσυλλογιζόμουνα. Πώς να ανέβω τώρα τον γκρεμό να φύγω; Πρέπει πάση θυσία να φύγω. Ο αργιλές με τσίμπησε. Και τσίμπημα θα πει ότι ο αργιλές σε μαστούριασε πολύ βαριά. Δεν μπόραγα να σηκωθώ. Έπρεπε να είμαι χάμω. Δεν στεκόμουν. Δεν μπόραγα. Δεν είχα δυνάμεις. Και όμως, δε θα το πιστέψει κανείς αυτό που θα σας πω. Αδύνατο εστάθηκε να ορθώσω το σώμα μου, ένιωθα σαν παράλυτος. Κι έκανα το σταυρό μου και αρχίνησαα με τα τέσσερα μπουσουλώντας, και ανέβηκα όλον εκείνον τον απότομο γκρεμό. Αφού από κάτω οι άλλοι μου φωνάζανε θα σκοτωθείς βρε Μάρκο, κάτσε πρώτα να σου περάσει.
    Ήταν περίπου οχτώμισι εννιά η ώρα νύχτα. Κι όταν ανέβηκα τον γκρεμό κι έφθασα απάνω, πάλι δεν μπορούσα όρθιος να σταθώ. Αρχίνησα πάλι με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφθασα ως πίσω απ’ το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Φορούσα ένα καινούργιο κοστούμι μπλέ. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα, στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών, και δεν ερχόντουσαν μαζί μας στην σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχανε δικό τους νταραβέρι. Ζύγωσα κοντά τους περπατώντας με τα τέσσερα ακόμη. Τους ζύγωσα για μια παρηγοριά. Μόλις με είδανε φοβηθήκανε μήπως ήμουνα αστυνομικός ή τι άλλο παράξενο ήμουν. Μετά με γνωρίσανε ότι είμαι μαστούρης και την έχω ψωνίσει, γιατί όταν επάθαινες κανένα τέτοιο πράμα, λέγανε οι μάγκες την ψώνισε. Και πραγματικώς δηλαδή σαν τρελλός. Τώρα λογάριασε να σέρνομαι από κει και να φτύνω και να βγάζω σάλια, και πού να σηκώσω το κεφάλι. Όχι. Εκεί, κάτω. Να μη σηκώσω το κεφάλι και κάνω εμμετό δηλαδή. Σε ελεεινή κατάσταση.
    Ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε και κλέφτες ήτανε και πορτοφολάδες. Διάφοροι. Σμυρνιοί να πούμε. Ήτανε όμως και μέσα ένας Μπουντρούμης ονομαζόμενος, ο οποίος ήτανε ο πιο νταής απ’ όλους τους πρόσφυγες αυτός. Ήτανε πολύ κουτσαβάκης και πολύ παλικάρι και φίνος μάγκας αυτός. Τον εσκότωσε η ασφάλεια του Πειραιώς στα Χιώτικα. Εσκότωσε, τραυμάτισε κι ύστερα έπεσε. Αυτό έγινε προπολεμικά. Τότε τον εσκότωσε. Δηλαδή αυτός ήτανε μάγκας με όλη τη σημασία της λέξεως. Δεν επείραζε άνθρωπο. Και είχε δε και γκόμενα αυτήνα την Πακουή την Αρμένισσα που εχόρευε. Την είχε αυτός, είχε κάνει και παιδί μαζί της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Εγώ μόλις τους ζύγωσα, ξαπλώθηκα εκεί κοντά τους και έκανα εμμετό. Εκεί νύσταξα. Όμως φοβόμουν να κοιμηθώ γιατί δεν ήξερα τι μπορούσε να γίνει. Εν τω μεταξύ, ακούω έναν απ’ αυτούς, και λέει στους άλλους. Δεν τον γδύνουμε, τα ρούχα και τα παπούτσια του είναι καινούργια. Φορούσα ρολόι και δακτυλίδι. Και να με γδύνανε δεν είχα δύναμη ν’ αντισταθώ. Τα ’κουγα όμως ότι λέγανε. Αυτός που είπε αυτή την κουβέντα ήταν ένας ελεεινός τύπος. Τον γνώρισα ύστερα. Εκείνη την ώρα, σηκώνεται ο Μπουντρούμης, και του λέει επί λέξει. Βρε πούστη, παλιοκαργιόλη, ήθελες να ήσουνα στη θέση αυτουνού εσύ και να σου ξηγιόντουσαν έτσι; Όποιος το κάνει θα του βγάλω το μάτι. Φαίνεται ότι ο τύπος αυτός εισακουγότανε σε όλους και του λένε Νικολάκη εν τάξει. Κι έπαψε κάθε συζήτηση.
    Τότες λοιπόν σ’ εκείνη τη γούβα εκείνη τη βραδιά, αφού φουμάρανε αυτοί και φύγανε, έμεινα μόνος. Εκοιμήθηκα στο χώμα και κατά τις δωδεκάμισι μία συνήλθα και τράβηξα για το σπίτι μου σε κακά χάλια. Η μάνα έκλαιγε. Η γυναίκα γκρίνιαζε. Δεν μου ’δινε την εντύπωση ότι με λυπάται στ’ αλήθεια.

    Βάσανα πίκρες φαρμάκια καραβοτσακίσματα
    σαν το βράχο που τον δέρνουν της θάλασσας τα κύματα.

    Τι φταίω και με παιδεύεις αχ τι γυρεύεις κι άλλον λατρεύεις
    δε μ’ αγαπάς αχ πες μου το γιατ’ είμαι μόρτης φουκαράς
    θα σβήσω πια δε θα ζήσω δε θ’ αγαπήσω θα λησμονήσω
    τα καραβοτσακίσματά μου μη γελάς.

    Μες το σπίτι μου για σένα όλοι με μαλώνουνε
    λένε ζόρικες κουβέντες που με φαρμακώνουνε.

    Τότες ήταν η πρώτη φορά που έπαθα τέτοιο κακό απ’ τον αργιλέ.

    (σελ. 101-103)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ο Στέλιος Βαμβακάρης (γεν. 2 Μαρτίου 1947, Πειραιάς) είναι λαϊκός μουσικός συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, δευτερότοκος γιος του Μάρκου Βαμβακάρη.

    Υπήρξε επαγγελματίας μουσικός από την ηλικία των δώδεκα ετών και συνεργάστηκε με σημαντικούς μουσικούς του ρεμπέτικου, όπως ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Παγιουμτζής και ο Περπινιάδης, καθώς και με εκπροσώπους της λαϊκής και έντεχνης μουσικής σκηνής, όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, η Καίτη Γκρέυ, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Γιώργος Νταλάρας.

    Συνέθεσε μουσική για τον κινηματογράφο, όπως για την ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου «Μια μέρα τη νύχτα», αλλά και για θεατρικά έργα.

    Ηχογράφησε με τον Louisiana Red το δισκο/CD "Το μπλουζ συναντά το Ρεμπέτικο" στις 24 Σεπτέμβρη 1988 (εταιρία: "Εβδομη Διάσταση"), που περιέχει 8 κομμάτια. Σε φεστιβάλ στη πόλη Φάλον (Σουηδία) έπαιξε μαζί με τον Τζον Λι Χούκερ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Γράμμα στο Μάρκο Βαμβακάρη - 1991 (Νίκος Γκάτσος)

    Γεια σου ρε Μάρκο ΒαμΒακάρη καραβοκύρη Συριανέ
    που άνοιγες δρόμο στο φεγγάρι κι έλεγες δύσκολα το ναι.
    Είχες δικό σου μπαϊράκι στου Πειραιά την αγορά
    και συντροφιά σου τ’ αεράκι απ’ της Ψυττάλειας τα νερά

    Γεια σου ρε Μάρκο ΒαμΒακάρη της μοναξιάς μας ουρανέ

    Άστρα το στόμα σου γεμάτο κι η αλφαβήτα σου μισή
    όμως τα πάνω έφερνες κάτω έτσι όπως ήξερες εσύ
    κι εμείς λιθάρι το λιθάρι με την αγάπη στην καρδιά
    σου χτίσαμε προσκυνητάρι να σε δοξάζουν τα παιδιά

    Γεια σου ρε Μάρκο ΒαμΒακάρη μεγάλε και παντοτινέ

    ΑπάντησηΔιαγραφή