14/3/14

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

( 26 Φεβρουαρίου 1938 - 13 Μαρτίου 1957 )
"Από το σχολείο άρχισε να φαίνεται το συγγραφικό του ταλέντο, δημιουργεί τη σχολική εφημερίδα της τάξης του, την οποία γράφει σχεδόν ολόκληρη μόνος του. Πέρασε τις 6 τάξεις του Δημοτικού σχολείου με άριστα. Πάντα ο ίδιος, ντροπαλός, φιλότιμος, σοβαρός και ήρεμος. Η φυσική του εξυπνάδα τον κάνει να ξεχωρίζει γρήγορα. Το ύφος του ευγενικό, λεπτό, τονίζεται από τη ζωηρότητα της εφηβική ηλικίας και αφήνει στις μνήμες των συμμαθητών του και των άλλων που τον γνώρισαν, ανεξίτηλες εντυπώσεις. Η μανία του για τους στίχους ήταν μεγάλη. Δεν άφηνε τετράδιο ή περιθώριο βιβλίου που να μη το γεμίσει με στίχους. Συνολικά μας άφησε γύρω στα 500 ποιήματα και πολλές δεκάδες σελίδες πεζών και επιστολών. Τα ποιήματα του μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε σε πατριωτικά, θρησκευτικά, εύθυμα–σατιρικά και ερωτικά. Σε αυτά τα τελευταία, που αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του παραγωγής ξεχωρίζει το αξεπέραστο "Θα πάρω μιαν ανήφορια".

Μαχητικός και ανυπόμονος, σε ηλικία 15 ετών κατεβάζει την Αγγλική σημαία απο τον ιστό του σχολείού του, με την έναρξη του αγώνα εγκαταλείπει τα μαθητικά θρανία και εντάσσεται σε αντάρτικες ομάδες της περιοχής του, συμμετέχει σε επιχειρήσεις δολιοφθοράς κατά κυβερνητικών κτηρίων, μεταφέρει οπλισμό στους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από τους Άγγλους εις θάνατον. Την επόμενη μέρα της καταδίκης του, οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου απείχαν από τα μαθήματά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας και απέστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρτινγκ, με το οποίο του ζητούσαν να του απονεμηθεί χάρη. Όλος ο κόσμος αρχίζει μια προσπάθεια να σώσει τον νεαρό μαθητή. Η Ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αποτρέψει την εκτέλεσή του. Η Κυπριακή αδελφότητα Αθηνών ζητά προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Παύλου. Η Βουλή των Ελλήνων στέλνει τηλεγραφήματα προς την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο δήμαρχος Λευκωσίας κ. Δέρδης, 40 Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, συντεχνίες, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, απλοί πολίτες προσπαθούν να ματαιώσουν αυτή την εκτέλεση. Ο Χάρτινγκ όμως και η Αγγλική διπλωματία απορρίπτει την απονομή χάριτος.


Απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957, σε ηλικία 19 ετών. Ήταν ο νεαρότερος αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που ανέβηκε στο ικρίωμα της αγχόνης. Η εκτέλεση του Ευαγόρα προκάλεσε παγκόσμια κινητοποίηση και κατακραυγή κατά των Άγγλων. Η κατακραυγή αυτή απέτρεψε τον απαγχονισμό 26 άλλων αγωνιστών, που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο.

Θα πάρω μιαν ανήφορια 
https://www.youtube.com/watch?v=-kDjQwgmENE
Στίχοι: Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Μουσική: Μάριος Τόκας (Κώστας Κασσιανός)
Εκτέλεση: Θεόδωρος Βασιλικός


"Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. 
Αν ζω, θα με βρει εκεί."
5/12/1955


"Μακάρι και εύχομαι να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται στην Κύπρο"
 "Για σένα, Κύπρος αθάνατη, Πατρίδα σκλαβωμένη, θα δώσω απ' το αίμα μου κάθε σταλαματιά... Για να σε δω ελεύθερη και χιλιοδοξασμένη δεν θα διστάσω, Κύπρος μου, να πέσω στη φωτιά"

Ηρώων Γη (Όλη η φύση κοιμάται)
https://www.youtube.com/wtch?v=eHAXRvZQscM
Στίχοι: Ευαγόρας Παλληκαρίδης   
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος  Εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας

"Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Η ψυχή μας, αργά ή γρήγορα
θα πάει στον ουρανό. Μην απελπίζεστε.  
Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα.
Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε.
 Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του.
Τίποτα άλλο.".


7 σχόλια:

  1. Στα λόγια τα καταφέρνουν πολλοί.
    Πόσοι όμως έκαναν τα γραπτά τους πράξη; Πόσοι είχαν το θάρρος ενός νεαρού μαθητή, που επέλεξε να μετακομίσει στα 18 του χρόνια στο «Πάνθεον των Ηρώων»; Ο νεαρός ήρωας του αγώνα της ΕΟΚΑ, οραματιστής και ποιητής ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του αστυνομικού Μιλτιάδη Θεοδώρου από τη Λάπηθο Λάρνακας κι εγγονός του Θεόδωρου Παλληκαρά απ’ τον οποίο πήρε το επίθετό του ο ήρωας. Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου, στις 28 Φεβρουαρίου 1938. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του Μιλτιάδη. Στην οικογένεια του Ευαγόρα ανήκει –δεύτερος ξάδερφος– και ο ήρωας Στέλιος Μαυρομμάτης, απαγχονισθέντας ήρωας της ΕΟΚΑ.

    Σαν μαθητής του Γυμνασίου από το 1950, έζησε έντονα τους δύσκολους καιρούς που περνούσε η Κύπρος στην προσπάθεια της να κρατήσει το ελληνικό λάβαρο της ελευθερίας ψηλά, ζώντας κάτω από τον ζυγό του Άγγλου κατακτητή που δήλωνε απερίφραστα ότι «ουδέποτε» θα έδιδε την ελευθερία στους Κυπρίους. Πίστευε ακράδαντα στον δίκαιο του αγώνα και η όλη πορεία του σημαδεύτηκε ανεξίτηλα, στα 13 του χρόνια, από το ιστορικό Δημοψήφισμα του 1951 με την αξίωση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με την μητέρα Ελλάδα.

    Την 1η Απριλίου 1953 ο Ευαγόρας πρωταγωνιστεί σε διάφορες διαδηλώσεις κατά των Άγγλων. Συγκεκριμένα στις 2 Ιουνίου θα γινόταν η στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ. Στην Αγγλία και σε όλες τις αποικίες γίνονταν προετοιμασίες για το μεγάλο γεγονός. Στην Πάφο στο «Ιακώβιο Γυμναστήριο» κατεβαίνει η ελληνική σημαία και αναρτάται η αγγλική, γεγονός που εξοργίζει τους μαθητές. Παραμονή της στέψης οι μαθητές της Πάφου και οι φοιτητές του Λιασιδίου Κολεγίου οργάνωσαν διαδήλωση μ’ αίτημα να υποσταλεί η αγγλική σημαία και να εκκενωθεί το γήπεδό τους από στρατιώτες και αστυνομικούς. Ο 15χρονος τότε Βαγορής αναρριχάται στον ιστό, κατεβάζει και ξεσκίζει την αγγλική σημαία, την οποία οι άλλοι μαθητές ξεσκίζουν κι αυτοί με την σειρά τους και της βάζουν φωτιά. Ήταν η υπογραφή της πρώτης επαναστατικής του πράξης. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για επέκταση των διαδηλώσεων. Οι μαθητές και το πλήθος συγκρούονται με την αστυνομία η οποία ενισχύεται από Τούρκους. Ο διοικητής στέλνει διαταγή να αποσυρθούν οι αστυνομικοί γιατί δεν έπρεπε η στέψη της βασίλισσα να αμαυρωθεί με αίμα. Έτσι οι μαθητές ελεύθεροι τώρα ορμούν σαν χείμαρρος και παρασύρουν ο,τι είχε σχέση με τους εορτασμούς για την στέψη. Η Πάφος έγινε το μόνο μέρος όπου δεν γιορτάστηκε η στέψη. Ο Ευαγόρας συνελήφθηκε αλλά αφέθηκε ελεύθερος λόγω της μικρής του ηλικίας.

    Τον Ιανουάριο 1955 προσάγεται σε δίκη και του επιβάλλεται πρόστιμο 10 Λιρών γιατί συμμετείχε σε μαθητική διαδήλωση για την απελευθέρωση των συλληφθέντων μελών πληρώματος του πλοιαρίου Άγιος Γεώργιος που κουβαλούσε στην Κύπρο όπλα για τον αγώνα που θα άρχιζε.

    Το καλοκαίρι του 1955, ο Ευαγόρα πραγματοποίησε το μεγάλο του όνειρο: να επισκεφθεί την την Ελλάδα με την καθιερωμένη εκδρομή των μαθητών της προτελευταίας τάξης του σχολείου του. Κι όταν γύρισε –πολλοί συμμαθητές του είχαν μείνει στην Ελλάδα για να τελειώσουν το Γυμνάσιο– κι η μητέρα του τον ρώτησε γιατί δεν προτίμησε να μείνει κι αυτός αποφεύγοντας τόσους κινδύνους της επαναστατημένης Κύπρου, η απάντηση του ήταν: «Εγώ δεν πήγα για να μείνω. Χρειάζομαι εδώ».

    Από την έναρξη του αγώνα τον Απρίλιο του 1955, σε ηλικία 17 χρόνων, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της ΕΟΚΑ, όπου συμμετέχει σε επιχειρήσεις δολιοφθορών κατά κυβερνητικών κτηρίων.

    Στις 17 Νοεμβρίου 1955 οι μαθητές του Γυμνασίου συγκεντρώθηκαν και προετοίμαζαν μια διαδήλωση από τις γνωστές που οργάνωνε η ΑΝΕ ως αντιπερισπασμό. Οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολήσουν αδιάκριτα τους διαδηλωτές. Ο πατέρας του Ευαγόρα έφτασε βιαστικός στο γυμνάσιο…βρήκε τον Ευαγόρα και του ζήτησε να πάει σπίτι. Ο Ευαγόρας υποσχέθηκε να υπακούσει…ο πατέρας προχώρησε προς το σπίτι αλλά στον δρόμο τον πλησίασε ένας μαθητής και του είπε φοβισμένα: «Τον Ευαγόρα τον συλλάβανε, σαν πήγαινε σπίτι». Ο Ευαγόρας είχε επιτεθεί και τραυματίσει δυο στρατιώτες αγγλικής περιπόλου που είχαν συλλάβει και κακοποιούσαν έναν μαθητή γυμνασίου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο Βαγορής οδηγείται στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε παράνομα σε οχλαγωγές. Στις 19 Νοεμβρίου 1955 δικάζεται και του επιβάλλεται πρόστιμο 30 λιρών ως εγγύηση. Ο Ευαγόρας δεν παραδέχτηκε την κατηγορία και η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου 6 Δεκεμβρίου 1955. Ήταν η αρχή του τέλους. Την παραμονή της μέρας που ο Ευαγόρας Παλλικαρίδης θα εμφανιζόταν μπροστά στον Άγγλο δικαστή…πλησίασε τον πατέρα του: «Πατέρα, αύριο είναι η δίκη μου. Ξέρω ότι από το δικαστήριο θα γλιτώσω, μα η αστυνομία θα με συλλάβει και θα με στείλει στο Κάστρο. Εγώ στη φυλακή δε μπορώ να μείνω. Αν δε μπορέσω να δραπετεύσω, θα σκοτώσω κανέναν από τους φρουρούς και θα με σκοτώσουν. Προτιμώ να φύγω, να βγω στο βουνό». Τι μπορούσε να πει και ποια θα ταν η απόφαση του πατέρα μπροστά σε τούτη την αποφασιστική δήλωση του παιδιού του; Είδε πως ο κύβος ερρίφθη…«Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προ πάντων να σαι τίμιος και ηθικός…πήγαινε στην ευχή μου!»…
    Μα είχε κάτι άλλο να κάνει πριν πάρει τις ανηφοριές. Εκτός από τον πατέρα του, είναι το σχολείο του, την τάξη του, τους συμμαθητές του να αποχαιρετήσει. Μα είναι απόγευμα και κανένας τούτη την ώρα δε βρίσκεται εκεί. Κι αύριο θα ναι πολύ αργά. Έτσι ο αποχαιρετισμός πρέπει να γίνει γραπτός…μπαίνει στην αδειανή αίθουσα της τάξης του…αφήνει πάνω στην έδρα ένα χαρτί, με τίτλο «Εγερτήριο σάλπισμα» και τρέχει…ν΄ ανέβει τα σκαλοπάτια της λευτεριάς…

    Στο βουνό περνά κάθε μέρα ώρες ατέλειωτες κλεισμένος σε κρησφύγετα μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Τις νύχτες ατέλειωτες πορείες, συναντήσεις με άλλες αντάρτικες ομάδες, διανυχτερεύσεις σε σπίτια φιλόξενων πατριωτών, αποστολές.

    Την 28η Μαΐου 1956, η ομάδα του Ευαγόρα στήνει ενέδρα στο χωριό Κινούσα σε αγγλικά καμιόνια κι αφήνει στον τόπο τρεις νεκρούς και έξι τραυματίες. Συμμετέχει στις επιθέσεις κατά των αστυνομικών σταθμών Στρουμπιού και Παναγιάς.

    Στις 26 Ιουνίου 1956 η ομάδα του στήνει ενέδρα στο χωριό του, την Τσάδα όπου σκοτώνονται τρεις Άγγλοι στρατιώτες. Το καλοκαίρι εκείνο ο Ευαγόρας βρίσκεται επικηρυγμένος για 5.000 Λίρες.

    Στις 25 Σεπτεμβρίου 1956 η ομάδα του Ευαγόρα ειδοποιεί τους Άγγλους παραπλανητικά στη Λυσσό για δήθεν εγκαταλελειμμένη βόμβα κι ενώ οι Άγγλοι πλησιάζουν στο χωριό πλήττονται από βόμβα που είχε τοποθετηθεί από την ομάδα σε δέντρο δίπλα στο δρόμο κι αφήνουν τέσσερις νεκρούς και είκοσι τραυματίες.

    Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με άλλους 2 συναγωνιστές του μετέφεραν με ζώα, όπλα και τρόφιμα από την Λυσό. Ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγγλική περίπολο. Οι 2 συναγωνιστές του Ευαγόρα κατάφεραν να διαφύγουν αλλά ο ίδιος συνελήφθη.
    Στην κατοχή του είχε ένα πυροβόλο Μπρεν χωρίς σφαιροθήκη, το οποίο σύμφωνα με την μαρτυρία Άγγλου ειδικού εμπειρογνώμονα, στη διάρκεια της δίκης του, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Κουβαλούσε επίσης 3 γεμιστήρες γεμάτες. Την ώρα της σύλληψής του, δήλωσε στους Άγγλους: «Είμαι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και πολεμώ για την πατρίδα μου». Τον μεταφέρουν στο Κτήμα, στο στρατόπεδο «Δασούδι» όπου τον βασανίζουν. Ο Ευαγόρας δεν λυγίζει. Στις αρχές Ιανουαρίου 1957 τον μεταφέρουν στον αστυνομικό σταθμό Κτήματος όπου του ζητούν να αποκαλύψει άτομα και οπλισμό. Δεν υποκύπτει και πάλι στις πιέσεις και μεταφέρεται στις Κεντρικές φυλακές Λευκωσίας, κατηγορούμενος για κατοχή και διακίνηση οπλισμού και η δίκη ορίζεται για τις 14 Φεβρουαρίου και η υπόθεση του παραπέμφθηκε στο «Ειδικό Δικαστήριο» για τις 25 Φεβρουαρίου. Η δίκη υπήρξε συνοπτική.

    Στη δίκη του ο Παλλικαρίδης δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού παρά τις αντιρρήσεις του παραδέχθηκε την ενοχή του με τον εξής αξιοθαύμαστο τρόπο:«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Εκείνο όμως το οποίον έχω να είπω, είναι τούτο. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»

    Ο δικαστής Σω ανακοινώνοντας την απόφαση, του είπε: «Ο νόμος προνοεί μόνο μια ποινή. Την ποινή του θανάτου. Σε καταδικάζω εις θάνατον».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Την επόμενη μέρα της καταδίκης του Παλληκαρίδη οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου απείχαν από τα μαθήματά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας και έστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρτιγκ με το οποίο του ζητούσαν να απονεμηθεί χάρη στον Ευαγόρα. Όλος ο κόσμος αρχίζει μια γιγαντιαία προσπάθεια να σώσει τον νεαρό μαθητή. Η Ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αποτρέψει την εκτέλεσή του. Η Κυπριακή αδελφότητα Αθηνών ζητά προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Παύλου. Η Βουλή των Ελλήνων στέλνει τηλεγραφήματα προς την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο δήμαρχος Λευκωσίας κ. Δέρδης, 40 Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, συντεχνίες, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, απλοί πολίτες προσπαθούν αν ματαιώσουν αυτή την εκτέλεση. Ο Χάρτιγκ όμως και η Αγγλική διπλωματία απορρίπτει την απονομή χάριτος. Ο Ευαγόρας δεν πτοείται. Στις 16 μέρες που μεσολάβησαν μέχρι τον απαγχονισμό του, εντυπωσίασε τους πάντες για την εγκαρτέρησή του, την αταλάντευτη πίστη του, στο σκοπό για τον οποίο θα έδινε την ζωή του και για την ηθική ενίσχυση που πρόσφερε στους δικούς του και στους συγκρατούμενους του. Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει:

    «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»

    Η εντολή του δικαστηρίου εκτελέσθηκε τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957, στις 12:02 ακριβώς… O 18χρονος έφηβος στάθηκε περήφανα κάτω από τη μακάβρια θηλιά, αντάλλαξε χειραψία με τους εκτελεστές του και η βροντερή φωνή του έσπασε τη σιωπή της νύχτας και των φυλακών και σε πείσμα των κατακτητών ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο…
    Σε λίγο ακούγεται να βροντοφωνάζει:
    «Γεια σας αδέλφια… Γεια σας λεβέντες… Ελπίζω να ‘μαι ο τελευταίος που εκτελούν… Αδέλφια συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός και υπερήφανος.»

    Οι συγκρατούμενοι του φωνάζουν: «Θάρρος Παλληκαρίδη, θάρρος Παλληκαρίδη».
    Ο ίδιος ανταπαντά:

    Θάρρος έχω πολύ. Αυτή τη στιγμή περνώ την είσοδο του ικριώματος…

    Απόλυτη ησυχία…
    Αυτή τη σιγή σπάζει το τρίξιμο από το άνοιγμα της καταπακτής της αγχόνης.
    12:02. Ο 18χρονος Βαγορής πέρασε στην αθανασία. Βρήκε την «γη των ηρώων», ενώ ευχή του έγινε πραγματικότητα… Ήταν ο νεαρότερος από τους εννέα απαγχονισθέντες, αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους.


    «Θυμάμαι, σα να ήταν χθες», αναπολεί συγκινημένη η αδελφή του Ευαγόρα, κυρία Μαρούλα Βρυωνίδη – Παλληκαρίδη, «εκείνο το κρύο και μουντό απόγευμα της 13ης Μαρτίου του 1957. Ήταν η τελευταία επίσκεψή μας στον Ευαγόρα. Τον βρήκαμε όρθιο στο κελί του, πίσω από την κλειστή πόρτα. Μας χώριζε πυκνό σύρμα. Στεκόταν ευθυτενής και σίγουρος, έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε σε λίγες ώρες… το θάνατο. «Δεν θέλω να κλάψετε, ούτε να στεναχωριέστε», μας είπε. «Εγώ θα πάω στο Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται».
    Ζητήσαμε από τους φρουρούς να μας ανοίξουν, για ένα τελευταίο αγκάλιασμα, ένα τελευταίο φιλί. Όμως η απάντηση ήρθε σκληρή: «Δεν επιτρέπεται».

    Οι Άγγλοι αποικιοκράτες δεν τόλμησαν να παραδώσουν τη σορό του στους γονείς του για να την κηδέψουν. Φοβούνταν γενικό ξεσηκωμό του Κυπριακού Λαού στο ξόδι του. Την έθαψαν στο νεκροταφείο, στα «Φυλακισμένα Μνήματα» στην Λευκωσία, που έφτιαξαν μέσα σας φυλακές και στον ίδιο τάφο που έντεκα μέρες πριν είχαν θάψει το σταυραετό του Μαχαιρά, το θρυλικό Γρηγόρη Αυξεντίου.

    http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/03/1938-1957.html#.Uxw1h85ibSc

    ΑπάντησηΔιαγραφή


  4. Παλιοί συμμαθηταί,

    Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
    Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
    να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
    Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
    μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
    Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
    κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
    Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
    Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
    Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
    να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
    Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
    το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
    Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
    βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
    Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
    και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
    Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.

    Ευαγόρας Παλληκαρίδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Συγκλονιστικό επίσης αποτελεί το ποίημα, του Φώτη Βαρέλη, που μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Λευκωσίας:

    Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
    μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
    Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
    Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
    οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
    η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
    Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
    Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
    Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
    ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
    και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
    Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
    Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
    μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
    - Παρόντες όλοι;
    - Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
    - Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
    - Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
    Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
    αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
    να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
    - Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα,
    πάντα πρώτος,
    στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
    συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
    και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
    Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
    που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
    έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Τους κάτωθι στίχους του Ευαγόρα τους μελοποίησε ο Σωτήρης Καραγιώργης. Είναι το σύνθημα " ΟΠΟΙΟΝ ΠΑΡΕΙ" που οι δικοί μας Ευέλπιδες τραγουδούν την 1η του Οκτώβρη.

    Μπορεί σε κάποια μάχη γραμμένο η μοίρα να΄ χει
    να μην γυρίσουμε
    μα πάμε με καμάρι και λέμε: ΌΠΟΙΟΝ ΠΑΡΕΙ
    ΚΑΙ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Άλλο ένα έξοχο ποίημα του Ευαγόρα το "ΓΙΑΤΙ ΦΕΥΓΩ"

    Της φυλακής δεν τα σηκώνω εγώ τα βάρη
    γι΄ αυτό θα φύγω για βουνά και ρεματιές
    να ΄χω τη νύχτα συντοφιά μου το φεγγάρι
    και την ημέρα να μιλώ με τις Ιτιές.

    Να΄ χω παρέα τα ποτάμια που φλησβίζουν
    και ν΄ αναπνέω τον αέρα του βουνού,
    να δω πουλάκια που χαρούμενα να σχίζουν
    τα ολογάλανα τα πλάτη τ΄ ουρανού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή