20/5/14

Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917)

"Πάσχων προ πολλού απέθανε πτωχός και λησμονημένος σχεδόν εν τῳ Πτωχοκομείῳ ο μόνος Κύπριος ποιητής Βασίλειος Μιχαηλίδης, ούτινος αι πατριωτικαί στροφαί και τα δηκτικά σατυρικά βέλη είχον άλλοτε τοσάκις συγκινήσει την πόλιν.

Προορισθείς υπό του αοιδίμου θείου του Κιτίου Κυπριανού να γείνῃ ζωγράφος, είχεν αποσταλῄ νεώτατος εις Ιταλίαν, αλλά ταχέως η ψυχή του Ποιητού εξεδήλωσε την αληθινήν της κλίσιν. Δυστυχώς ο Μιχαηλίδης, ελλείψει πνευματικής μορφώσεως, δεν ηδυνήθη και ως ποιητής να εκδηλώσῃ όλην την δύναμιν της ποιητικής του εμπνεύσεως και έτσι αποτυχών ως ζωγράφος, και μη δυνάμενος να ζῃ ως ποιητής, κατήντησε να γείνῃ νοσοκόμος. Αλλά και ούτω, ο Μιχαηλίδης έμεινε πάντοτε ποιητής και η γνησία κυπριακή του Μούσα έφθασε πολλάκις και μέχρι των συνόρων της αληθινής τέχνης.

Τα ποιήματά του εξεδόθησαν εις δύο τομίδια, αλλά πολλά, τα περισσότερα ίσως, μένουσιν ακόμη ανέκδοτα. Επί τινά δε χρόνον εξέδιδε και σατυρικήν ευφυεστάτην εφημερίδα, τον "Διάβολον".

Η κηδεία του εγένετο δημοσίᾳ δαπάνῃ μετ᾽ αρκετής μεγαλοπρεπείας, το δε φέρετρόν του εκαλύπτετο από κλώνους δάφνης και φοινίκων. Τον νεκρόν του Ποιητού απεχαιρέτισαν ευγλώττως οι κ.κ. Νικ. Κλ. Λανίτης, Αρ. Κ. Πηλαβάκης και Γιάγκος Ηλιάδης. Του τελευταίου η ποιητική προσφώνησις έχει ως εξής: «Ήσυχα· ήσυχα και μέσα στην παντοτινή ποιητική φτώχια κι αφάνεια ξεψύχησε ο μοναδικός ίσως Κυπριώτης ποιητής, ο Βασίλης Μιχαηλίδης [...]».

Πίσκοπε, 'γιω την γνώμην μου ποττέ δεν την αλλάσσω,
τζι όσα τζι αν πης μεν θαρευτής πως εν να σου πιστέψω.
Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω,
τζι αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω,
τζι ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν να μεν αφήσω.

Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει! 
Σφάξε μας ούλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πως ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το 'νιν αντάν να τρώ' την γην, τρώει την γην θαρκέται
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται.
Β. Μιχαηλίδης, «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου» 18-19
Πηγή:

Η Σταθερότης
https://www.youtube.com/watch?v=hNtN4IpxKOI
Ποίηση: Βασίλης Μιχαηλίδης
Μελοποίηση: Λάρκος Λάρκου
Απόδοση: Γιάννης  Κότσιρας -Λάρκος Λάρκου

 

Η ανεράδα
https://www.youtube.com/watch?v=TtdSWARzljY
Ποίηση: Βασίλη Μιχαηλίδη Μουσική: Σάββας Σάββα
Απόδοση: Κώστας Χαραλαμπίδης
Άλλες Εκτελέσεις: Μιχάλης Ττερλικκάς Αλκίνοος Ιωαννίδης, Λάρκος Λάρκου (Μουσική)


5 σχόλια:

  1. Σε πλάττ' η φαντασία μου εις όλας τας στιγμάς μου.
    Αχ! Κόρη, δεν σε λησμονώ.
    Μ' εφλεβοτόμησες βαθιά στην φλέβα της καρδιάς μου,
    κι επί ζωής μου θα πονώ.

    Χίλιες φροντίδες κι αν κρατούν τον νουν μου σκλαβωμένον,
    τρέχει εις σε και σταματά.
    Κι ο πόθος μες στο στήθος μου σαν φίδι πεινασμένον
    δάκνει τα μέσα μου φρικτά.

    Πολλές φορές εδιάβασες τον πόνον της καρδιάς μου
    στο πρόσωπόν μου το χλομόν.
    Πλησίον σου μια λέξις σου γιατρεύει τας πληγάς μου,
    έχω τον κόσμον πλην φραγμόν. [...]

    Αν είναι σφάλμ' αν σ' αγαπώ, μου το προστάζ' η φύσις,
    πώς ειμπορώ να αντισταθώ;
    Σ' έστειλ' αγάπης ο Θεός φόρον να μου ζητήσεις
    ο Πλάστης! Πώς να τ' αρνηθώ;

    Τους νόμους Tου τους ιερούς πώς να τους αποφύγω;
    Αχ! Είμαι άκων ευπειθής.
    Κι αν μου ζητήσεις την ζωήν, τας φλέβας μου σ' ανοίγω
    όλας και λάβε την ευθύς.

    Είσαι του Πλάστου άγγελος, πλην της καρδιάς μου είσαι
    για την αγάπην Του ναός.
    Αχ! Δεν μπορώ, θα σ' αγαπώ και θάνατος αν είσαι,
    γιατί μ' επρόσταξ' ο Θεός.

    Ασθενής λύρα, 1882

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στην χώραν π’ αναγιώθηκα
    κ̌αι ‘κόμα αναγιώννουμουν
    κ̌ι άρκ̌εψα νάκκον να λαχτώ,
    τότε εξηφοήθηκα
    τα ζώδκια κ̌ι εν εχώννουμουν
    κ̌ι εξέβηκα να δκιανευτώ.

    Σε μιαν ποταμοδκιάβασην
    μιαν λυερήν εσχ̌ιάστηκα
    - νείεν καεί η σταλαμή! -
    ούλα τ’ αρνίν εις τον τσοκκόν
    ο άχαρος επκιάστηκα,
    αντάν πκιαστεί μες στην νομήν.

    Αντάν με είδεν, έφεξεν
    κ̌ι ο νους μου εφενκ̌ιάστηκεν
    κ̌ι εφάνην κόσμος φωτερός.
    Αντάν μου ‘χαμογέλασεν,
    παράδεισος επλάστηκεν
    ομπρός μου κ̌ι έμεινα ξερός.

    Ευτύς το πας μου έχασα,
    τον κόσμον ελλησμόνησα
    κ̌ι έμεινα χάσκοντα βριχτός.
    Είπεν μου: «Έλα κλούθα μου»,
    κ̌αι ‘που καρκιάς επόνησα
    κ̌ι εκλούθησά της, ο χαντός.

    Λαόνια, κάμπους κ̌αι βουνά
    αντάμα εδκιαβήκαμεν
    γεμάτ’ αθθούς κ̌ι αγκαθθερά·
    η στράτα δεν ετέλειωννεν
    κ̌αι δεν εποσταθήκαμεν·
    ήτουν για λλόου μας χαρά.

    Έτρεμεν μεν κ̌αι χάσει με
    κ̌ι έτρεμα μεν κ̌αι χάσω την
    κ̌αι μεν της πω κ̌αι μεν μου πει·
    εδίψουν την, εκαύκουμουν
    κ̌ι έτρεμα μεν κ̌αι πκιάσω την
    κ̌αι γίνουμεν κ̌ι οι δκυο ‘στραπή.

    Ύστερα σγοιαν παράδεισον
    έναν βουνόν εφτάσαμεν
    ίχ̌ια με τα ‘ψη τ’ουρανού.
    κ̌ει πάνω κ̌ει εκλάψαμεν
    αντάμα κ̌ι εγελάσαμεν
    μέσα στους μούσκους του βουνού.

    Λαλεί μ’: «Αν είσαι πέρκαλλος,
    τώρα πκιον μείνε δίχως μου,
    αν σου αρέσκ’ έτσι ζωή»,
    κ̌αι ξαπολά ‘ναν χάχχανον,
    ιχ̌ιά ‘νωσα το στήθος μου
    πως άλλο νάκκον να ραεί.

    Είπεν κ̌ι εγίνην άφαντη,
    ευτύς ‘π’ ομπρός μοχάθηκεν,
    σγοιαν άνεμος περαστικός·
    εράην η καρτούλλα μου,
    ευτύς ο νους μοστάθηκεν
    κ̌ι είμαι ‘που τότες ξηστηκός.

    Οι πλήξες που μ’ ετρώασιν
    ακόμα ‘ν’ αφανέρωτες
    κ̌ι εις τα πουλλιά που κ̌ηλαδούν.
    Έχ̌ει που τότες, όπου δω
    τες ανεράδες, τρέμω τες·
    κ̌αι πογυρίζω μεν με δουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. *Οι Νηρηίδες παραμένουν μέχρι και σήμερα στις δοξασίες των Ελλήνων με μικρή παραφθορά του ονόματος ως νύμφες "Νεράιδες". Νηρηίδες ήταν ο πιο αρχαίος τύπος του ονόματος όπως τον μεταφέρει ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Οι δύο αυτές λέξεις, ΄΄νεράιδα΄΄ και ΄΄Νηρηίδα΄΄, ανάγονται στον όρο Nerti , που σημαίνει «βυθίζω». Η παρετυμολογία του ονόματος, σύμφωνα με την οποία το ΄΄νεράιδα΄΄ προέρχεται από τη λέξη ΄΄νερά΄΄, αποδίδει επίσης τη στενή τους σχέση με το νερό. Άλλωστε οι νεράιδες των παραμυθιών μοιάζουν εξ ορισμού υδάτινες. Όπως και οι νύμφες ζουν στα βουνά, στα δάση, στα ποτάμια, σε βρύσες, σε συντριβάνια, σε σπηλιές, σε όλη τη φύση, και αποκαλούνται με πολλά ονόματα : ανεράδες, ανεραγόδες, νεράισσες, ξεραμένες, αβραγίδες κτλ. Κινούνται σε χώρους κυκλικούς (αλώνι, συντριβάνι, λίμνη, στέρνα), όπως κυκλικές είναι οι κινήσεις τους στον χορό ή στο γνέσιμο. Ο χορός τους αφήνει κυκλικά χνάρια στο χορτάρι σύμφωνα με τις παραδόσεις πολλών λαών.[3] Είναι όμορφες με μακριά ξανθά μαλλιά συνήθως πράσινα μάτια φορούν λευκά φουστάνια με λευκό μαντήλι και τις βλέπουν μόνο οι σαββατογεννημένοι και οι ελαφρό ίσκιοτοι . Αρχηγός τους είναι η κυρά - Κάλω και έχουν πολλά ονόματα όπως Αστέρω, Ουρανία, Λαμπετία, Κανέλα, Κάλω κ.α.. Τους αρέση ο χορός και συχνά αρπάζουν τους λυράδες για να τους παίξουν και να χορέψουν , και συνήθως βγαίνουν τα μεσάνυχτα μπαίνουν στα σπίτια και κλέβουν τα ρούχα των γυναικών. Σαν γυναίκες, προκαλούν του άνδρες, τους θέλγουν και ύστερα τους ξεφεύγουν, μέσα από μία διχασμένη έκφραση της σεξουαλικότητάς τους.[4] Παρά την υπερφυσική τους προέλευση οι δραστηριότητές τους ταυτίζονται με τις παραδοσιακά γυναικείες: φροντίζουν για την καθαριότητα του σώματος και αγαπούν γενικά το νερό. Οι Νεράιδες παντρεύονται με Νεράιδους κάνουν παιδιά ενώ σε κάποιες παραδόσεις υφαίνουν. Η νεράιδα αναπαριστά την ιδανική και τρομακτική θηλυκότητα. Συγκεντρώνει πολυάριθμες γυναικείες ιδιότητες : οι αναπαραστάσεις της παραπέμπουν στη συμβολική του νερού, του γνεσίματος και του νοικοκυριού, στις αναπαραστάσεις της νύφης, στον πόθο και στον θάνατο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου

    Η "9η Ιουλίου" αποτελεί τη κορυφαία σύνθεση του Βασίλη Μιχαηλίδη η οποία δικαίως του χάρισε τον τίτλο του εθνικού ποιητή της Κύπρου. Το ποίημα γράφτηκε την περίοδο 1884-1895 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1911.Το ποίημα χωρίζεται σε 24 ραψωδίες και έχει 560 δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Είναι γραμμένο στην Κυπριακή διάλεκτο την οποία ξέρει χορταστικά και κινείται άνετα ενώ την καθαρεύουσα και τη δημοτική ποτέ δεν τις καλόμαθε πράγμα που του δημιούργησε τρομερό πρόβλημα στο γράψιμο. `Οταν γράφει στην Κυπριακή διάλεκτο είναι πραγματικά άφθαστος. Ο στίχος του είναι ευκίνητος, καθαρός και με διαυγέστατο νόημα. Αυτοδίδακτος καθώς είναι, γράφει μέσα από την ψυχή του χωρίς προσποίηση, χωρίς επιτήδευση.

    Aποτελεί την εκδήλωση της αγάπης του ποιητή προς την πατρίδα. Η Λάρνακα στην οποία έζησε ως νέος για αρκετό διάστημα ήταν τότε η πόλη των προξενείων, ένα κομμάτι της Ευρώπης, με κοινωνία την πιο μορφωμένη της Κύπρου. Είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και συναναστραφεί με ξένους. Ακόμη στον κύκλο της Μητρόπολης Κιτίου όπου ζούσε συζητούνταν όλα τα κοινοτικά και πολιτικά ζητήματα με τους Τούρκους αφέντες και τους `Ελληνες δημογέροντες. Τέλος στην κοινωνία της Σκάλας συζητούνταν τα διεθνή προβλήματα και οι σχέσεις των εθνών.

    Από εκείνη την περίοδο, του μπήκε η ιδέα και ο πόθος να γίνει πολιτικός ποιητής για να τραγουδήσει τις τύχες και τη δόξα της πατρίδας του και να διεκδικήσει το δίκαιο της για απελευθέρωση. Δεν υπήρξε, λοιπόν, τυχαίο το γράψιμο της "9ης Ιουλίου". Αντίθετα, ήταν η φυσική έκφραση ενός οραματιστή και ιδεολόγου. Το ποίημα διακρίνεται για το επικό μεγαλείο του και το αριστοτεχνικό δέσιμο του. Η "9η Ιουλίου" αναφέρεται στον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των άλλων επισκόπων της Κύπρου από τους Τούρκους στις 9 Ιουλίου 1821. Η πλοκή, τα νοήματα και η αριστοτεχνική χρήση της κυπριακής τοπολαλιάς κάνουν το ποίημα να ξεχωρίζει σε βαθμό που να έχει αγαπηθεί από τον Κυπριακό λαό όσο κανένα άλλο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Η υπόθεση του έργου
    Διαδραματίζεται την περίοδο της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Στην Κύπρο κυκλοφόρησαν μυστικά κάποια επαναστατικά φυλλάδια τα οποία έφερε από την Ελλάδα ο διάκος Θεοφύλακτος Θησεύς. Τα φυλλάδια έπεσαν στα χέρια των Τούρκων οι οποίοι φοβούμενοι ξεσηκωμό των Ελλήνων της Κύπρου αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν την εκκλησιαστική ιεραρχία καθώς και τους πιο εξέχοντες προκρίτους του νησιού. Τον Ιούλιο του 1821 ο Τούρκος διοικητής της Κύπρου εξασφάλισε γραπτή άδεια από την Υψηλή Πύλη, από τον Σουλτάνο, για να θανατώσει τους επισκόπους της Κύπρου και μεγάλο αριθμό προκρίτων με την κατηγορία ότι σχεδίαζαν ξεσηκωμό κατά της τούρκικης κυριαρχίας. Την είδηση αυτή τη διαβιβάζει ένας μετριοπαθής Τούρκος, ο Κιόρογλου στον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό τον οποίο επισκέπτεται κρυφά στο Αρχιεπισκοπικό μέγαρο. Προτείνει ακόμα στον Αρχιεπίσκοπο να το φυγαδεύσει στη Σκάλα όπου μπορεί να βρει άσυλο στα ξένα Προξενεία. Ο Κυπριανός αρνείται διότι κάτι τέτοιο θα εσήμαινε χειρότερα κακά για την υπόδουλη ρωμιοσύνη του νησιού.

    Την επομένη ο Αρχιεπίσκοπος τελεί τη θεία λειτουργία και κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων. Βγαίνοντας από την εκκλησία συλλαμβάνεται και οδηγείται ενώπιον του Τούρκου διοικητή όπου εν τω μεταξύ έχουν οδηγηθεί και οι τρεις άλλοι δεσποτάδες. Κατά τη συνάντηση αυτή ο Μουσελλίμ-αγά κατηγορεί την εκκλησιαστική ηγεσία ότι οι Ρωμιοί ετοιμάζουν ξεσηκωμό. Τους καλεί να ομολογήσουν και παράλληλα τους απειλεί με θάνατο. Ο Αρχιεπίσκοπος αρνείται τα πάντα και ταυτόχρονα διακηρύσσει με περηφάνια ότι η ρωμιοσύνη θα επιζήσει στους αιώνες.
    Οι δεσποτάδες οδηγούνται στο κρατητήριο και ο Μουσελλίμ-αγά καλεί ενώπιόν του ένα φτωχό βοσκό από τη Μαλούντα, ονόματι Δημήτρη, τον οποίο με απειλές και υποσχέσεις εξαναγκάζει να μαρτυρήσει ότι οι Ρωμιοί του νησιού ετοιμάζουν ξεσηκωμό. Στο κρατητήριο οι τέσσερις επίσκοποι δέχονται την επίσκεψη του γιου του Κιόρογλου ο οποίος καταβάλει μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τον Αρχιεπίσκοπο. Ο Κυπριανός και πάλι αρνείται να εγκαταλείψει το ποίμνιο του. Ταυτόχρονα τους επισκέπτεται ένας Τούρκος αξιωματούχος ο οποίος υπόσχεται να σώσει τη ζωή τους εάν ομολογήσουν ενοχή. Τον διώχνουν με περιφρόνηση. Προσεύχονται για τη σωτηρία της ρωμιοσύνης. Στη συνέχεια τους παρουσιάζουν για μια ακόμη φορά ενώπιον του Τούρκου διοικητή ο οποίος και πάλι με φοβέρες και υποσχέσεις προσπαθεί να τους αποσπάσει ομολογία. Συναντά την άρνησή τους και την περήφανη απάντηση του Αρχιεπισκόπου ότι το αδικοχυμένο αίμα των δεσποτάδων θα γίνει το καμίνι όπου θα καταστραφούν οι Τούρκοι. Ο Κιόρογλου καταβάλλει μια τελευταία προσπάθεια να μεταπείσει τον Μουσελλίμ-αγά. Αυτός αρνείται και τον αποπέμπει. Οι δεσποτάδες οδηγούνται στον τόπο του μαρτυρίου. Ο Αρχιεπίσκοπος απαγχονίζεται ενώ οι τρεις δεσποτάδες αποκεφαλίζονται. Αποκεφαλίζεται επίσης και ο ψευδομάρτυς βοσκός, Δημήτρης. Τα άψυχα κορμιά παραμένουν άταφα τρεις ημέρες κατά διαταγή του Μουσελλίμ - αγά, για παραδειγματισμό.

    http://www.odyssey.com.cy/main/default.aspx?tabID=145&itemID=1318&mid=1079

    ΑπάντησηΔιαγραφή