12/6/14

Ακριτικό τραγούδι "Το τραγούδιν του Διγενή"

Τα ακριτικά τραγούδια είναι τα παλαιότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που σώζονται και συγγενεύουν με το έμμετρο αφήγημα του 12ου αι., το γνωστό ως «Έπος του Διγενή Ακρίτα». Το παλαιότερο σωζόμενο ακριτικό τραγούδι είναι το «Άσμα του Αρμούρη» που παραδίδεται σε χειρόγραφο του 15ου αι. Τα περισσότερα όμως ακριτικά που είναι γνωστά σήμερα είναι όψιμες καταγραφές, του 19ου ή και των αρχών του 20ου αι., και προέρχονται από τον Πόντο, την Μικρά Ασία, την Κύπρο και την Κρήτη. Η παλαιότητα του υλικού των τραγουδιών γίνεται αντιληπτή από την μνεία των Σαρακηνών, της Συρίας και της Αραβίας και τα βυζαντινά ονόματα των ηρώων: Αλέξιος, Κωνσταντίνος, Θεοφύλακτος.

Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 11ου-12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη. Ο Διγενής ήταν ο λαϊκός ήρωας ο οποίος ενσάρκωνε τα όνειρα του `Ελληνα-Βυζαντινού. Στα απόμακρα σύνορα της Μικρασίας οι ακρίτες, ακοίμητοι φρουροί, προστάτευαν, με κίνδυνο της ζωής τους, την αυτοκρατορία.

Το "Τραούιν του Διγενή" είναι κατ' εξοχήν κυπριακή παραλλαγή ακριτικό τραγούδι και είναι μάλλον το σημαντικότερο καθώς σε αυτό ο Διγενής αντιπάλεψε και τελικά νικά ακόμη και τον Χάρο. `Οπως όλα τα δημοτικά τραγούδια, έτσι κι αυτό, δεν αποδίδεται σε συγκεκριμένο συγγραφέα και διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Το μέτρο του τραγουδιού είναι ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο αλλά χωρίς ομοιοκαταληξία. Το τραγούδι αποκτά ιδιαίτερη ευφωνία με τον τονισμό της παραλήγουσας της τελευταίας λέξης του κάθε στίχου. Οι επαναλήψεις που συναντιούνται στο τραγούδι αποτελούν χαρακτηριστικό της δημοτικής ποίησης και το καθιστούν ιδιαίτερα προσιτό για να τραγουδιέται από το λαό.  Η  γλώσσα του τραγουδιού είναι καθαρά Κυπριακή με πάμπολλες λέξεις της Κυπριακής τοπολαλιάς. Χρησιμοποιούνται δυνατές εκφραστικές προτάσεις και λέξεις ποιητικές, όλο δύναμη και γοητεία. `Ομως το ποίημα διατηρεί τη λιτότητα στην έκφραση. http://myodyssey.spidernet.net/
Ο Χάρος μαύρα ‘φόρησεν, μαύρον καβαλλιτζεύκει,
χρυσόν σπαθίν εζώστηκεν τζαι πά’ στο παναΰριν.
Δικλά πό ‘τζει, δικλά ‘πό δα, θωρείέναν περβόλιν,
τζαι ήσαν άρκοντες πολλοί τραπεζοκαθισμένοι.
Σαν είδασιν τον Χάρονταν, στέκουνται τζαι λαλούν του:
- «Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φά’, να πκιεί μιτά μας,
να φάει άγριν του λαού, να φά’ οφτόν περτίτζιν,
να φά’ αρκοτζεράμιον, που τρων αντρειωμένοι,
να πκιει γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φημισμένοι,
τζαι που το πίννουν άρρωστοι τζαι βρέθουνται γιαμμένοι».
Τζαι πολοάται ο Χάροντας τζαι λέει τζαι λαλεί τους:
- «Εν ήρτα ‘γιω ο Χάροντας να φά’ , να πκιω μιτά σας,
παρά ‘ρτα ́γιω ο Χάροντας να πάρω τον καλόν σας».
- «Παρακαλούμεν, Χάροντα, ποιος είναι ο καλός μας;»
- «Έναν κοντόν κοντούτσικον τζαι χαμηλοβρακάτον,
ένι τζαι αναρκοδόντικον τζαι λλίον μουστακάτον».
Τζει που τ’ ακούει ο Διγενής, αρκώθην τζι’ εθυμώθην,
τζι’ επολοήθην Διγενής του Χάροντα τζαι λέει:
- «Αν με νιτζήσεις, Χάροντα, έπαρε την ψυχήν μου,
αν σε νιτζήσω, Χάροντα, χάρισ’ μου την ζωήν μου».
Σερκές σερκές επκιάστηκαν τζι επήαν στην παλιώστραν
τζαι τζει χαμαί παλιώννασιν τρία ημερονύχτια.
Τζει πόπκιαννεν ο Χάροντας τα γαίματα ‘πιτούσαν,
τζει πόπκιαννεν ο Διγενής τα κόκκαλα ελειούσαν.
Στα τρία ημερονύχτια ο Διγενής νικά τον.
Τζι επολοήθην Χάροντας τζαι λέει τζαι λαλεί του:
- «Αλαβροπκιάσ’ με, Διγενή, να σε αλαβροπκιάσω».
Αλαβροπκιάνν’ ο Διγενής τζαι σφιχτοπκιάνν’ ο Χάρος,
θυμώννεται τζι’ ο Διγενής τζαι σφιχτοπκιάννει Χάρον.
Τζι’ ήρτεν φωνή ‘πού τον Θεόν τζι ένας ατός εγίνην,
ατός χρυσός ολόχρυσος βκαίννει στην τζεφαλήν του
τζι’ έσκαφτεν με τα νύσια του να βκάλει την ψυσήν του.
Τζι’ ο Διγενής ψυχομασεί σε σίερα παλάδκια
σε σίερα παπλώματα, σε σίερα κρεβάθκια.
Π' αππέξω τριγυρκάσαν τον τρακόσσια παλληκάρκα,
θέλουν να μπούσιν να τον δούν τζ' ακόμ' ακροφοούνται.
Τζ' έναν κοντόν, κοντούτσικον, τζιαί χαμηλοβρακάτον,
στέκεται, νεπουγκώνεται, τζιαί μπαίννει τζ' αρωτά τον:
- Αππεξωθκιόν σου στέκουνται τρακόσσιοι δκυο νομάτοι,
θέλουν να μπούσιν να σε δούν, μ' ακόμα κροφοούνται!
Που τ' αγροικά ο Διενής, παίρνει τα τζ' εσηκώθην.
- Πε τους να μπούσιν να με δουν, πε τους να μεν φοούνται.
Στήννει τους τάβλαν αρκυρήν, καντίλαν τζιαί τζερνά τους.
- Τρώτε τζιαί πίννετ' άρκοντες τζιαί εγιώ να σας ξηούμαι
Τζιαί πε μας, πε μας, Διενή για τες παλληκαρκές σου,
πάνω στες παιδκιωσύνες σού, τζιαί τες αντρειωρκές σου.
- Έτυχεν να γυρίσετε της Αραπκιάς τους τόπους
πουν το αγκάθθιν πιθαμήν τζιαί το τριόλιν δόλιν;
Κάτω στες άκρες των ακρών, στον ακροκαλαμιώναν,
τζεί μέσα εν που γύριζα, τζιαί νύνταν τζιαί ήμεραν
είχα τζιαί την καλίτσαν μου πίσω μου πας τον μαύρον,
τζιαί εφέγγαν μου τα κάλλη της την νύκταν να γυρίζω
τζιαί πάνω στα γλυκοξήφωτα, που πα να ξημερώση,
ετσά το χάραμαν του φου, το γέννημαν του ήλιου
εσσιάστησαν τ' αμμάθκια μου έναν μεάλον φίδιν,
τζιαί μια κούφη εφάνητζεν με πέντε τζεφαλάες
εξήντα γύρους έκαμνεν, βτομήτα δκυο καμάρες
τζ' ακόμα δκυο τζυκλίσματα τον έλενον να φάη.
Με του Θεού την δύναμιν, με του Θεού την χάριν
μπέννω τζιαί σαϊττεύκο την, στην μεσατζήν καμάρα.
Που το φαρμάτζιν της κουφής εδίψασεν ο μαύρος,
τζιαί στον Αφρίτην ποταμόν πάω να τον ποτίσω.
πάω τζ' ηύρα τον Σαρατζήνον τζ' εθώρεν τον Αφρίτην
σαν το βουνόν εκάθετουν, σαν τ' όρος ετζοιμάτουν,
τζιαί πάνω στην ραχούλλαν του σσύλλος λαόν εβούραν,
πάνω στην τζεφαλλούλλαν του περτίτζια κακκαρίζαν,
τζιαί μέσα στα ρουθούνια του αππάρκα ξησταβλίζαν.
Που τον θωρεί ο Διενής, γιόν να τον κροφοήθην,
τζιαί στέκει θκιαλοΐζεται πως να τον σσαιρετίση.
- Ατ ' ας τον σσαιρετίσωμεν γιον πρέπει, γιον ταιρκάζει.
Τζιαί γεία σου, γεία, Σαρατζηνέ, γλεπάτουρε του τόπου,
νάκκον νέρον ερκάστηκα, τον μαύρον να ποτίσω.
Τούτος νερόν εζήτισεν, τζείνος σπαθίν εταύραν.
Ο Διενής ο γλήορος άρπαξεν το ραφτίν του,
τζιαί μιαν ξυλιάν του έδωκεν, τζιαί μιαν ξυλίαν του βκάλει
τσακκίζει τ' οκτώ κόκκαλους, τζιαί εξήτα δκυο παίες,
ξέβην ο νάχος της ραβκιάς εξήντα πέντε μίλια.
Άρκοντες εν που τρώασιν, μες του ρηός τα σπίθκια,
τζιαί την ξυλιάν ακούσασιν τζ' ούλλοι μπρουμουττιστήκαν.
Νάτον τζιαί τον γεροπαππούν που τζει χαμαί τζιαί ρέσσει.
- Τρώτε τζιαί πίννετ' άρκοντες, τίποτε μεν φοάστε,
τζ' ένι ξυλιά του Διενή, τζ' αλί τον που την έφαν,
τζιαί που την έφαν τζ' έζησεν καλόν το παλλικάριν.
Νάτον τζιαί τον Σαρατζηνόν τζ' έρκετουν κοντζυστώντα,
τζιαί που τες ποκοντζύστρες του, εσσειούνταν τα παλάθκια.
Τζ' άρκοντες πού πίννασιν γυρίζουν τζ' αρωτούν τον:
- Τζιαί πε μας, πε Σαρατζηνέ ίντα το τζετρισμά σου;
- Σαράντα γρόνους έγλεπα τον ποταμόν Αφρίτην,
μήτε πουλλίν εθκιάλλασσεν, μ' άθρωπος επέρναν,
τζ' ένας νερόν μού ζήτησεν τζιαί εγιώ νερόν εταύρουν,
τζοίνος απού' τον γλήορος, άρπαξεν το ραφτίν του
τζιαί μιαν ξυλιάν μου έδωκεν, τζιαί μιαν ξυλιάν μου βκάλλει
τσακκίζει μ' οκτώ κόκκαλους τζ' εξήντα δκυο παίες,
σηκούτε την κουτάλαν μου να δήτε την ραφκιάν μου.
Σηκώσαν την κουτάλαν του, τζ' εφάνην το βλαντζίν του,
τζιαί που τον πόνον τον πολλήν εβκέην η ψυσσιή του.
Τζιαί πολοάτ' ό Διενής τους κάλλους του τζιαί λέει:
- Ελάτε ώδε που γυρόν, να ποσσαιρετιστούμεν
τζ' ήρτεν ο Χάροντας τωρά τζιαί την ψυσσιήν μου θέλει.
Τζιαί πήασιν οι κάλλοι του να τον ποσσαιρετίσουν
τζ' έσφιζεν τους στην αγγάλιν του τζιαί εξέβην η ψυσσιή του.
Δοξάζωσε καλέ Θεέ που' σαι στα ψηλωμένα,
οπού γινώσσιης τα κρύφα τζιαί τα φανερωμένα,
που πίσω παν τα ζωντανά, τζ' ομπρός τα πεθαμμένα!
Ζωήν τζιαί γρόνους να' χουσιν όσοι τ' αγροικούσιν,
τζ' αν εν η γνώμη τους καλή, πρέπει να μας τζερνούσιν.

Ο Διγενής τζι ο Χάρος
https://www.youtube.com/watch?v=l0Gpuhvqpus 
Εκτέλεση: Χρήστος Σίκκης
Από το δίσκο "Των Ακριτών και των Ανδρειωμένων" της Δόμνας Σαμίου


Ο Διγενής τζι΄ ο Κάουρας -Μουσικο σχήμα Αν. Μεσόγειος
https://www.youtube.com/watch?v=4WF4Xiv_R_0
Φωνή: Μιχάλης Χ"Μιχαήλ

 
Σημαντικές πληρορίες για την κυπριακη version του Διγενή μπορείτε να βρείτε και εδώ
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2012/01/blog-post_28.html

Στες Άκρες των Ακρών (Ακριτικός Κύκλος Τραγουδιών) 
https://www.youtube.com/watch?v=sUayrf29Iik
Μουσική: Μιχάλη Χριστοδουλίδη 
Εκτέλεση: Κώστας Χαραλαμπίδης - Αρετή Κασάπη
Από το δίσκο "Στις Άκρες των Ακρών" (1988)
 https://www.youtube.com/watch?v=HccnYhracZI
  "Το Κυπριακό τραγούδι «Σαρατζηνός», όσο κι αν παραδόθηκε προφορικά με τις αναπόφευκτες παραφθορές, διασώζει στοιχεία αρχαιότητας που το συνδέουν με τις γραπτές παραλλαγές των ακριτικών επών, αλλά και με ακριτικά τραγούδια άλλων περιοχών, ενώ ταυτόχρονα δείχνει και τα ιδιαίτερα στοιχεία των τοπικών Κυπριακών ακριτικών τραγουδιών, όπως ο επίλογος «του ποιητή» ή το «σκαμνί» του βασιλιά που κινδυνεύει από το κατόρθωμα του ήρωα, (σαφής αμφισβήτηση της βασιλικής εξουσίας, όπως άλλωστε το έκαναν τόσοι και τόσοι ισχυροί στρατηγοί στο Βυζάντιο) κλπ.
Καταρχάς, η περιγραφή του πολυτελούς πύργου του Σαρακηνού θυμίζει τις ανάλογες περιγραφές του Επους για το παλάτι του Διγενή στον Ευφράτη." Dimitris Skourtelis

5 σχόλια:

  1. Συλλογή ιστοριών του έπους του Διγενή (αγνώστων λαϊκών δημιουργών)
    σε έμμετρη απόδοση από την Ειρήνη Ταχατάκη
    και τραγουδισμένη σε σκοπό ριζίτικο

    ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ

    Ο θάνατος του Διγενή


    1. Πρόλογος, Λιδάκης Μανώλης

    Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάζει.
    Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο πάνω κόσμος,
    κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
    κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονε σκεπάσει,
    πως θα σκεπάσει τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο.

    Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
    τα όρη τα διασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα.
    Στο βίτσισμα έπιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια.
    Στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.

    Ζηλεύει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τονε βιγλίζει.
    Και λάβωσέ ντου την καρδιά και την ψυχή του πήρε.


    2. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης

    Κι επειδή ούλα τα τερπνά του πλάνου ετούτου κόσμου
    ο Θάνατος διαδέχεται, κι ο Άδης τα λαμβάνει,
    γιατί σαν όνειρο περνά πλούτος και κάθε δόξα.

    Κι αφού γενναίος δείχτηκε σ’ ούλο τον κόσμο ετούτο,
    πρώτος εις την παληκαριά, αλλά και σ’ ούλα τ’ άλλα,
    ενίκησε σαν δυνατός, γενναίος στρατιώτης.

    Αλλά όμως ήρθε και γι’ αυτόν το τέλος τση ζωής του,
    κι έδωσε λύπη αμέτρητη εις ούλους τσι αθρώπους
    και σ’ όσους θε ν’ ακούσουνε το θάνατον ετούτο,
    πως βγήκε κείνηνε η ψυχή, του πανενδοξοτάτου.

    Βαρειάν αρρώστεια τού `τυχε, με βάσανα και πόνους,
    και κείτουντο στην κλίνη ντου που `το χρουσοστρωμένη.
    Κι έφερε τσι καλλίτερους γιατρούς τσι φημισμένους,
    τσι άξιους και τσι έμπειρους μέσα στην επιστήμη.
    Μα όφελος δεν εμπόρεσαν να δώσουν στον Ακρίτα.

    Την τρίτη μέρα την κακή, την πολυπικραμένη,
    τη μέρα που `ρθεν ο γιατρός να τονε βοηθήξει
    τότεσας τ’ αποφάσισεν ο Χάρος να τον πάρει.
    Κι όσα κι αν κάμαν δεν μπορούν το θάνατο να διώξουν.


    3. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολητικού Ναού Αγίου Μηνά

    Γιατί ο τροχός εσκόλασε και το σκοινί εκόπει,
    κι ο θάνατος τον έγραψε στον Άδη να τον πάρει.
    Τσι δρόμους ούλους έκλεισε, να μην ξαναπεράσει.
    Οι κάμποι τον εκλαίγανε και τα βουνά θρηνούσαν,
    γιατί ο τροχός εσκόλασε.


    4. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης

    Εκείνος αναστέναζε και πάλευε στην κλίνη,
    με θρήνους και με βογγητά πικρά, φαρμακωμένα,
    οπου ραγίζαν την καρδιά και θάμπωναν το φως του.

    Ατόνισέ του η δύναμη, εκείνηνε η μεγάλη,
    η που νικούσε δυνατούς και ξέσκιζε λιοντάρια.
    Τα πάντα ούλα γινήκανε σαν σκόνη στον αέρα.

    Τον δυνατό, τον ισχυρό Βασίλειο Ακρίτα,
    ο θάνατος τον πολεμά εις το παλάτι μέσα.
    Ο Διγενής το γνώριζε. Σέρνει φωνή και λέει:


    5. Διγενής, Μανωλιούδης Γιώργος

    Ω! πάντερπνε Βασίλειε, ήρθεν ο θάνατός σου
    και απ’ ετούτη τη στιγμή δεν έχεις διόλου όπλα,
    αντρεία που `σουν άπειρη, κι ανίκητη σου η τόλμη.
    Πού η αρχοντιά σου η πολλή και πού του πλούτου η δόξα;
    Κιανείς λοιπόν στο θάνατο μπορεί να βοηθήξει;

    Τα χέρια έχουνε μαραθεί κι άθλους δεν κάνουν άλλους,
    τα πόδια καρφωθήκανε στη χώρα και πατούσαν,
    κι έτοιμη είναι η ψυχή απ’ το κορμί να φύγει.
    Κι ο τάφος σε τον δυνατό θα κλείσει μια για πάντα.


    6. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης

    Μετά προστάζει τσι γιατρούς ούλοι και βγαίνουν έξω.
    Και κάλεσε την όμορφη γυναίκα ντου κοντά ντου,
    που σ’ ένα σπίτι διπλανό ήταν εκεί κλεισμένη.

    Κάθησε κείνη διπλα ντου, δίχως κανέναν άλλον
    κι άρχισε τούτα να λαλεί, με δάκρυα περίσσα.


    7. Διγενής, Μανωλιούδης Γιώργος

    Άκουσε φως γλυκύτατο την ύστερη φωνή μου,
    απέναντί μου κάθησε, βλέπε να με χορταίνεις,
    γιατί άλλο μπλιο δε θα με δεις, εμέ που σε ποθούσα.
    Κλάψε λοιπόν και θρήνησε τον άδικο χαμό μου,
    τα δάκρυά σου στάλαξε και κόψε τα μαλλιά σου,
    απάνω από το λείψανο του Ακρίτα του αντρείου,
    του φοβερού και τρομερού, του αντρός σου του γενναίου.
    Κείνου που για τα κάλλη σου έβαλε τη ζωή ντου,
    πολλούς αντρείους έκοψε, εσένα να γλιτώσει.

    Εσένα κόρη φύλαξα σαν κόρην οφθαλμού μου
    και σαν χρουσόν εγκόλπιο εγυροσκέπαζά σε.
    Ωσάν το αηδόνι στο κλουβί εφρόντιζά σε εσένα,
    σαν περιστέρι καθαρό σε είχα στο παλάτι.
    Σαν την τρυγώνα μοναχή, κοντά μου σ’ είχα πάντα,
    και σαν γεράκιν όμορφο στα χέρια μου σ’ εκράτου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. 8. Ηλιογέννητη, Σουλτάτου Μαρία

    Σε με, άντρα γλυκύτατε, μη λες αυτά τα λόγια,
    τα θλιβερά, τα οδυνηρά, που θλίβουν την καρδιά μου.
    Δε θέλω να σε χωριστώ, φως μου στον κόσμο ετούτο,
    όμως αν είναι απ’ το Θεό και θέλει ν’ αποθάνεις,
    θά `ναι για με καλλίτερα αν αποθάνω τώρα,
    παρά να ζω η θλιβερή στον κόσμο ετούτο μόνη.
    Δε θέλω να σε χωριστώ.


    9. Διγενής, Γαργανουράκης Χαράλαμπος

    Αφού δε θες το τέλος μου, δε θες να πάω στον Άδη,
    κάμε παράκληση θερμή, και μ’ ούλη την καρδιά σου.
    Ικέτευσε το σπλαχνικό, φιλάνθρωπο δεσπότη,
    ίσως και μεταμεληθεί, μην πάρει την ψυχή μου,
    γιατί τη λάβρα τση χηρειάς, πώς θα τηνε περάσεις,
    χωρίς δικό σου άνθρωπο εις τον παρόντα κόσμο;
    Αφού δε θες το τέλος μου.


    10. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης

    Αυτά `πε κι εσταμάτησε ο Διγενής Ακρίτας.
    Κι η κόρη μόλις άκουσε τα λόγια του γενναίου,
    βαθιά πικραναστέναξε κι έχυνε μαύρο δάκρυ.


    11. Ηλιογέννητη, Σουλτάτου Μαρία

    Ω! άντρα μου γλυκύτατε, προστάτη μου κι αφέντη,
    ελπίζω στον Οικτίρμωνα προστάτη και θεό μου,
    να μη θελήσει να με δει σε μια μεγάλη θλίψη,
    αλλά πως θα με λυπηθεί, που `χω ταλαιπωρία.
    Να σπλαχνιστεί τη νιότη μου, να και την ξενητιά μου.
    Να σ’ αναστήσει αφέντη μου, σαν Λάζαρο απ’ τον τάφο,
    άλλο να μην εγνωριστώ, ως το τέλος τση ζωής μου.
    Ω! άντρα μου γλυκύτατε.


    12. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Μηνά

    Ποια γλώσσα όμως ημπορεί να πει τσι θρήνους τούτους,
    και ποιος ο νους που θα μπορεί για να τσι φανερώσει.
    Μου φαίνεται και τα δεντρά, μ’ ακόμα και οι πέτρες,
    κι ούλα τα σερπετά τση γης κλάψανε μετά κείνους.
    Ποια γλώσσα όμως ημπορεί;


    13. Ηλιογέννητη, Σουλτάτου Μαρία

    Αχ Χριστέ μου ιδέ τα δάκρυα που χύνω δεωμένη,
    και μη μ’ αφήσεις να ιδώ τόσο μεγάλη θλίψη.
    Πάρε μου μόνο την ψυχή, προτού να γίνω χήρα.
    Όλα για σένα δυνατά.


    14. Διγενής, Γαργανουράκης Χαράλαμπος

    Τώρα πηγαίνω κόρη μου, ψυχή μου και καρδιά μου,
    σ’ ένα ταξίδι μακρινό, κι οπίσω δε γυρίζω.
    Γιατί είναι δρόμοι σκοτεινοί και πόρτες σφαλισμένες,
    κι οι δρόμοι δε γνωρίζονται, οπίσω να γυρίσω.
    Κι όποιος πηγαίνει στέκεται τυφλός μες στο σκοτάδι,
    κι ούτε και θα μ’ αφήνουνε να στρέψω πάλι οπίσω.
    Σ’ αυτόν τον τόπο βρίσκεται ο ποταμός τση λήθης,
    κι όποιος θα μπει να πιει νερό, ξελησμονά τον κόσμο.
    Τον κόσμο ετούτο που θωρείς, που διώχνει `δα κι εμένα
    και δε μ’ αφήνει μπλιο να ζω, αλλά με παραδίδει
    του Χάροντα να με κρατεί και σκλάβο ντου να μ’ έχει.
    Στα σκοτεινά τα ξέστρατα, στον Άδη σφαλισμένο,
    γυμνώνει με τον δυστυχή, τα κόκκαλα μ’ αφήνει,
    το κάλλος μου και το άνθος μου, εκείνος μού το παίρνει,
    τον έρημο και τον φτωχό.


    15. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Μηνά

    Ιδέτε που κατάκειται η δόξα των αντρείων.
    Ιδέτε που ευρίσκεται ο Διγενής Ακρίτας.
    Ιδέτε πώς εχάθηκε ο ευγενής του κόσμου.
    Ιδέτε που κατάκειται ο πρώτου ο του κόσμου.

    Η κόρη στρέφει να τον δει κι αυτός ψυχορραγούσε,
    κι από τον πόνο τον πολύ μην υποφέροντάς τον,
    αμέσως λιποθύμησε απ’ τη μεγάλη πίκρα,
    κι αφού `πεσε κάτω στη γης, παρέδωσε το πνεύμα.
    Και δεν εγνώρισε ποτέ, ποια ήτονε η θλίψη.
    Και δεν εγνώρισε ποτέ.


    16. Κράτημα, Τενενά, Απαγγελία, Δαμαρλάκης Γιάννης, Στρατάκης Μανώλης

    Και αποθάνανε κι οι δυο σε μίαν ώρα μέσα,
    το θαυμαστό τ’ αντρόγυνο, το πολυφημισμένο.
    Ετούτοι οι ευγενέστατοι, οι λαμπεροί φωστήρες,
    που απολαύσανε μαζί τα πιο τερπνά τση ζήσης.
    Και τότε τσι λαζάρωσαν, μ’ ευπρέπεια περίσσια,
    κι αρχίσαν όλοι τους να κλαιν με μια φωνή μεγάλη,
    και μέγα θρήνο κάνανε, ούλοι οι εδικοί τους.


    17. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Μηνά

    Αράχνη είναι η ζωή και κονιορτός η δόξα,
    σαν όνειρο είν’ ο χρόνος μας, τρέχει και μπροσπερνάει.
    Σαν τα νερά του ποταμού, που τρέχουν και διαβαίνουν,
    όμοια κι οι αθρώποι θνήσκουνε κι από τον κόσμο φεύγουν.
    Στον Άδη παν και κατοικούν κι ούτ’ ένας δε γυρίζει.
    Λοιπόν τα πάντα μάταια, τα του προσκαίρου βίου.
    Αυτά ως άνθος πρόσκαιρο μαραίνονται ταχέως.
    Όμοια κι οι αθρώποι θνήσκουνε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο ΔΙΓΕΝΗΣ ΤΖΙ΄ Ο ΚΑΟΥΡΑΣ

    Κάτω στην άκρη των ακρών, στον άρκον καλαμιώναν,
    Κάουρος εδρακόντεψε τζαι τρώει τους αντρειωμένους,
    τους αντρειωμένους τους καλούς, τους καστροπολεμίτες,

    Χαπάρκα τζαι μηνύματα, του Βασιλιά τζαι πάσειν,
    έλα να δείς α βασιλιά, ίντα δυσπύρκον πράμαν,
    κάτω στην άκρη των ακρών, στον άρκον καλαμιώναν.

    Κάουρος εδρακόντεψε τζαι τρώει τους αντρειωμένους,
    νύχταν πατά τες χώρες τους, πατά τζαι τα παιθκιά τους,
    πατά τζαι τες γεναίτζες τους. Στέκει τζ΄αναγελά τους.

    Χαπάρκα τζαι μηνύματα, του βασιλιά τζαι πάσειν,
    έλα να πάμε Διγενή τζι ο Βασιλιάς σε θέλει,
    σαν τ΄ άκουσε ο Διγενής λαλεί τους μισταρκούς του.

    Τζαι φέρτε μου τον μαύρον μου, τον πετροκαταλίτην,
    που κοκκαλιεί τα σίερα τζαι πίνει τον αφρίτην,
    φέρτε μου το ττοππούζι μου τζείνο σιλιολίτρην.

    Φέρτε μου το σπαθάτζιν μου, τζείνο το γρουσαφέν,
    πον΄ο Χριστός τζ΄ Άης Λάζαρος, πάνω ζωγραφισμένος,
    τραβά τον τζαι τον μαύρον του, σαν ήτουν μαθημένος.

    Πιάννει το τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτι,
    το μονοπάτι φκάλλει τον, στου Βασιλιά την πόρτα,
    Ώρα καλή σου Βασιλιά, καλώς το παλλικάρι.

    Ίντα με θέλεις Βασιλιά, τζαι μήνυσες μου τζ΄ήρτα,
    τζαι πολοάται ο Βασιλιάς, του Διγενή τζαι λέει,
    Έπαρ΄ μου λλίην υπομονή, λλιήν καρτεροσύνη.

    Κάτω στην άκρη των ακρών, στον άρκον καλαμιώναν,
    Κάουρος εδρακόντεψε τζαι τρώει τους αντρειωμένους,
    τζι΄ αν ρέξουν δκυό σκοτώνει τους, τζι αν ρέξουν τρείς ρουφά τους.

    Πιάννει το τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτι,
    το μονοπάτι φκάλλει τον, στου Κάουρου το στάδιν,
    Καλώς ήρτεν ο Διγενής, να φάει να πεί μητά μου.

    Τζαι πολοάται ο Διγενής, του Κάουρου τζαι λέει,
    Εν ήρτεν δα ο Διγενής, να φάει να πιεί κοντά σου,
    Μον΄ ήρτεν δα ο Διγενής, έσιει καφκά μητά σου.

    Γυρίζει το ττοππούζι του, τζείνον το σιλιολύτριν,
    τζαι μιαν του Κάουρου έδοκεν, που πάνω στην καυκάλλαν,
    εν ήτουν πύρκος να ραεί, για όρος να χαλάσει.

    Ανοίει τες αγκάλες του, τζαι τον Θεό δοξάζει,
    δοξάζω Σε γλυτζιέ Θεέ, τζ Εσέν τζαι τ΄ Όνομα Σου,
    καμμιά δουλειά δεν γίνεται δίχα το θέλημα σου.

    Τζαι πολοάται ο Κάουρος, μισοξεψυσιησμένος,
    α Διγενή χαρίζω την, καυκάλλαν μου σε σένα,
    Θεός σου επαράτζιλεν, τζι΄ εσκότωσες με εμένα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Το «Έπoς του Διγενή Ακρίτα»
    Ο Διγενής Ακρίτας και ο δράκος, βυζαντινό πιάτο του 12ου αιώνα από την Αθήνα.

    Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτα είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει θεωρηθεί ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του.

    Υπόθεση του έργου
    Το έργο ξεκινά με την αφήγηση της ιστορίας των γονέων του Διγενή: πατέρας του ήταν ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ, ο οποίος σε μια επιδρομή σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την μοναχοκόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της κοπέλας συνάντησαν τον εμίρη για να ζητήσουν πίσω την αδερφή τους και, επειδή εκείνος αρνήθηκε να την δώσει, ο μικρότερος από αυτούς μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Ο εμίρης όμως αρνήθηκε να επιστρέψει την κοπέλα. Την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε χριστιανός και εγκαταστάθηκε στο βυζαντινό έδαφος· όταν η μητέρα του τον κάλεσε οργισμένη να επιστρέψει στην πατρίδα του εκείνος την επισκέφτηκε και έπεισε εκείνη και την οικογένειά του να ασπαστούν τον χριστιανισμό. Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, Βασίλειος.

    Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν. Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση -σε πρώτο πρόσωπο- των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσε την γυναίκα του και εναντίον των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να την κλέψουν. Εκτός από τα πολεμικά του κατορθώματα ο Διγενής εξιστορεί και δύο περιπτώσεις στις οποίες απάτησε την γυναίκα του: με μια άγνωστη κοπέλα από την Αραβία, την οποία συνάντησε σε κάποια περιπλάνησή του, και με την Αμαζόνα Μαξιμώ, μετά την ήττα της στην μονομαχία. Σε μία παραλλαγή του ποιήματος ο Διγενής στην συνέχεια σκότωσε την Μαξιμώ από τύψεις. Μετά την δόξα που απέκτησε ο Διγενής αποσύρθηκε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από την θλίψη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μουσικό σχήμα Ανατολική Μεσόγειος

    Μέλη:
    Μιχάλης Χατζημιχαήλ (λαούτο, τραγούδι),
    Βασιλική Χατζηαδάμου (τραγούδι),
    Παναγιώτης Κρεμμαστός (λαούτο, βιολί),
    Σάββας Στεφάνου (βιολί),
    Μελέτης Χριστοδούλου (κρουστά)

    Συνεργασίες:
    Κυριακού Πελαγία

    ΑπάντησηΔιαγραφή