1/8/14

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884 - Αθήνα 1974) ποιητής, πεζογράφος καὶ δοκιμιογράφος μὲ διαλεκτικὴ ὑλιστικὴ ὀπτικὴ τῆς τέχνης.

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

«Ἡ πεῖρα τῆς κοινωνικῆς θεωρίας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀγωγή, μαζὶ μὲ μία ἐκτάκτως λεπτὴ ἕλξη πρὸς τὸ αἰσθητικὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὸ καλλιτεχνικὸ ὡραῖο, ποὺ ρέει στὸ αἷμα του, διαμόρφωσαν ἕνα προσωπικὸ καὶ φιλοσοφημένο λογοτεχνικὸ χαρακτῆρα, -ποὺ συγκέντρωσε τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ στὸν τόπο μας τῆς ἀριστερῆς τέχνης».

Το 1930 αφορίζεται για το Φως που καίει από την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδας και ο αφορισμός αυτός θα αποτελέσει το τελικό έναυσμα για την αναθεωρημένη επανέκδοση του έργου, το 1933.

Οι Μοιραίοι
https://www.youtube.com/watch?v=h0C5OYwEL28
Ποίηση: Κώστας Βάρναλης Μελοποίηση: Μίκης Θεοδωράκης 1963
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Αντώνης Κλειδωνιάρης

Ο Κώστας Βάρναλης απαγγέλλει το ποίημά του "Οι Μοιραίοι"

Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου
https://www.youtube.com/watch?v=HcbVq5JoSdY
Ποίηση: Κώστας Βάρναλης Μελοποίση: Λουκάς Θάνος
Πρώτη Εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Άλλες Εκτελέσεις: Νότης Σφακιανάκης

\
Ο Κώστας Βάρναλης απαγγέλλει το ποιήμα "Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου" https://www.youtube.com/watch?v=5QJdtTQyLs8

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm
Νεκτάριος ἐλάχιστος® ἐποίει. ©2004.

3 σχόλια:

  1. Γεννήθηκε στον Πύργο Ανατολικής Ρωμυλίας, σημερινό (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.

    Καλλιτεχνική αναγνώριση & πολιτική δράση
    Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ[2]. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.

    Έργο
    Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

    Διακρίσεις
    ·Ανακήρυξή του ως έναν από τους τρεις κορυφαίους ποιητές και πεζογράφους όλων των εποχών.
    ·Τιμητική του διάκριση με το διεθνές βραβείο γραμμάτων και τεχνών <> από την πρώην ΕΣΣΔ ΤΟ 1959.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οἱ μοιραῖοι

    Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
    μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
    (ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
    ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
    ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
    νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.

    Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
    καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
    ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
    τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
    Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
    ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!

    (Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
    καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
    ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
    γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
    λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
    χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)

    Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
    παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ
    τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
    στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
    στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
    κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.

    -Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
    -Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
    -Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
    -Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
    «Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
    δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.

    Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
    πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
    σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
    ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
    δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
    προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου

    Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
    καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
    Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
    τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

    Μεροδούλι, ξενοδούλι!
    Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
    οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
    καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

    Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
    παραβγαίνανε στὴν παίδεια
    μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
    φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

    Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
    ἀνηφόρι, κατηφόρι,
    καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
    ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

    Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
    σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
    κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
    τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

    Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
    (ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
    ὄργωνα στὰ ρέματα
    τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

    Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
    κουβαλοῦσα πολυβόλα
    νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
    γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

    Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
    ἐκουβάλησα τὴ νύφη
    καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
    τὴν τιμή της οὐρανό!

    Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
    μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
    στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
    νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

    Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
    μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
    καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
    «Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!

    Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
    ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
    Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
    νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

    -Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
    -Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
    -Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
    -Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

    Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
    παρασφίξουνε τὰ γέρα,
    θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
    τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

    Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
    θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
    κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
    (ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),

    Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
    στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
    τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
    νὰ φιλάει τὰ γένια του!

    Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
    κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
    μὲ πετάξανε μακριὰ
    νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

    Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
    στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
    «Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
    καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

    Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
    ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
    σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
    τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

    Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
    ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
    Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
    πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

    Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
    τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
    πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
    βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

    «Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
    κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
    μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
    κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

    Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
    μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
    θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
    λευτεριά, παίρνει σπαθί.

    Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
    τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
    Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
    γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

    Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
    χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
    Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
    θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

    Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
    κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
    κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
    σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

    ΑπάντησηΔιαγραφή