3/8/14

Τα "Δημοτικά Τραγούδια" (Λογοτεχνικό Είδος)

Δημοτικά τραγούδια (δημώδη ή εθνικά) ονομάζονται τα έμμετρα κείμενα (αφηγηματικά ή λυρικά) που έχουν συνθεθεί άγνωστοι δημιουργοί και που κατά καιρούς ή και τόπους έχουν συμπληρωθεί ή τροποποιηθεί από τη λαϊκή παράδοση. 

Ο κορυφαίος Γερμανός στοχαστής και συγγραφέας Γκαίτε εκτιμούσε ιδιαίτερα το ελληνικό δημοτικό τραγούδι και μάλιστα εμπνεύστηκε από αυτό. O Γκαίτε είχε πει για το δημοτικό τραγούδι ότι το βρίσκει «τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο». Μάλιστα το 1815 μάζεψε στο σπίτι του ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων της εποχής για να τους μιλήσει για το δημοτικό τραγούδι και τους είπε : «Οι εικόνες αυτού του τραγουδιού, του ελληνικού δημοτικού, είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη! Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του! Αλλά σας αφήνω τελευταίο και ένα άλλο τραγούδι, το οποίο είναι το κορυφαίο», τους είπε και τους διάβασε το μοιρολόι «Ο Χάρος με τους αποθαμένους»! 

Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αντλεί το υλικό του από την προφορική λογοτεχνική παράδοση, αυτήν που αναπτύσσεται από την ανάγκη που έχει κάθε άτομο και γενικότερα κάθε λαός να εκφράσει τα συναισθηματικά του και ψυχικά φορτία, τα ιδανικά του, τους πόνους και τις χαρές του, ακόμα τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του μέσα στην ευκολομνημόνευτη ποίηση. Δημοτική ποίηση έχουν αναπτύξει σχεδόν όλοι οι λαοί. Στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο των Βαλκανίων η δημοτική ποίηση είναι ιδιαίτερα έντονη ακριβώς λόγω των πολλών ιστορικών εξελίξεων που συνέβησαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα η οποία και συνδέεται με τις όψεις της κοινωνικής δραστηριότητας κάθε εποχής, ή -στην περίπτωση των επικών Κλέφτικων τραγουδιών. Κατόπιν συνδέθηκε στενά με την πρακτική της εθνογένεσης, υπό την επίδραση της ρομαντικης σχολής.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού, με τα οποία και χαρακτηρίζεται ως τέτοιο συνοψίζονται στα ακόλουθα εννιά:
  1. Η ανωνυμία του δημιουργού. Ο δημιουργός και συνθέτης του δημοτικού τραγουδιού παραμένει άγνωστος.
  2. Η απροσδιοριστία του ακριβούς τόπου προέλευσης. Μπορεί να είναι γνωστός ο τόπος αναφοράς, όχι όμως ο ακριβής τόπος σύνθεσης.
  3. Η απροσδιοριστία του ακριβούς χρόνου σύνθεσης. Μπορεί να είναι γνωστός ο χρόνος αναφοράς όχι όμως ο ακριβής χρόνος σύνθεσης.
  4. Η λαϊκή έκφραση ακολουθώντας τοπικά ιδιώματα. Το δημοτικό τραγούδι αποδίδεται πάντα με το χρονικά τοπικό γλωσσικό ιδίωμα.
  5. Ο λαϊκός ψυχισμός, όπως αυτός εκδηλώνεται στη ζωή.
  6. Οι παρατηρούμενες παραλλαγές. Όσες περισσότερες παραλλαγές παρατηρούνται τόσο περισσότερο φέρεται καταξιωμένο.
  7. Η απόδοση σε τραγούδι και όχι ποίημα. Το δημοτικό τραγούδι δεν απαγγέλλεται.
  8. Το ζωντανό ύφος και η ρεαλιστική περιγραφή, και τέλος
  9. Το χαρακτηριστικό μέτρο. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (πολιτικός στίχος) κυριαρχεί απόλυτα. Ακολουθούν, με μεγάλη διαφορά, ο ιαμβικός δωδεκασύλλαβος και ο τροχαϊκός στίχος. Η ομοιοκαταληξία σπανίζει, κάποιες φορές είναι συμπτωματική και είναι απαραίτητη μόνο στα λιανοτράγουδα.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι το δημοτικό τραγούδι δεν έγινε για απαγγελία. Είναι "τραγούδι" και ο στίχος του είναι αξεχώριστα συνδεδεμένος με τη μουσική αλλά και συχνά με το χορό. Η περισσότερη αποδεκτή διαίρεση των Δημοτικών Τραγουδιών είναι του Στίλπωνα Κυριακίδη που τα χωρίζει σε 1) Κυρίως Άσματα 2) Διηγηματικά Άσματα και 3) Δραματικές Παραστάσεις. Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ανάλογα με το θέμα του διακρίνεται στα ακόλουθα βασικά είδη: Ακριτικό, Κλέφτικο, Ιστορικό, Θρησκευτικό, Παραλογή, Νανούρισμα, Ταχτάρισμα, Λάχνισμα, Ερωτικό, Γαμήλιο, Ξενιτιάς, Εορταστικό, Μοιρολόγι, Γνωμικό, Σατιρικό, Βαΐτικο κ.ά.

    ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ: Σελίδα Αφιερωμένη στο δημοτικό τραγούδι
    http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/texts.html

    Τζινούρκος νιος πραματευτής
    https://www.youtube.com/watch?v=o9kPAztw_ac 
    Δημοτικά Τραγούδια - Κύπρου
    (Μικρή Διασκευή Κώστας Μόντης)
    Εκτέλεση: Μιχάλης Ττερλικκάς 
    Από το δίσκο «Κυπραία Φωνή – Καλώς ήρταν οι ξένοι μας» - 2008 © Μούσα


    Τριανταφυλλένη μου 
    https://www.youtube.com/watch?v=uErmXCd4MkY
    Ποίηση: Δημήτρης Λιπέρτης
    (Μικρή Διασκευή Κώστας Μόντης)
    Εκτέλεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης




    5 σχόλια:

    1. Δημοτικό τραγούδι και παραδόσεις
      Ως παράδοση ή θρύλος αναφέρεται η μυθική (προφορική) αφήγηση, άμεσα συνδεδεμένη με δεδομένο τόπο, χρόνο και πρόσωπα. Οι φανταστικές επινοήσεις αλληλο­συμπλέκονται με ιστορικά ή πρωτοϊστορικά στοιχεία της προφορικής παράδοσης και το ακροατήριο τις αποδέχεται συνήθως ως αληθινές. Το αποτέλεσμα της συνδυαστικής εκφοράς του λόγου είναι η συναισθηματική φόρτιση όχι μόνο του υποκειμένου που δρα αλλά και του ακροατηρίου. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο υποβλητικός χαρακτήρας της αφήγησης και η πίστη στο περιεχόμενό της. Οι αναφορές σε ορισμένο τόπο, χρόνο και πρόσωπο αποτελούν το ρεαλιστικό χαρακτήρα της παράδοσης, όπως

      συμβαίνει άλλωστε και στο δημοτικό τραγούδι. Ο γεωγραφικός χώρος, οι περιγραφές από την καθημερινότητα της κοινοτικής ζωής ή χρηστικά αντικείμενα, όπως η βρύση, ο μύλος, ο βράχος, το γεφύρι, η στάμνα, το δακτυλίδι, ή η βέρα, το μαντήλι, κ.ά «αποδεικνύουν» την εγκυρότητα του συμβάντος που περιγράφεται. Στα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια διακρίνουμε στοιχεία που σχετίζονται με την κοινωνική, θρησκευτική και υλική ζωή των Ελλήνων.

      Εξίσου κοινό σημείο της παράδοσης και του δημοτικού τραγουδιού είναι η αναγωγή της αφετηρίας τους σε βαθύτερες ρίζες. Έτσι τα θέματα και τα μοτίβα των δημοτικών τραγουδιών, όπως και της παράδοσης, πέρασαν στα νεότερα σημερινά τραγούδια.

      Κοινοί είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων και οι λόγοι που οδηγούν στη δημιουργία των τραγουδιών και της λαϊκής παράδοσης. Τόσο τα ιστορικά γεγονότα όσο και καθαρά ψυχολογικές δομές στην ατομική και τη συλλογική λειτουργία, είναι ικανές να προκαλέσουν την αυθόρμητη λυρική δημιουργία. Το δημοτικό τραγούδι, με την έννοια της απρόσωπης ποιητικής και μουσικής δημιουργίας, αντιστοιχεί στο κοινωνικό στρώμα της πατριάς. Στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, σε μια ομάδα που χαρα­κτηρίζεται από την κλειστή αγροτική οικονομία, υπάρχει ο τραγουδιστής, ο άνθρωπος που φτιάχνει το τραγούδι, χωρίς ωστόσο να έχει τη συνείδηση δημιουργού.

      Η συλλογικότητα είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα και των δύο ανωτέρω ειδών της προφορικής λογοτεχνίας. Κατά τη δημιουργία των παραδόσεων, όπως και των δημοτικών τραγουδιών, ο δημιουργός συνθέτει αυτό που αργότερα μετουσιώνεται σε πνευματικό προϊόν της κοινότητας. Καθώς το τραγούδι μοιράζεται, στην πραγματικότητα μεταβάλλεται σε συνθετικό έργο ολόκληρων γενεών. Η ομήγυρη και η κοινωνική πραγμα­τικότητα αναπλάθει και αναπροσαρμόζει την παράδοση, όπως άλλωστε και ο καθένας που τραγουδάει το τραγούδι και το αλλάζει, είτε γιατί δεν το θυμάται, είτε γιατί το προσαρ­μόζει στη δική του ψυχική ιδιοσυγκρασία, εξ ου και οι διάφορες παρατηρούμενες παραλλαγές.

      Τα φανταστικά και καθ’ υπερβολήν στοιχεία που παρουσιάζουν και τα δύο είδη καταλήγουν σε υποβλητικό αφηγηματικό χαρακτήρα και ενδυναμώνουν την πίστη στο περιεχόμενό τους. Στο σημείο αυτό αξιοσημείωτη διαφορά εντοπίζεται στην αδυναμία των προσώπων της παράδοσης κατά τις αναμετρήσεις τους με το υπερφυσικό στοιχείο και την παθητική υποταγή τους. Διαφορετικός εμφανίζεται ο κεντρικός χαρακτήρας τόσο των ακριτικών τραγουδιών, όσο και των κλέφτικων που δε γνωρίζει και δεν επιθυμεί συμβιβασμούς στη δράση του.

      ΑπάντησηΔιαγραφή
    2. Ιστορικές συνάφειες
      Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται όπως και δεν έπαψαν οι Έλληνες να γλεντούν, να παντρεύονται ή να μοιρολογούν τα προσφιλή τους πρόσωπα. Η δημοτική ποίηση εμφανίζεται με την ίδια κοινωνική συμπτωματολογία της ανώνυμης ποίησης που ανιχνεύουμε στην αρχαιότητα. Το δημοτικό τραγούδι συνεχίζει αδιάλειπτα να αποτελεί τον εκπολιτιστικό καρπό μιας κοινωνίας που χαρακτηριζόταν από την πατριαρχική της οργάνωση και την κλειστή αγροτική οικονομία της.

      Ο βασικός πυρήνας των δημοτικών τραγουδιών περιλαμβάνει στοιχεία κυρίως μη αφηγηματικά, στα οποία κυριαρχεί το συναίσθημα και οι άμεσες αναφορές στην καθη­μερινή ζωή, τις χαρές τις λύπες του λαού που τα δημιουργεί και τα χρησιμοποιεί. Τόσο στον κύκλο της ζωής (νανουρίσματα, ταχταρίσματα, μοιρολόγια, γάμου, ξενιτιάς) όσο και στον κύκλο του χρόνου (κάλαντα, αποκριάτικα) τα δημοτικά τραγούδια είναι αλληλένδετα με τα σχετικά έθιμα.

      Από τις ανωτέρω κατηγορίες, βάσει της ταξινόμησης των ελληνικών τραγουδιών που επιχειρεί ο Ν. Πολίτης, ξεχωρίζουν για τη σύνδεσή τους με την ιστορία και την αφηγηματικότητά τους τα επικά τραγούδια. Στα επικά ανήκουν τα «ακριτικά», τα παλαι­ότερα δημιουργήματα της δημοτικής ποίησης του Πόντου και της Καππαδοκίας, που αφηγούνται τις δοκιμασίες των ακριτών της βυζαντινής περιόδου, αλλά αντλούν το υλικό τους από την αρχαιότερη παράδοση της ευρύτερης ιρανοαφγανικής επικράτειας και τις επικές αφηγήσεις των πεχλιβά(νηδων) ακριτών της επαρχίας του Σεϊστάν.

      Από την ίδια κατηγορία των επικών προβάλλουν τα «κλέφτικα», που τραγουδούν την αγωνία του ελληνισμού στα χρόνια της σκλα­βιάς και τα «ιστορικά», που παραθέτουν ιστορικά γεγονότα, αλώσεις πόλεων, μάχες, πολιορκίες και γενναίες πράξεις αγωνιστών. Ορισμένα από τα «ιστορικά» τραγούδια αναφέρονται και σε γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, της περιόδου 1881-1913, της μικρασιατικής καταστροφής, του β’ παγκόσμιου πόλεμου και του εμφυλίου.

      Είναι γεγονός ότι μετά την οθωμανική κατάκτηση οι Έλληνες υπόδουλοι, ευρισκόμενοι ως κοινωνική ομάδα στο περιθώριο ενός αρνητικού απέναντί τους κράτους, του Οθωμανικού, στήριξαν την ομαδική τους λειτουργία στην παράδοσή τους. Το δημοτικό τραγούδι, εξελισ­σόμενο παρακολουθούσε την ιστορική πορεία του ελληνισμού, εκφράζοντας τις ιδιαιτε­ρότητες της ελληνικής κοινωνίας, αντανακλώντας τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες, σχολιάζοντας τα γεγονότα. Στο πλαίσιο αυτό, ο λαο­γράφος Ζαμπέλιος, θεωρούσε ότι τα δημοτικά τραγούδια γεννήθηκαν μόλις χάθηκε η πολιτική ελευθερία και σκοπός τους ήταν να διαμηνύουν την ανάκτησή της. Τα τραγούδια, ο λαϊκός στίχος, οι κλέφτες «περί την αυτήν, ως έγγιστα, εποχήν θέλουσι αποσυρθεί της σκηνής, ήγουν τότε, ότε σύμπαν πολιτικώς το γένος αποκατασταθήσεται».

      Τα λόγια αυτά, εκτός από την οριοθέτηση της πορείας των δημοτικών τραγουδιών, υποδηλώνουν την εθνική σκοπιμότητα που παρεισέφρυσε στη μελέτη και χρήση τους, μια τάση που κυριάρχησε και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικότερα στον ελληνικό χώρο, το δημοτικό τραγούδι με την ποιητική αρετή του, ως ανάγκη πολιτιστικής φυσιογνωμίας, ως ζήτημα επιβίωσης, χρησιμοποιήθηκε αντισταθμιστικά ως προς τις θεωρίες του Φαλμεράυερ, λειτούργησε ως αποδει­κτική ζεύξη της ιστορικής συνέχειας του έθνους ανά τους αιώνες και ιδιαίτερα από το αποκαλούμενο ένδοξο ηρωικό παρελθόν της αρχαιότητας.

      Ανακαλύπτοντας τη λαϊκή ποίηση, οι μελετητές και οι συλλογείς των δημοτικών τραγουδιών, απέκτησαν εθνική αυτοπεποίθηση και οδηγήθηκαν, καθώς φαίνεται, σε υπερβολές. Παραβλέποντας την αυστηρά οργανωμένη, μονότονα επαναλαμβανόμενη μορφή του δημοτικού τραγουδιού, όπως άλλωστε κάθε προφορικής λογοτεχνίας, προχώρησαν στην τροποποίησή του. Στα βήματα του Σπ. Ζαμπέλιου, ο θεμελιωτής της επιστήμης της λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, αλλά και ο μαθητής του Στίλπων Κυριακίδης αναδημοσίευαν νοθευμένα δημοτικά τραγούδια παράγοντας εξιδανικεύσεις και ιδεολογήματα περί ηρωικής επανάστασης και εθνικής παλιγγενεσίας.

      ΑπάντησηΔιαγραφή
    3. Ανακαλύπτοντας τη λαϊκή ποίηση, οι μελετητές και οι συλλογείς των δημοτικών τραγουδιών, απέκτησαν εθνική αυτοπεποίθηση και οδηγήθηκαν, καθώς φαίνεται, σε υπερβολές. Παραβλέποντας την αυστηρά οργανωμένη, μονότονα επαναλαμβανόμενη μορφή του δημοτικού τραγουδιού, όπως άλλωστε κάθε προφορικής λογοτεχνίας, προχώρησαν στην τροποποίησή του. Στα βήματα του Σπ. Ζαμπέλιου, ο θεμελιωτής της επιστήμης της λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, αλλά και ο μαθητής του Στίλπων Κυριακίδης αναδημοσίευαν νοθευμένα δημοτικά τραγούδια παράγοντας εξιδανικεύσεις και ιδεολογήματα περί ηρωικής επανάστασης και εθνικής παλιγγενεσίας9.

      Τα δημοτικά τραγούδια στο πέρασμα του χρόνου υπέστησαν αρκετές αλλοιώσεις και σώζονται σε πολλές παραλλαγές. Πολλά παλιά δημοτικά τραγούδια που συγκεντρώθηκαν και ταξινομήθηκαν τον 19ο αι. έως τις αρχές του 20ου αι., ακόμα και τη στιγμή της καταγραφής τους από τους Έλληνες και ξένους μελετητές και λαογράφους, είτε καταγράφτηκαν σε κάποια ήδη υπάρχουσα παραλλαγή, είτε υπέστησαν παραποιήσεις και γλωσσικές αλλοιώσεις κατά την καταγραφή, αλλοιώσεις που υπαγορεύτηκαν από τις επικρατούσες απόψεις των λογίων της εποχής και τις προσωπικές γλωσσολογικές επιλογές των καταγραφέων.

      Επιπλέον, είναι διαπιστωμένο ότι τα ακόμη «νωπά» δημοφιλή κλέφτικα και ιστορικά τραγούδια της επανάστασης, περιβεβλημένα με τους θρύλους και τα κατορθώματα της κλεφτουριάς και του αγώνα, υπέστησαν με τη διάδοσή τους τα αμέσως μετέπειτα χρόνια πολλές τροποποιήσεις και παραλλαγές στο στόμα του λαού. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή που σύμφωνα με τους μελετητές αποτελεί ορόσημο για τον κύκλο του (αυθεντικού) δημοτικού τραγουδιού. Φαίνεται πως το ποιητικό περιεχόμενο μετουσιώνεται σε ιδεο­λόγημα, καθώς προσαρτούνται στην ιστορική διαδρομή ένδοξα κατορθώματα. Σε αυτά τα κατορθώματα οι αρματωλοί δεν έχουν θέση, ενώ οι κλέφτες, διακριτό παράδειγμα προ­επαναστατικής ένοπλης αντίστασης, έγιναν «πολέμιοι των Μουσουλμάνων και προ­στάτες των Χριστιανών. Ταυτόχρονα, αποσιωπήθηκε η αλληλεπίδραση της ελληνικής και τουρκικής μουσικής.

      Στο επιστημονικό έργο της λαογραφίας προστέθηκαν αργότερα οι μουσικές κατα­γραφές τραγουδιών. Οι πρώτοι λαογράφοι περιορίζονταν στα κείμενα. Ο Νικόλαος Πολίτης δεν ασχολήθηκε ο ίδιος με με την μουσική καταγραφή, αλλά την περιέλαβε στο διάγραμμα της λαογραφικής ύλης του. Το 1930, ωστόσο, σημειώθηκε σημαντική μεταβολή στη μελέτη της μουσικής του δημοτικού τραγουδιού και άρχισαν να γίνονται οι πρώτες συστηματικές μουσικολογικές παρατηρήσεις. Μεταγενέστεροι λαογράφοι εξέτασαν τους δρόμους των τραγουδιών, με συνέπεια να αποδειχθεί η μη καλλιτεχνική αυτονομία, όπως άλλωστε συμβαίνει σε οποιαδήποτε εκδήλωση λαϊκής τέχνης. Καθώς η παραδοσιακή μουσική δεν συνιστά ένα ερμητικά κλειστό σύστημα, μέσω των δρόμων του εμπορίου ταξίδευε ως πολιτισμικό προϊόν και υιοθετείτο σε άλλες επικράτειες καθιστώντας δυσδιάκριτο πλέον τον τόπο παραγωγής του.

      Το δημοτικό τραγούδι εκφράζεται με ποιητική και μουσική αρτιότητα ανώνυμης διεργασίας, προφορικής λαϊκής παράδοσης και αυτοσχεδιαστικής αρχής. Η δημοτική μουσική είναι καταρχήν τροπική, ώστε να μην επιτρέπει στο μη μυημένο να συλλάβει τις καθοριστικές ιδιαιτερότητές της διαβάζοντας απλώς μια μελωδία στο πεντάγραμμο. Αυτός που θα προσπαθήσει να συνοδέψει μια μελωδία θα διαπιστώσει ότι η λογική του τρόπου είναι πιο περιοριστική από αυτήν της κλίμακας. Επιπλέον, δεν ακολουθεί το συγκερασμό και είναι προσαρμοσμένη στις φυσικές κλίμακες και στη γνωστή διαφορετικότητα των μουσικών διαστημάτων. Ως προς τον τρόπο εκτέλεσης και μελωδικής σύστασης τα δημοτικά τραγούδια είναι μονοφωνικά. Έχουν ως βάση μια μελωδία και τραγουδιούνται από έναν ή ομάδες τραγουδιστών και οργανοπαιχτών.

      ΑπάντησηΔιαγραφή
    4. Εξαίρεση αποτελεί η πολυφωνία σε ορισμένα τραγούδια της Ηπείρου14, που καλλιεργεί την εντύπωση χορωδιακού τραγουδιού. Δεδομένου ότι η πολυφωνική μουσική θεωρείται εξέλιξη της μονοφωνικής, διατυπώνονται διάφορες απόψεις. Ο Ανωγειανάκης πιστεύει ότι ο εκσυγχρονισμός της λαϊκής μουσικής έφερε τις συγκερασμένες κλίμακες και την πολυφωνική τεχνική, που γενικεύεται βαθμιαία, ενώ παλαιότερα τη συναντούμε μόνο στην καντάδα.

      Ως ζωντανά είδη της προφορικότητας οι παραδόσεις και τα δημοτικά τραγούδια συνδέονται άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα και με τη συμπεριφορά των μελών της κοινότητας. Από την παρακολούθηση της πορείας του δημοτικού τραγουδιού συμπε­ραίνεται ότι ως ξεχωριστή κατηγορία τα επικά τραγούδια είναι αυτά που δημιουργήθηκαν βάσει ιστορικών γεγονότων που εκτυλίχθηκαν στον ελλαδικό χώρο της οθωμανικής επικράτειας, σε ορισμένο χρόνο και περιοχή, αντίθετα από τις άλλες κατηγορίες που έχουν ως αφορμές δημιουργίας τον έρωτα, τη γέννηση του παιδιού, το θάνατο, τη ξενιτιά, και τις οποίες μπορούμε να θεωρήσουμε παγκόσμιες.

      Η τάση αναζήτησης και καταγραφής των εκφραστικών δημιουργιών του αγροτικού κόσμου κατά τον 19ο αιώνα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την ανάπτυξη των πολιτικών και πνευματικών ρευμάτων του εθνικισμού και του ρομαντισμού αντίστοιχα. Με το κλέφτικο τραγούδι ενισχυόταν το ιδεολόγημα της διαρκούς αντίστασης στην καταπίεση που ασκούσαν όλοι οι πιθανοί φορείς τοπικής και συλλογικής εξουσίας, όπως συνέβαινε με όλα τα είδη σχεδόν επικού τραγουδιού στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο.

      ΑπάντησηΔιαγραφή
    5. Το Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά είναι ελληνικό δημοτικό τραγούδι, κλέφτικο, το οποίο απαντάται σε συλλογές από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Μακεδονία, τα Επτάνησα, τη Θεσσαλία, τη Θράκη, τη Λέσβο, την Κρήτη, τη Μικρά Ασία και την Κύπρο. Τραγουδιέται και σαν τραγούδι χορευτικό με σκοπό τσάμικου χορού.

      Οι παραλλαγές του
      Οι τυπικά διαφορετικές μορφές που έχει το τραγούδι είναι δύο: στη μία τα παλικάρια πηγαίνουν για κλεψιά και συναντούν στο δρόμο τους ένα γέρο και τον καλούν να τους συνοδεύσει σαν οδηγός. Ο γέρος αρνείται επειδή είναι ηλικιωμένος και δεν μπορεί να περπατήσει. Τους συστείνει να πάρουν το γιό του, ο οποίος γνωρίζει τις τοποθεσίες και είναι πιο γρήγορος.

      Στην άλλη εκδοχή τους συμβουλεύει παράλληλα να προσέξουν να μην παρασυρθούν από την γοητεία των όμορφων κοριτσιών του χωριού και να φυλαχθούν από το πιοτό και το μεθύσι. Όμως τα παληκάρια δεν ακούνε τον γέρο, μεθούν και συλλαμβάνονται. Ο γέρος σπεύδει να μεσολαβήσει για την απελευθέρωσή τους.
      Σε άλλες παραλλαγές αναφέρονται και διαφορετικοί τόποι: ΄΄Καστοριά΄΄, ΄΄Βουργαρία΄΄, ΄΄Αρμενία΄΄, ΄΄Μοριάς΄΄, ΄΄Βάβδος΄΄.

      Ο ιστορικός πυρήνας του τραγουδιού

      Εντύπωση θρύλου προσδίδει η ανωνυμία των ΄΄σαράντα΄΄ παλικαριών και η ασάφεια του τόπου και του χρόνου[3] O τυπικός αριθμός σαράντα σημαίνει ομάδα από ανώνυμα παλικάρια και όχι ακρίβεια μαθηματικού καθορισμού, ο γέρος είναι κάποιος γέρος που συναντούν στο δρόμο, η ΄΄Λιβαδειά΄΄ (ιστορική πόλη και σήμερα πρωτεύουσα της Βοιωτίας) και η Τοπολιτσά (χωριό της Βοιωτίας που σήμερα λέγεται Κάστρο). Όσον αφορά το ΄΄πάτημα της Τοπολιτσάς αναφέρεται αόριστα σαν κάποιος σκοπός των παλικαριών. Ο αρχικός χρόνος σύνθεσής του δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Στον αρχικό τύπο του γνήσιου κλέφτικου τραγουδιού προστέθηκαν στοιχεία που ανήκουν σε άλλη νεώτερη εποχή. Φαίνεται πως η αρχική του μορφή αναφερόταν σε κάποιον συγκεκριμένο ήρωα και μια συγκεκριμένη δράση. Ούτε και το πότε έγινε η μετάπλασή του σε κλέφτικο των ΄΄σαράντα παλικαριών΄΄ γνωρίζουμε.

      Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Πετρόπουλος πιστεύει πως βάσει των πρώτων καταγραφών και εκδόσεων των παραλλαγών του Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά , δεν είναι γνωστό πριν το 1866, οπότε κι έχουμε την πλησιέστερη με αυτήν που ακούμε σήμερα καταγεγραμμένη παραλλαγή του. Με βάση το ότι η αμέσως προγενέστερη συλλογή δημοτικών τραγουδιών, το 1860, δεν το αναφέρει καθόλου, πρέπει η σύνθεσή του να τοποθετηθεί στο διάστημα μεταξύ 1860 και 1866.

      Στὴν ἀνέκδοτη παραλλαγὴ ἀπὸ τὴ Δόριζα Μαντινείας,«Σαράντα παλληκάραι ἀπὸ τὴ Λειβαδιά / Βγῆκαν ἀρματωμένα, πᾶνε γιὰ κλεψιά. Πᾶνε γιὰ νὰ πατήσουν τὸ Καλὸ Χωριό / Κἅνα δὲν ἔχουν πρῶτο καὶ τρανύτερο. Γυρεύουν ἕνα γέρο γιὰ τὴν ὁρμηνειά / Ἐπῆγαν καὶ τὸν βρῆκαν σὲ βαθειὰ σπηλιά. Ὁπ᾿ ἔλιωνε τ᾿ ἀσῆμι κι ἔφτιανε κουμπιά. Γειά σου χαρά σου γέρο, καλῶς τα παιδιά / Καλῶς τὰ παλληκάρια, τὰ κλεφτόπουλα. Σήκου νὰ βγοῦμε γέρο, κλέφτες στὰ βουνά / Δὲν ἠμπορῶ παιδιάμου, γιατ᾿ ἐγέρασα. Περᾶστε ἀπὸ τὴ στάνη καὶ τὰ πρόβατα / Καὶ πᾶρτε τὸν ὑγιό μου τὸν μικρότερο. Πὤχει λαγοῦ ποδάρι, δράκου δύναμη / Ξέρει τὰ μονοπάτια καὶ τὰ σούρματα. Ξέρει καὶ τὰ λημέρια ποὺ λημέριαζα / Ξέρει τὶς κρύες βρύσες πὤπινα νερό. Ξέρει τὰ μοναστήρια πὤπαιρνα ψωμί / Καὶ ξέρει καὶ τὶς τρῦπες ποὺ κρυβόμουνα...»


      Η Κυπριακή παραλλαγή :

      Σαράντα παλληκάρια τζ' απού την Λιβαδκιάν
      Καράβιν αρματώσασιν να παν εις την κλεψάν .
      Στοδ δρόμομ που πααίναν, γέρον ανταμώσασιν.
      Ώρα καλή σου γέρο, καλώς τα τα παιδκιά .
      Που πάτε βρέ κοπέλλια, που πάτε βρέ παιδκιά;
      Πάμεν για να πατήσουμεν την Τριπολιτζάν .

      Μέμ πάτε βρέ κοπέλλια, μέμ πάτε βρέ παιδκιά, εις την Τριπολιτζάν.
      Τζ' 'εσ'ει γλυτζ'υγ κρασάτσ'ιν, κουμανταρκάμ πολλήν
      Θα πκήτε θα μεθύσετε και τζ'αι θα σας πκιάσουσιν

      ΑπάντησηΔιαγραφή