6/9/14

Η ελληνική argo μέσα από το ρεμπέτικο και το τραγούδι του μεσοπολέμου

Πόσο καλά μιλάς την "αργκώ"? | JOOM

Η αργκό αποτελείται από λέξεις και φράσεις της κοινής ομιλούμενης γλώσσας που έχουν όμως εντελώς διαφορετική σημασία, ή από λέξεις που διατηρούν την ίδια έννοια, είναι όμως παραφθαρμένες ή αυτοσχέδιες π.χ τα καλιαρντά*, κορακίστικα (κατσουβέλλικα), ποδανά, κομμέ κ.τ.λ. Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής, του Γιώργου Μπαμπινιώτη ο όρος αργκό προέρχεται από το γαλλικό «argot»<παλαιότ. «argoter» (ελλ. επαιτώ, ζητιανεύω). Η σημασία «ιδίωμα των περιθωριακών και αγυρτών» ερμηνεύεται από τη παρασύνδεση της λέξης με το παλαιότερο γαλλικό «hargoter» (λογομαχώ). Πρόκειται επί της ουσίας για μια καθαρά συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι άνθρωποι του υποκόσμου για να μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους χωρίς να μπορούν γίνονται αντιληπτοί από άλλους και ειδικά από τις αστυνομικές αρχές. Ο όρος επεκτάθηκε, και σήμερα σημαίνει κάθε γλώσσα «κλειστή», συμβατική, που χρησιμοποιείται από διάφορες κοινωνικές ομάδες ανθρώπων. Ύστερα μάλιστα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθιερώθηκε και ως διεθνής όρος. 

"Είναι καθαρά αυτοσχέδιος τρόπος συνεννόησης, χωρίς πολιτισμικές ή εθνικές ρίζες. Απλώς χρησιμοποιεί (εκτός των Ελληνικών) πολλές ιταλικές, γαλλικές, αγγλικές και τουρκικές αυτοσχέδιες λέξεις αλλά καθαρά σε επίπεδο χλευαστικής καρικατούρας. Έχει αποκλειστικά χαμηλή αστική προέλευση και είναι αντίστοιχη με την τωρινή 'urban jive' των συμμοριών νεαρών gangsters από διάφορες μειονότητες μαύρων, ασιατών, latinos κλπ. Μια ακόμη πιο επιτυχιμένη αντιστοιχία είναι με την λαϊκή αργκώ 'cockney' των φτωχών αστών του Ανατολικού Λονδίνου.... 
Η αργκο και όλα αυτά τα συνθηματικά προκύπτουν από την ίδια την ανάγκη των 'τυπάδων της πιάτσας' και του υποκόσμου να μιλήσουν αλλά να μην γίνουν κατανοητοί απ΄ τον πολύ κόσμο και ιδιαίτερα από τις αρχές. Έτσι και στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου π.χ, το φαινόμενο εμφανίστηκε από την πιό χαμηλή αστική τάξη των τότε νεόφερτων προσφύγων της Μικράς Ασίας στα προσφυγικά κέντρα της Αθήνας (Ν.Σμύρνης, Ν.Ιωνίας) και στα λιμάνια όπως του Πειραιά, Βόλου και Θεσσαλονικής (εξ ου και τα ξενικο-αλαμπουρνέζικα απ΄ τους ξενιτεμένους ναύτες). Παρ' όλο που τώρα, όλα έχουν ξεχαστεί, οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των προσφύγων και των ντόπιων Ελλαδιτών ήταν τεράστιες. Ο καλύτερος δείκτης ανάγνωσης είναι τα ιστορικοπολιτικά δεδομένα της περιόδου (Μικρασιατική Καταστροφή, διωγμός και προσφυγιά) αλλά και τα περισπούδαστα του είδους της περιόδου, δηλαδή, τα ρεμπέτικα τραγούδια που άρχισαν να αναπτύσονται ευρύτατα μέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή από το Μεταξικό καθεστώς, καθώς και τα μουσικά τους όργανα όπως ο ταμπουράς (πρόδρομος του μπουζουκιού). Οι παραβάτες μπαίναν στην στένη, όπου οι αυτοδίδακτοι κρατούμενοι βάζαν τάστα στον ταμπουρά για να μπορούν να παίξουν (μπουζούκι-τζουράς) ή ακόμα τον κατασκεύαζαν σε μικρογραφία πάλι με τάστα για να περνάει από κελί σε κελί ανάμεσα απ΄ τα σίδερα ή γενικώς να κρύβεται (μπαγλαμάς). Γλώσσα επιβίωσης? Oh YES. "  rasputin 05-10-2010 10:31


Το λεξιλόγιο του μάγκα
https://www.youtube.com/watch?v=sJqpyb1pBoI
Στίχοι-Μουσική-Εκτέλεση: Πέτρος Κυριακός, 1932
Ανάλυση-Ερμηνεία:http://www.slang.gr/lemma/show/to_leksiko_tou_magka_16165


Το "Εν ντε λα μαγκέ ντε Βοτανίκ" 
https://www.youtube.com/watch?v=D9zDbF0JZc8
Το τραγούδι "Ο Βοτανικός" γράφτηκε το 1932-33, και ανήκει στον Σπύρο Περιστέρη (διασκευή παραδοσιακής μικρασιάτικης μελωδίας) και οι πρωτότυποι στίχοι ανήκουν στον Χαράλαμπο Βασιλειάδη, Τσάντα. Ο Ζαγοραίος τότε ήταν 4 ετών συνεπώς είναι ο στιχουργός της "αργκό" εκδοχής του τραγουδιού. Όσο για την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού με τους "original" στίχους, ανήκει στον Ζαχαρία Κασιμάτη (1933).


Μετάφραση:
Ένας μάγκας στο Βοτανικό,
Πι και Φι ξηγιέται στο λεπτό.
Στα μπουζούκια και στα καμπαρέ,
και στα παιχνίδια μας

Τη φουμάρει, μαστουριάζει,
με τη γκόμενά του στον τεκέ,
 κι η Αγγέλω του πατά
φωτιές στον αργιλέ

Είναι μάγκας είναι μερακλής,
στο Βοτανικό είν ο πιο νταής,
 τον ετρέμουν όλες οι μαγκιές,
μα δεν του καίγεται καρφί που λες

Στίχοι:
Έ ντε λα μαγκέν ντε Βοτανίκ,
άλα πι και φικέ ξηγιέτ’  α λε λεπτίκ.
Στα ντε μπουζουκέν ντε καμπαρέ,
άλα ντε δικό μας ο καρέν.

Άντε λα φουμέντο και μαστουριόρε
με τε γκομενέτε ο τεκέ
και η Αγγέλω πατημέντο,
φλόκο ντ’ αργιλέ.

Έστε μάγκας, έστε μπελαλίκ,
λα ντε Βοτανικό ο πιο νταήκ
κι έντρεμεν ντρε κάργα ντε μαγκέ
γιατί φτιαξάρε στο μινούτο ντε δουλειέν.


Γιατί γλυκό μου sweetheart
https://www.youtube.com/watch?v=c3Ho1sW5gjo
Στίχοι-Μουσική-Εκτέλεση: Αργύρη; Γιαμπουράνης
Πρώτη Εκτέλεση: Νέα Υόρκη 1949. Flogera Records

Τέλος ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια του ελληνοαμερικάνικου "γλωσσικού ιδιώματος" με τον Αργύρη Γιαμπουράνη. Το τραγούδι επανέφερε με επιτυχία το 1995 το ελληνοαμερικάνικο μουσικό σχήμα Cafe Aman Amerika του Γρηγόρη Μανινάκη.

*Ειδικά για "τα καλιαρντά" ο Ηλίας Πετρόπουλος είχε συντάξει ολόκληρο λεξικό διασώζοντας πολλές και σχηματισμούς.

7 σχόλια:

  1. Μάγκας (χαρακτήρας)

    Ο μάγκας, συνήθης κοινωνικός χαρακτήρας της προπολεμικής περιόδου, στυλιζαρισμένη μορφή της περιοδολόγησης του ρεμπέτικου και του μεσοπολέμου ήταν κυρίως άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα – μαχαίρια και πιστόλια – που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν - από κει και το κουτσαβάκης, φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ' το σακάκι.

    Οι μάγκες εμφανίστηκαν ως κουτσαβάκηδες γύρω στα 1870 και έδρασαν περίπου μέχρι το 1892, οπότε ο τότε διευθυντής της αστυνομίας Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή, έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό - θανάσιμη προσβολή για τους μάγκες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ' τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Το 1896 πάντως, κατά τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν απ΄την αστυνομία, προκειμένου να κατασταλεί η ξενόφερτη εγκληματικότητα.

    Αργότερα, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τύπος του μάγκα γνώρισε καινούργια αναβίωση, αυτή τη φορά συνδεμένος με την κουλτούρα της ρεμπέτικης μουσικής. Η ελληνική λαϊκή μουσική έχει αφιερώσει αρκετά τραγούδια της στην περιγραφή και τις συνήθειες του μάγκα (βλ. Του Βοτανικού ο Μάγκας, Έμαθα πως είσαι μάγκας, Ε ντε λα μαγκέ ντε Βοτανίκ, Πού 'σουν μάγκα το Χειμώνα, ή Μάγκας βγήκε για σεργιάνι κ.ά.). Για την ετυμολογία της λέξης υπάρχουν αρκετές απόψεις:

    από τη μάγκα «ενωμοτία άτακτων πολεμιστών» (λέξη Αλβανικής προέλευσης),
    από το Λατινικό mango, -onis «έμπορας σκλάβων, έμπορας απατηλός» (Ν. Ανδριώτης),
    από τη μάνικα κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη με την ερμηνεία ότι υπήρχε η συνήθεια να δίνονται σε ευγενείς ιππότες τα μανίκια των κυριών της αυλής.

    Σήμερα ο ίδιος όρος εφαρμόζεται, μεταφορικά, για τον λαϊκό παλικαρά, άτομο που επιδεικνύει προκλητικά ή επιθετικά τη δύναμή του (τη «μαγκιά» του) στον κοινωνικό περίγυρο. Χρησιμοποιείται καμιά φορά και υποτιμητικά σε φράσεις όπως «κάνει το μάγκα», «τζάμπα μάγκες». Επίσης συνηθίζονται οι σύνθετες λέξεις «βαρύμαγκας» και «ψευτόμαγκας».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εσπεράντο = Internacia Lingvo.

    H Εσπεράντο είναι η πλέον διαδεδομένη Διεθνής τεχνητή γλώσσα που κατασκευάστηκε το 1887 από τον πολωνοεβραίο γιατρό Λουδοβίκο Λάζαρο Ζαμένχοφ, (τον λεγόμενο Δόκτορα Εσπεράντο - εξ ου και το όνομα) από στοιχεία Ευρωπαϊκών γλωσσών. Σχεδιάστηκε με τρόπο τέτοιο ώστε να είναι εύκολη στην εκμάθηση από τους Ευρωπαίους ώστε να διευκολύνει την ενδοευρωπαϊκή επικοινωνία. Παρ' ότι δεν έχει αναγνωριστεί από διεθνείς οργανισμούς, χρησιμοποιείται στο εμπόριο, την αλληλογραφία, τις πολιτιστικές ανταλλαγές, τα συνέδρια, την λογοτεχνία, στην τηλεόραση και σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Η Εσπεράντο είχε μια συνεχόμενη χρήση από μια κοινότητα που υπολογίζεται μεταξύ 100.000 και 2 εκατομμυρίων ομιλητών για παραπάνω από έναν αιώνα, και κατά προσέγγιση χιλίων ανθρώπων που την έχουν ως μητρική γλώσσα. Αν και καμία χώρα δεν την έχει υιοθετήσει ως επίσημη γλώσσα. Τουλάχιστον μία μεγάλη μηχανή αναζήτησης, η Google, προσφέρει αναζήτηση για σχετικές ιστοσελίδες μέσω ενός Εσπεράντο portal. Η Βικιπαίδεια στα Εσπεράντο περιείχε πάνω από 154.000 άρθρα τον Οκτώβριο του 2011.
    Υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία ότι μαθαίνοντας κάποιος την Εσπεράντο μπορεί να του προσφέρει μια καλή βάση για την εκμάθηση γλωσσών γενικότερα. H Εσπεράντο είναι επίσης γλώσσα διδασκαλίας σε ένα πανεπιστήμιο, την Διεθνή Ακαδημία Επιστημών στο Σαν Μαρίνο.
    ρόκειται για μια γλώσσα εξ ορισμού απλή, που διαθέτει όλα τα πλεονεκτήματα οποιασδήποτε εθνικής γλώσσας, χωρίς όμως ιδιωματισμούς και γραμματικές ανωμαλίες.
    Η Εσπεράντο βασίζεται κυρίως στο συντακτικό υλικό των λατινογενών γλωσσών. Χρησιμοποιεί το λατινικό αλφάβητο και έχει φωνητική προφορά ενώ όλες οι λέξεις τονίζονται στην παραλήγουσα. Είναι εύκολη, με γραμματική που περιλαμβάνει 16 κύριους κανόνες. Η εκμάθησή της είναι δυνατή μετά από σπουδή 12-18 μηνών, σε εβδομαδιαία μαθήματα της μιάμισης ώρας. θεωρείται απλή, προσιτή σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως ηλικίας και μόρφωσης, πλήρης και εκφραστική, όσο όλες οι γλώσσες του κόσμου, με πλούσια πρωτότυπη και μεταφρασμένη λογοτεχνία.

    Παρακάτω ακολουθεί κατάλογος με κάποιες χρήσιμες φράσεις στα Εσπεράντο
    Ελληνικά Esperanto
    Γειά σου Saluton
    Ναί Jes
    Όχι Ne
    Καλημέρα Bonan matenon
    Καλησπέρα Bonan vesperon
    Αντίο Ĝis revido
    Πώς σε λένε? Kiel vi nomiĝas?
    Το όνομά μου είναι Γιάννης Mi nomiĝas Johano
    Πώς είσαι? Kiel vi fartas?
    Μήπως μιλάς Εσπεράντο? Ĉu vi parolas Esperanton?
    Δεν σε καταλαβαίνω Mi ne komprenas vin
    Εντάξει Bone
    Okay Ĝuste
    Ευχαριστώ Dankon
    Δεν κάνει τίποτα Nedankinde
    Παρακαλώ Bonvolu
    Υγεία! Sanon!
    Συγχαρητήρια Gratulon
    Σε αγαπώ Mi amas vin
    Μια μπύρα, παρακαλώ Unu bieron, mi petas
    Τι είναι αυτός? Kio estas tio?
    Αυτός είναι σκύλος Tio estas hundo
    Καληνύχτα Bonan nokton
    Ειρήνη ημίν! Pacon!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  3. Τα καλιαρντά είναι μία αργκό των ομοφυλοφίλων. Πρωτοεμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1940 και δημιουργήθηκαν από την ανάγκη των ομοφυλόφιλων για έναν κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, χωρίς να τους αντιλαμβάνεται το εχθρικό περιβάλλον, που τότε επικρατούσε. Τα καλιαρντά αναπτύχθηκαν με τα χρόνια, απέκτησαν ελληνικές καταλήξεις και επηρεάστηκαν από την τουρκική, γαλλική και ιταλική γλώσσα καθώς και από τη ρομανί. Τα καλιαρντά διακρίνονται σε δύο επίπεδα: στα απλά καλιαρντά που είναι πιο διαδεδομένα, και στα ντούρα καλιαρντά που έχουν πολλά στοιχεία της καθαρεύουσας. Στις μέρες μας τα καλιαρντά δεν θεωρούνται κρυφή γλώσσα, μια και με την πάροδο του χρόνου ο λαός έμαθε αυτή τη διάλεκτο μέσα από την τηλεόραση. Δεν υπάρχει πλήρως και επισήμως καταγεγραμμένη σε ελληνικά λεξικά από ινστιτούτα μελέτης και καταγραφής της γλώσσας, πράγμα που παραπέμπει τη διάλεκτο αυτή ως "διάλεκτο του δρόμου". Λεξικό των καλιαρντών δημοσίευσε ο Ηλίας Πετρόπουλος το 1971 για το οποίο (μεταξύ άλλων δημοσιεύσεων) φυλακίστηκε από τη Χούντα.

    Πηγή:
    Ηλίας Πετρόπουλος, Καλιαρντά, 1971.
    http://less.gr/product.php?pid=367961
    slang.gr

    ·Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
    Άβελε αποκατέ - έλα εδώ
    Αβέλω αχαλιά - κάνω δίαιτα
    Αβέλω κοντροσόλ - φιλώ
    Αβέλω νάψες - μιλώ
    Αβέλω ροντοσόλ - φιλώ
    Αβέλω τούφες - πλαγιάζω, κοιμάμαι
    Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
    Αβέλει το μουτζό της - Είναι αδιάθετη (μέρες του κύκλου)
    Αποκατέ - από εκεί
    Ατζινάβωτος - απονήρευτος
    Βακουλή - εκλησία
    Βουέλω τζα - φεύγω, διώχνω
    Βουτρά - βυζιά
    γαργαρότεκνο - ναύτης
    Γκουνιότα - λεσβία
    Γκούρμπαντος - γοητευτικός άντρας
    Γουγούμης - σκύλος
    Δικέλω - βλέπω
    Επιτάφος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
    Ηράκλω - γυναικάρα
    Θεά - εύγευστη τροφή
    Θεόλατσος - ωραιότατος
    Θεοκάλιαντος - ασχημότατος
    Ισάντες - Εσείς
    Ιμάντες - εμείς. (Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες)
    Καγκελοκερικεντέ - αναπτήρας
    Κάδροω - άσχημη
    Καλιαρντός - άσχημος, κακός
    Καπί - κουτάλι
    Καραμουτζού - πόρνη
    Καλιάρντω - πολύ άσχημη
    Κατσικές - αριστερός. (Αντίθετο: προβατές = δεξιός)
    Κέντα - φωτιά
    Κουελοσφαλάω - ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι
    Κουλό - σικάτο
    Κοντροσολάρω - φιλώ
    Κουραβάλω - συνουσιάζομαι ενεργητικά. (Συνώνυμα: κουραβελτόσημο)
    Κουραβέλτα - συνουσία
    Λάγκα - νερό
    Λατσαβέλω - καλωσορίζω
    Λατσός - ωραίος καλός
    Λατσολίθαρο - διαμάντι
    Λούγκρα - πολύ κακία
    Λούμπα - ομοφυλόφιλος
    Λυσσαγμάν - σκύλος
    Μαντάμ γκου - Λέσβια
    Μη μπενά - μη μιλάς
    Μολ - νερό υγρό
    Μουσαντό - ψέμα
    Μούτζα - γυναίκα
    Μουτζό - αιδοίο
    Μπαρό - αρρώστια
    Μπάρα - μεγάλο πέος
    Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
    Μπενάβω - μιλώ
    Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
    Μπερντές - χρήματα. (Συνώνυμο: ντουλά)
    Μπουάβω - μιλώ
    Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. (Προφέρεται σαν μία λέξη)
    Νάκα - όχι, δεν
    Νισετέ - ρούχο ένδυμα
    Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
    Ντέζι - πόθος, επιθυμία
    Ντίκος - να, ιδού, κοίτα
    Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
    Ντουπ - δαρμός, ξυλοφόρτωμα
    Κουλό - παράξενο, περίεργο
    Πισέλω - ξαπλώνω πλαγιάζω κοιμάμαι
    Πούλη - πρωκτός
    Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
    Προβατές = δεξιός
    Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
    Σαρμέλλα - πέος
    Σερμέλα - πέος. (Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού)
    Σιβιτζιλού - λεσβία
    Σιβίτζω - λεσβία
    Σιδεροπυρούω - αναπτήρας
    Σολντά - στρατιώτης
    Σουκρο - ζάχαρη γλυκό
    Σουσέλ - πεολειχία
    Τανάκα - χωρίς, άνευ, μη!
    Τζασλός - τρελός, παλαβός
    Τζάσε - φύγε
    Τζάζω - διώχνω, φεύγω, πετώ
    Τζάω - καταλαβαίνω πονηρεύομαι
    Τζιβιτζιλού - λεσβία
    Τζινάβω - φύγε
    Τζους - χωρίς, άνευ
    Τζουσ - πλύσιμο
    Τζούσ-λέσι - αυτοκίνητο
    Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα !
    Τουρκόζουμο - καφές
    Τιντέλης - φαγητά
    Τρόκι - σκύλος
    Τσόλι - αρσενική πόρνη
    Υψομετρού - επαρχιώτης gay. (Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη)
    Φακιροπίπιζα - πέος
    Φίφα - μικρό πέος
    Φλοκάρω - εκσπερματώνω
    Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
    Χαλέματα - τρώω
    Χαλώ - φωτιά
    Χορχόρα - φωτιά
    Χορχοροτεκνό - πυροσβέστης
    Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός =ξαναμένος + σκέλη)
    Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μια άλλη argo είναι και η βλαχική.

    Στην Ελλάδα πρέπει να γίνει διαχωρισμός όταν μιλάμε για βλάχικα (με μικρό β). Σε αυτή την περίπτωση γίνεται αναφορά σε δυσνόητα ιδιωματική "επαρχιακή" προφορά της Ελληνικής γλώσσας.

    Στην καθημερινή γλώσσα ο βλάχος (με μικρό β) αποτελεί γενικευμένο όρο για όσους κατάγονται από βουνίσια ή αγροτική περιοχή, και αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει με χωριάτικη προφορά. Συνήθως είναι υποτιμητικός χαρακτηρισμός και υποδηλώνει έλλειψη μόρφωσης και συμπεριφοράς. Χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά για κάποιον απολίτιστο, αμόρφωτο και χωρίς τρόπους.

    Στην Ελλάδα η λέξη Βλάχος (με κεφαλαίο Β) χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τους ομιλούντες την Βλάχικη γλώσσα (Αρμάνοι) ή τους ομιλούντες την Βλαχομογλενίτικη. Με την υποχώρηση της γλώσσας που παρατηρήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, η λέξη αναφέρεται πλέον και σε όσους προέρχονται από βλαχόφωνες οικογένειες χωρίς απαραίτητα να γνωρίζουν και να ομιλούν τη βλάχικη. Σε κάποιες περιοχές των Βαλκανίων η λ. Βλάχος σήμαινε γενικά τον ορθόδοξο χριστιανό, ανεξαρτήτως γλώσσας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. 1) κορακίστικα < ελληνιστική κοινή κορακιστί < κόραξ

    ακατανόητα λόγια είτε λόγω ξένης γλώσσας είτε λόγω πολύ εξειδικευμένης ορολογίας. Πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες κατά την κατοχή τους από τους Τούρκους, για να μη τους καταλαβαίνουν, βάζοντας πχ το τσι μπροστά από κάθε συλλαβή μιας λέξεως (βλέπε κατωτέρω παράδειγμα). Τώρα, αντί για τσι βάζανε και διάφορα άλλα όπως πο, ρο, κο, κλπ.

    π.χ δενκε κακατακαλακαβαικενεικι κοκορακακικιστικικακα:δεν καταλαβαίνει κορακίστικα


    2) ποδανά < ανάποδα

    ιδιωματική συνθηματική διάλεκτος γενικά με χρήση αναγραμματισμών κυρίως, όμως, με τη μεταφορά της πρώτης συλλαβής στο τέλος. Κατασκευασμένη διάλεκτος χάριν ανάγκης κωδικοποιημένης ομιλίας, η οποία προκύπτει από τον αναγραμματισμό των φθόγγων των λέξεων. Ακόμα και η ίδια η λέξη ποδανά προκύπτει από τη λέξη ανάποδα.

    π.χ "μέπα νεμασί;" σημαίνει "πάμε σινεμά;"


    3) κομμέ

    Τα κομμέ είναι μια διάλεκτος παρόμοια με τα ποδανά σε ό,τι αφορά τη χρήση της. H ίδια η λέξη είναι η κομμέ version της λέξης «κομμένα».

    Και εδώ τα χρησιμοποιούμε για να μη μας πάρουν χαμπάρι, αλλά το θέμα παίζει αλλιώς εδώ. Παίρνουμε τη λέξη που θέλουμε και την κόβουμε στην πρώτη συλλαβή συνήθως, ή όπου αλλού βολεύει προς αποφυγή μπερδέματος. Άμα τα συνδυάσουμε με τα ποδανά στον προφορικό λόγο, τότε το αποτέλεσμα είναι απλά ούμπερ!

    π.χ Και μου λε(ει) η μεναγκό δε γουστά(ρω) και τέτοια... Ε, α γαμή και λε πουλέ της λέω. Λασκύ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Η γλώσσα της μαγκιάς - 1976 Σπύρος Ζαγοραίος

    Σε μένα καθαρεύουσα
    δε θέλω να μιλάς!
    Σου το `πα κι επιμένω
    Να μάθεις τη μποέμισσα
    τη γλώσσα της μαγκιάς
    να σε καταλαβαίνω!

    Εγώ το καθρεφτάκι σου
    το λέω μπανιστίρι
    Κρεμμύδι το ρολόι σου
    το φλέρτι σου ψηστήρι

    Αν πας με άλλον ραντεβού
    το λέω εγώ λαδιά
    και την ψευτιά σου μούσι
    Τα λόγια τα ξεκάρφωτα
    και τα κουτσομπολιά
    τα λέω εγώ κουσκούσι

    Το πορτοφόλι λάχανο
    και τα λεφτά μπαγιόκο
    το ζωηρό τσαμπουκαλή
    και τον ντιντί σου φιόγκο

    Αν δεις μαγκίτη στη γωνιά
    με μάτια πονηρά
    λέγεται τσιλιαδόρος
    κι αυτός που βρίσκεται παντού
    και πανταχού παρών
    είναι αβανταδόρος

    Να κάνεις φροντιστήριο
    στη γλώσσα τη δικιά μου
    κι αν δε γουστάρεις τη μαγκιά
    στη μάνα σου κυρά μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Το "Εν ντε λα μαγκέ ντε Βοτανίκ" είναι κορακίστικα όπως είπε και ο ζαγοραίος σε συνέντευξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή