16/10/14

"ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑ" Ανέκδοτη Ποιητική Συλλογή

Ελεύθερη Ποιητική Συλλογή (Αναζητείται Χορηγός)

 Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ:

" Για τη μελέτη της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας ενός λαού ή ενός τόπου είναι δυνατόν ν΄ αναζητηθούν διάφορα σχετικά συγγράμματα που όμως θα οδηγήσουν μακριά από το σκοπό τους αν δεν αναζητηθεί και η τέχνη μ΄ όλα τα παρακλάδια της που ανέπτυξε ο συγκεκριμένος λαός συγκεκριμένου τόπου. Ανάμεσα στις διάφορες τέχνες την πρώτη θέση κατέχει πάντα η Τέχνη του Λόγου, που αποτελεί την τέχνη των τεχνών, αφού κύριο όργανό της είναι η γλώσσα, το κατεξοχήν εκφραστικό μέσο του ανθρώπου. Πιο παλιά μορφή της Τέχνης του Λόγου είναι η Ποίηση που είναι και η πλέον συναισθηματική, πιο μουσική, συνεπώς και πιο ψυχική από τον πεζό λόγο και τον σκηνικό διάλογο. Μετά τα παραπάνω η μελέτη της Ποίησης αποτελεί την ασφαλέστερη οδό της ψυχικής αποκάλυψης και του βίου ανθρώπων, αλλά και τόπων που έζησαν αυτοί. "

Στην πρώτη μου αυτή ποιητική συλλογή και υπό τον γενικό τίτλο "Αμαξοστοιχία" παρουσιάζω ανάγλυφα την ίδια την Κυπριακή ιλαροτραγωδία. Την συλλογή μου αυτή, αφιερώνω ευλαβικά, στους τρεις μεγάλους ποιητές που συντρόφευσαν και ζυμωσαν με τα ποιήματά τους την νιότη μου: τον ευθυμογράφο Γεώργιο Σουρή, την Ελληνίδα ποιήτρια και αναρχική Κατερίνα Γώγου και τον Αμερικανό ποιητή Ezra Pound.

Ολόκληρη η συλλογή σε PDF:

3 σχόλια:

  1. EZRA POUND

    ΚΑΝΤΟ ΧIV

    Io venni in luogo d’ogni luce muto
    Βρώμα από βρεγμένο κάρβουνο, οι πολιτικάντηδες….ε και ….ν,
    με τους καρπούς των χεριών τους δεμένους
    στα σφυρά,να στέκονται γυμνόκωλοι,
    μούρες πασαλειμμένες στα πισινά τους,
    διάπλατο μάτι σε πλακωτά κωλομέρια,
    να κρέμονται τρίχες αντί για γένια,
    να μιλάνε στις συγκεντρώσεις με τις κωλοτρυπίδες τους,
    ν’ απευθύνονται στα πλήθη του βορβόρου,
    σαλαμάνδρες, νεροσάλιαγκες, νεροσκούληκα,
    κι ανάμεσά τους ο ….ρ,
    μια πεντακάθαρη πετσέτα φαγητού
    χωμένη κάτω από το πέος του,
    και ο ….μπου σιχαινόταν τη δημοτική γλώσσα,
    κολλαριστοί, αλλά βρώμικοι, γιακάδες
    που του περιορίζουν τα πόδια,
    και το σπυριασμένο δέρμα όλο τρίχες
    πιέζει τις άκρες του γιακά,
    κερδοσκόποι που πίνουν αίμα γλυκασμένο με σκατό,
    και πίσω τους ο ….φ και οι οικονομολόγοι
    με συρματόσκοινα να τους χτυπούν.
    Και οι προδότες της γλώσσας
    ο ….ν και η συμμορία του τύπου
    και κείνοι πού ‘λεγαν ψέματα επ’ αμοιβή,
    οι διεστραμμένοι, οι διαστροφείς της γλώσσας,
    οι διεστραμμένοι, που βάζουν την ασέλγεια του χρήματος
    πάνω απ’ τις απολαύσεις των αισθήσεων
    στριγκλίζουν, σαν κακαρίσματα τυπογραφείου,
    πάταγος πιεστηρίου,
    φύσημα σκόνης και χαρτιών που πετούν,
    ιδρώτας, βρώμα και δυσωδία από σάπια πορτοκάλια,
    κοπριά, τελικός βόθρος του σύμπαντος,
    mysterium, θειάφι,
    κι ο μικρόψυχος, να ’χει λυσσάξει·
    να βουτάει διαμάντια στη λάσπη,
    και να ουρλιάζει που τα βρίσκει πεντακάθαρα·
    μανάδες σαδίστριες που σπρώχνουν τις κόρες τους
    να πλαγιάσουν με χούφταλα,
    γουρούνες που τρώνε τα νιογέννητά τους
    κι εδώ η επιγραφή ΕΙΚΩΝ ΓΗΣ,
    κι εδώ: ΑΛΛΑΓΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
    αναλιγώνονται σαν πρόστυχο κερί,
    λειωμένα κεριά, οι γλουτοί να βουλιάζουν όλο και πιο χαμηλά,
    πρόσωπα που βουτάνε κάτω από χοιρομέρια,
    και μες στη λάσπη αποκάτω τους,
    γυρισμένοι ανάποδα, πατούσα με πατούσα,
    παλάμη με παλάμη, οι πράχτορες προβοκάτορες
    οι δολοφόνοι του Πίαρς και του Μακντόουναφ,
    ο Λοχαγός Χ. ο αρχιβασανιστής΄
    το πετρωμένο σκατό που ήταν ο Βέρρης,
    οι μισαλλόδοξοι, ο Καλβίνος καιο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς!
    Κατσαρίδες, που χώνονται μες στο σκατό,
    μαραγκιασμένο το χώμα, η λάσπη κομμάτια – κομμάτια,
    χαμένα περιγράμματα, διαβρώσεις.
    Πάνω απ’ τη σαπίλα της κόλασης
    η μεγάλη κωλοτρυπίδα,
    πνιγμένη στις αιμορροΐδες,
    κρεμαστοί σταλακτίτες,
    λιγδεροί σαν τον ουρανό πάνω απ’ το Ουέστμινστερ,
    οι αφανείς, πολλοί Άγγλοι,ο τόπος χωρίς ενδιαφέρον,
    τελευταίος βούρκος, ύστατο ξεχαρβάλωμα,
    οι αντισταυροφόροι, να πορδίζουν μες στο μετάξι,
    να ανεμίζουν τα Χριστιανικά σύμβολα,…
    να μαλακίζουν μια τσίγκινη σφυρίχτρα της δεκάρας,
    μύγες που μεταφέρουν ειδήσεις, άρπυιες
    να τσιρλίζουν στον αέρα,
    ο βούρκος με τους πρόστυχους ψεύτες,
    βόρβορος ηλιθιοτήτων,
    μοχθηρές ηλιθιότητες, και ηλιθιότητες,
    το χώμα ζωντανό πύο, γεμάτο από βρωμερά ζωύφια,
    ψόφια σκουλήκια που γεννούν ζωντανά σκουλήκια,
    φτωχονοικοκυραίοι,
    τοκογλύφοι που ζουλάνε μουνόψειρες,
    νταβατζήδες της εξουσίας,
    pets-de-loup, καθισμένοι πάνω σε στοίβες
    πέτρινα βιβλία,σκεπάζουν με φιλολογία τα κείμενα,
    και τα κρύβουν κάτω απ’ το σώμα τους,
    ο αέρας χωρίς το καταφύγιο της σιωπής,
    κοπάδι ψείρες που βγάζουν δόντια,
    και πάνω απ’ όλα αυτά ο στόμφος των ρητόρων,
    το κωλορέψιμο των φαρισαίων.
    Και invidia,
    Η corruptio, βρώμα, φαρμακερό μανιτάρι,
    ρευστά ζώα, λειωμένες οστεώσεις,
    αργή αποσύνθεση, βρωμερό κάψιμο,
    γόπες από πούρα μασημένες, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς τραγωδία,
    ο ….m Episcopus, ανεμίζει ένα προφυλακτικό γεμάτο κατσαρίδες,
    οι μονοπωλιστές, αυτοί που εμποδίζουν τη γνώση,
    αυτοί που εμποδίζουν την κατανομή.

    http://blog-arxeio.blogspot.com/2009/05/94-v-ezra-pound.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

    Δε μένει κανείς σ’ αυτή την πόλη!
    Δε μένει κανείς;

    Τι έγινε και φύγανε οι κάτοικοι της βιαστικά
    και αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές
    τα φώτα αναμμένα...
    Τυφλά μεγάλα πουλιά συγκρούονται
    μ’ ανοιγμένα φτερά
    βαθιά τρομαγμένα
    Η θάλασσα μπαίνει στην πόλη
    μεθοδικά βουλιάζει τη στεριά
    ένα καράβι με όρνια λεπρά
    πλέει απ’ τις πόρτες
    ξανοίγεται αργά... αργά...
    αργά...
    Τα παιδικά μου χρόνια
    άκαμπτα παιδιά ξυλιασμένα
    τα ξεθάβει ένας κίτρινος σκύλος
    συνέχεια τα γυρνάει σε μένα

    ανεβαίνουν τα νερά
    τα χέρια μου σταυρώνουνε μόνα τους
    σαν πεθαμένα.
    Δεν είναι κανείς εδώ;
    Κανένας;
    Κανένας

    Έναν άσπρο με άμμο δρόμο κοιτάω εμπρός.
    Πάλι η ομίχλινη βάρκα με τον πέτρινο φοίνικα
    και το μαρμάρινο βαρκάρη

    Ένα παιδί δεν έχει αυτός ο τόπος
    ΒΖΖΖΖΟΥΝΒΒΒΖΖΖΟΥΝΝΝ
    Ένα παιδί;
    Έλα να παίξουμε αυτοκινήτο.Έλα παιδί!
    Ένα πουλί; Τσιουτσιουτσιουτσί έλα!
    Έλα πουλί...

    Ποια ανθρώπινη ανάμνηση με κρατάει εδώ;
    Γιώργο;...
    Μυρτώ;...
    Ποιου τρόμου το αδικαίωτο τεκμήριο με κρατάει εδώ;
    Φίλοι μου; Αδέλφια μου; Σύντροφοι;
    Γιώργο...
    Μυρτώ...

    Ποιανού πλανήτη το τέλος το αισχρό
    μ’ άφησαν σαν σκιάχτρο να τρομάζω εδώ...
    Για δεν περνάω απέναντι
    που ο άνεμος λογχίζει τις φωτιές;

    Μια στάλα σταλαγμίτης έμεινα.
    Χωράω σ’ αυτό το άδειο μπουκάλι,
    το πέταξαν ένα παλιό καλοκαίρι
    οι φίλοι μου.

    Χωράω εκεί μέσα να μπω.
    Άλλοι μακρινοί καιροί
    που θα ξαναγυρίσουν
    το ύστατο αλληλεγγύης S.O.S.
    να αποκρυπτογραφήσουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο Διορισμός......

    Ακούς οι αφιλότιμοι να θέλουν και προσόντα
    Και να μ’ αφήνουν έρημον, πεινώντα και διψώντα,
    Να τρέχω σαν κοπρόσκυλο στην καθεμιά πλατεία,
    Το μεν πρωί στο Σύνταγμα, το βράδυ στα Χαυτεία,
    Την τρέχουσαν πολιτικήν στον καφενέ να κρίνω,
    Ως και αυτόν τον ναργιλέ με πίστωσιν να πίνω,
    Να μην ευρίσκεται κανείς εν γεύμα να μου δώση,
    Ν’ αρνείται και ο Διάγγελης αυτός να με πιστώση,
    Και η φιλτάτη Μαριορή σκληρώς να με παιδεύη,
    Και εις τον γάμο μας ποσώς να μην συγκατανεύη,
    Αν πρώτον δεν διορισθώ!
    Αλλά πως άργησε ναλθή ο Βουλευτής Κοπρίτης;
    Επήγε εις τον Υπουργό για μένα να μιλήση,
    Κι ακόμα δεν εγύρισε και ίσως δεν γυρίση.
    Α!Όχι, νάτος, έρχεται...τον βλέπω μειδιώντα,
    Και ίσως μ’ εδιόρισε και δίχως τα προσόντα.
    ΒΟΥΛ.ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Λοιπόν αδύνατον...κανένα προσόν δεν έχεις
    Κι αδίκως βασανίζεσαι και άνω κάτω τρέχεις.
    ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ: Κάμε ότι δυνηθείς να μου δοθή μια θέσις,
    Υφίσταμαι εκ των δανειστών μεγάλας ενοχλήσεις
    Όλη σε μένα ξέσπασε του Καλλιγά η κρίσις!!!
    ΒΟΥΛ.ΚΟΠΡ: Αλλά μην απελπίζεσαι κι εγώ θα ενεργήσω,
    Θα πάγω εις τον Υπουργό και πάλι να μιλήσω...
    ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ: Αλλά σ’ υπόσχομαι κι εγώ, ευθύς μετά,
    Γενναίον για τους κόπους σου μπαξίσι να σου δώσω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή