3/10/14

Τραγούδια του παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου

Η μουσική επένδυση μιας ταινία είναι ένας βασικός παράγοντας για την τελειότητα του έργου, για το οποίο πρέπει να είναι γραμμένη ειδικά, ώστε να συμβαδίζει χρονομετρικά με το μήκος των σκηνών του και ηχητικά με το είδος του. Στις περισσότερες ελληνικές ταινίες, ο παραγωγός ή ο σκηνοθέτης χρησιμοποιούν συχνά παλαιούς ή νέους δίσκους ή φωνοταινίες με κλασικά ή καινούρια κομμάτια. Αυτό δεν είναι βέβαια δημιουργική δουλειά. Στις φροντισμένες όμως ελληνικές ταινίες, η μουσική επένδυση ανατίθεται σε δόκιμους συνθέτες όπως Χατζιδάκις, Μουραμπάς, Ξαρχάκος, Κουνάδης, Μαρκόπουλος, Μαμαγκάκης, Λεοντής, Κατσαρός, Πλέσσας, Σαββόπουλος κ.ά.

Το φιλμ είναι ένα αναλογικό μέσο οπτικής αποτύπωσης κινούμενων ή στατικών εικόνων που χρησιμοποιείται στην φωτογραφία και στον κινηματογράφο. Στην πιο συνηθισμένη του μορφή, αυτή του φιλμ τύπου 135 ή 35 χιλιοστών, είναι μια λεπτή διάφανη λωρίδα, διάτρητη στις άκρες, που χωρίζεται σε καρέ, καθένα από τα οποία μπορεί να αποτυπώσει, ή μέσω μιας μηχανής προβολής να προβάλλει, εικόνα. Ο Ελληνικός Κινηματογράφος ξεκίνησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, με πολύ μικρό αριθμό ταινιών μέχρι το 1940 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο κινηματογράφος παρέμενε χωρίς ήχο (βουβός κινηματογράφος) και συχνά οι προβολές ταινιών συνοδεύονταν από ζωντανή μουσική. Η άνθισή του είδους άρχισε μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, με 4 ως 7 ταινίες το χρόνο μέχρι το 1950, όπου και ξεκινά επίσημα η περίοδος του ομιλούντος κινηματογράφου, σταδιακά η παραγωγή αυξήθηκε μέχρι τις 60 ταινίες το 1960. Περίπου την ίδια περίοδο με την προσαρμογή του ήχου, ξεκίνησαν συστηματικές προσπάθειες για την προσθήκη χρώματος. Η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου ήταν αναμφίβολα από το 1960 μέχρι το 1973 φτάνοντας μέχρι και με μέσο όρο τις 80 ταινίες το χρόνο. Παράλληλα ξεκίνησε η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ ενώ το ΄80 αναπτύχθηκε και ο Ελληνικός cult κινηματογράφος, ο ερωτικός κινηματογράφος και οι βιντεοταινίες.

Αγαπημένη ταινία όλων των εποχών: "Μαντώ Μαυρογένους" με την Τζένη Καρέζη και τον Πέτρο Φυσσούν (1971), δεύτερη οι "Εχθροί του λαού" με τον Nίκο Κουρκουλο (1972) και τέλος η "Ελένη Γκατζογιάννη" του Νίκοτ Γκατζογιάννη.
Σπουδαίοι Σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου: Κώστας Καραγιάννης, Γιώργος Τζαβέλλας, Αλέκος Σακελλάριος, Γιάννης Δαλιανίδης, Μιχάλης Κακογιάννης, Βασίλης Γεωργιάδης, Ντίνος Δημόπουλος, Κώστας Φέρρης, Τάκης Κανελλόπουλος, Δημήτρης Κολλάτος κ.ά

Σπουδαίοι ηθοποιοί του ελληνικού κινηματογράφου: Αυλωνίτης, Φωτόπουλος, Μακρής, Γκιωνάκης, Βασιλειάδου, Νοταρά, Σταυρίδης, Ρίζος, Κωνσταντάρας, Αλεξανδράκης, Βουτσάς, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Καρέζη, Καλογεροπούλου, Στυλιανοπούλου, Λογοθετίδης, Κούρκουλος, Μπάρκουλης, Χατζηχρήστος, Βέγγος, Φούντας, Βόγλης, Λαμπέτη, Καΐλας, Χόρν, Μουστάκας, κ.ά

Οι 10 καλύτερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου (σύμφωνα με τα μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, 2006) Ο Δράκος, Ευδοκία, Ο Θίασος, Στέλλα, Φωτογραφία, Κάλπικη Λίρα, Ρεμπέτικο, Αναπαράσταση, Γλυκιά Συμμορία, Η Εαρινή Σύναξις των Αγροφυλάκων.

Αητέ και παλληκάρι
https://www.youtube.com/watch?v=pJxdcQcQgrQ
Στίχοι-Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Εκτέλεση: Νίκος Κούρκουλος
Από την ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη "Το χώμα βάφτηκε κόκκινο", 1966 (Βασισμένο στον Μαρίνο Αντύπα)


Ο Αμαξάς ( Καροτσέρη )
https://www.youtube.com/watch?v=W7gwioapTKI
Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Εκτέλεση: Αλίκη Βουγιουκλάκη
Από την ταινία "Χτυποκάρδια στα θρανία" 1963


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ 
https://www.youtube.com/watch?v=RkYOKvur4Eg

8 σχόλια:

  1. Ο κινηματογράφος ή αλλιώς σινεμά αποτελεί σήμερα την αποκαλούμενη και έβδομη τέχνη, δίπλα στη γλυπτική, τη ζωγραφική, το χορό, την αρχιτεκτονική, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Αρχικά εμφανίστηκε περισσότερο ως μια νέα τεχνική καταγραφής της κίνησης και οπτικοποίησής της, όπως δηλώνει και ο ίδιος ο όρος (κινηματογράφος = κίνηση + γραφή).

    Πρόδρομοι του κινηματογράφου
    Είναι γενικά δύσκολο να αναδειχθεί ένας μοναδικός εφευρέτης του κινηματογράφου, ως τεχνική της κινούμενης εικόνας. Επιπλέον, είναι γεγονός πως επί σειρά ετών ο άνθρωπος πειραματίστηκε πάνω στην προσπάθεια απεικόνισης της κίνησης. Καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της τεχνικής του κινηματογράφου διαδραμάτισε η ανακάλυψη και διάδοση της φωτογραφίας, στα μέσα του 19ου αιώνα. Μία από τις πρώτες και ιδιαίτερα σημαντικές αναλύσεις της κίνησης με τη βοήθεια φωτογραφικής μηχανής, έγινε περίπου το 1878, όταν ο Βρετανός φωτογράφος Edward Muybridge, έχοντας καταφέρει να αναπτύξει μεθόδους διαδοχικής φωτογράφισης, απεικόνισε την κίνηση ενός αλόγου, αποδεικνύοντας τότε, πως κατά τη διάρκεια του καλπασμού του υπάρχουν στιγμές που τα πόδια του δεν έχουν επαφή με το έδαφος. Την ίδια περίπου εποχή, ο Γάλλος φυσικός Ετιέν Μαρέ κατόρθωσε να συλλάβει φωτογραφικά το πέταγμα ενός πουλιού με τη βοήθεια μιας φωτογραφικής μηχανής με τη δυνατότητα να αποτυπώνει 12 στιγμιότυπα ανά λεπτό.

    Τα σημαντικότερα ίσως επιτεύγματα σχετικά με την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τεχνικής έγιναν στα τέλη του 1880, με κυριότερο ίσως, την εφεύρεση του κινητοσκοπίου από τον Ουίλλιαμ Ντίκσον, ο οποίος εργαζόταν στα εργαστήρια του Τόμας Έντισον. Το κινητοσκόπιο, ήταν μία μηχανή προβολής, με δυνατότητα να προβάλλει την κινηματογραφική ταινία σε ένα κουτί, το οποίο ήταν ορατό μόνο από έναν θεατή, μέσω μιας οπής. Η συσκευή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επίσημα στις 20 Μαΐου του 1891, μαζί με την πρώτη κινηματογραφική ταινία. Ο Έντισον θεωρούσε την εφεύρεση του κινητοσκοπίου ήσσονος σημασίας και ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε ώστε να προβάλλονται οι ταινίες για περισσότερους θεατές. Επιπλέον δεν κατοχύρωσε την εφεύρεση διεθνώς, με αποτέλεσμα να είναι νόμιμη η αντιγραφή και εξέλιξή της στην Ευρώπη, όπου σύντομα εμφανίστηκε ως εισαγόμενο προϊόν.

    Στη Γαλλία, οι αδελφοί Ογκύστ και Λουί Λυμιέρ, βασιζόμενοι στο κινητοσκόπιο των Ντίκσον και Έντισον, εφηύραν τον κινηματογράφο (cinematographe) που αποτελούσε μία φορητή κινηματογραφική μηχανή, λήψεως, εκτύπωσης και προβολής του φιλμ. Στις 28 Δεκεμβρίου του 1895, έκαναν και την πρώτη δημόσια προβολή, στο Παρίσι. Η ημερομηνία αυτή αναφέρεται από πολλούς ως η επίσημη ημέρα που ο κινηματογράφος με την σημερινή του γνωστή μορφή έκανε την εμφάνισή του. Εκείνη τη δημόσια προβολή παρακολούθησαν συνολικά 35 άτομα επί πληρωμή και προβλήθηκαν δέκα ταινίες συνολικής διάρκειας περίπου δεκαπέντε λεπτών. Οι πρώτες κινηματογραφικές ταινίες ήταν μικρής διάρκειας, παρουσιάζοντας συνήθως στατικά, μία σκηνή της καθημερινότητας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο κινηματογράφος ως τέχνη
    Ένας από τους πρώτους κινηματογραφιστές που χρησιμοποίησε την διαθέσιμη τεχνική της εποχής με σκοπό την παραγωγή ταινιών κάτω από όρους τέχνης, υπήρξε ο Ζωρζ Μελιέ, ο οποίος θεωρείται και από τους πρώτους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες. Οι ταινίες του πραγματεύονταν θέματα από το χώρο του φανταστικού, ενώ η ταινία του Ταξίδι στη Σελήνη (Le voyage dans la lune, 1901) υπήρξε πιθανότατα η πρώτη που προσπάθησε να περιγράψει ένα ταξίδι στο διάστημα. Επιπλέον, εισήγαγε τεχνικές οπτικών εφέ, ενώ για πρώτη φορά πρόβαλε έγχρωμες ταινίες, χρωματίζοντας την κινηματογραφική ταινία (καρρέ) με το χέρι.

    Με αφετηρία τις νέες δυνατότητες που αναδείχθηκαν, ο κινηματογράφος μετασχηματίστηκε διεθνώς σε μία δημοφιλή μορφή τέχνης, ενώ παράλληλα πολλοί κινηματογραφικοί χώροι δημιουργήθηκαν με αποκλειστικό σκοπό την προβολή ταινιών. Εκτιμάται ότι το 1908, στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχαν περίπου 10.000 κινηματογράφοι. Οι ταινίες της εποχής ήχαν διάρκειας δέκα έως δεκαπέντε λεπτών, αλλά σταδιακά η διάρκειά τους αυξήθηκε. Σημαντική συμβολή σε αυτό είχε ο Αμερικανός σκηνοθέτης D. W. Griffith, στον οποίο ανήκουν μερικά από τα πρώτα ιστορικά έπη του κινηματογράφου. Το 1912 (ή 1911) ο θεωρητικός χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε δοκίμιό του τον όρο έβδομη τέχνη για να περιγράψει τον κινηματογράφο.

    Ομιλών και έγχρωμος κινηματογράφος
    Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο κινηματογράφος παρέμενε χωρίς ήχο (βουβός κινηματογράφος) και συχνά οι προβολές ταινιών συνοδεύονταν από ζωντανή μουσική. Η ιστορία του ηχογραφημένου κινηματογραφικού ήχου ξεκίνησε το 1926, όταν η Warner Brothers παρουσίασε μία συσκευή (Vitaphone), η οποία έδινε τη δυνατότητα αναπαραγωγής μουσικής, μέσω ενός δίσκου που συγχρονιζόταν με την μηχανή προβολής της ταινίας. Βασισμένη σε αυτή τη νέα τεχνολογία, στα τέλη του 1927, κυκλοφόρησε η ταινία The Jazz Singer, η οποία αν και κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν βουβή, υπήρξε η πρώτη που περιείχε διαλόγους.

    Περίπου την ίδια περίοδο με την προσαρμογή του ήχου, ξεκίνησαν συστηματικές προσπάθειες για την προσθήκη χρώματος. Έγχρωμες ταινίες είχαν ήδη εμφανιστεί από τις αρχές του 20ου αιώνα, μέσω του χρωματισμού των κινηματογραφικών καρρέ με το χέρι, μέθοδος που εγκαταλείφθηκε σταδιακά, σε συνδυασμό και με την αύξηση της διάρκειας των ταινιών. Ανάμεσα στις πρώτες συνθετικές μεθόδους προσθήκης χρώματος, υπήρξε η Technicolor, η οποία τελειοποιήθηκε το 1941 (Monopack Technicolor), αν και παρέμενε ακριβή λόγω των περίπλοκων σταδίων διαχωρισμού και εμφάνισης των χρωμάτων. Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, εμφανίστηκε επιπλέον το έγχρωμο αρνητικό φιλμ της εταιρίας Eastman Kodak, το οποίο δεν απαιτούσε διαδικασία διαχωρισμού των χρωμάτων. Αν και μέχρι τη δεκαετία του 1950, η παραγωγή έγχρωμων ταινιών μειοψηφούσε, κατά τη δεκαετία του 1960 και χάρη στην ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας, ο έγχρωμος κινηματογράφος επικράτησε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οι Έλληνες σκηνοθέτες
    Ο Γιώργος Τζαβέλλας, ένας πρωτοπόρος σκηνοθέτης, γύρισε την Κάλπικη Λίρα, ταινία αποτελούμενη από τέσσερα σκετς. Το σπονδυλωτό αυτό κινηματογραφικό είδος είναι κάτι καινούριο και όχι πολύ αρεστό στο ελληνικό κοινό. Και όμως η Κάλπικη λίρα όπου παίχτηκε σημείωσε καταπληκτική επιτυχία. Είναι η ιστορία μιας κάλπικης λίρας, που την κατασκεύασε ένας αγαθός, στο βάθος, ανθρωπάκος, που συνέρχεται γρήγορα από το πάθος της απληστίας και του παράνομου κέρδους και απαλλάσσεται από τις πονηρές του επιθυμίες για το κάλπικο κατασκεύασμά του. Η κάλπικη λίρα συνεχίζει ωστόσο τη σταδιοδρομία της και περνά από χέρι σε χέρι, διαγράφοντας και υπογραμμίζοντας καταστάσεις και ανθρώπινους χαρακτήρες, αρχίζοντας από τη σάτιρα για να καταλήξει στο δράμα.

    Μέσα απ' αυτή την πορεία προβάλλει το κεντρικό νόημα του έργου, που συνοψίζεται στο ότι η ζωή μας είναι ψεύτικη, επιφανειακή, αλλά στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει κάτι το αληθινό και γι' αυτό μεγαλειώδες. Ο Γιώργος Τζαβέλλας χειρίζεται το θέμα του με πολλή ευαισθησία και αναμφισβήτητο ταλέντο. Η ταινία του είναι απαλλαγμένη από κάθε υπερβολή και έχει μια γοητευτική και συναρπαστική λιτότητα. Η επιτυχία του έγκειται στο ότι δε μιμήθηκε κανέναν. Η Κάλπικη λίρα είναι μια ταινία με γνήσιο ελληνικό χαρακτήρα. Πρωταγωνιστές της είναι ο Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλυα Λιβυκού, Μίμης Φωτόπουλος, Ορέστης Μακρής, Δημήτρης Χορν και Έλλη Λαμπέτη, που συντέλεσαν πολύ στην θριαμβευτική πορεία του έργου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

    Ο Γιώργος Τζαβέλλας αποτελεί ένα ανεκμετάλλευτο κεφάλαιο του ελληνικού κινηματογράφου. Άλλες ταινίες του Γιώργου Τζαβέλλα είναι: Χειροκροτήματα (1943) με τον Αττίκ, τη Ζινέτ Λακάζ και τον Δημήτρη Χορν, Μαρίνος Κοντάρας με τον Μάνο Κατράκη, Ο μεθύστακας (1950) με τον Ορέστη Μακρή, Η Αγνή του λιμανιού (1958), με μουσική του Μάνου Χατζιδάκη, το Σωφεράκι (1953) με το Μίμη Φωτόπουλο, και η Αντιγόνη (1961) με τον Μάνο Κατράκη, που έλαβε το Α' βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ κινηματογράφου του Αγίου Φραγκίσκου.

    Άλλος αξιόλογος σκηνοθέτης του ελληνικού κινηματογράφου υπήρξε ο θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Σακελλάριος. Οι σημαντικότερες ταινίες του θεωρούνται: Παπούτσι από τον τόπο σου (1946) με το Μάνο Φιλιππίδη, Αλέκο Λειβαδίτη και τη Γεωργία Βασιλειάδου, Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948), Ένα βότσαλο στη λίμνη, Ένας ήρωας με παντόφλες και Σάντα Τσικίτα, με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Τα σενάρια των έργων αυτών είναι παρμένα από θεατρικά έργα που έγραψε ο ίδιος μαζί με το Χρήστο Γιαννακόπουλο. Στις ταινίες του Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, Η Αλίκη στο ναυτικό και Η κόρη μου η σοσιαλίστρια πρωταγωνιστούσαν η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.

    Ο Γιάννης Δαλιανίδης, που σκηνοθέτησε τις καλύτερες μουσικές κωμωδίες, έδωσε και αρκετά δραματικά έργα, όπως τον Κατήφορο, Νόμος 4000, Δάκρυα για την Ηλέκτρα, Ίλιγγος, Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο. Από τις κωμωδίες του οι σημαντικότερες είναι: Κάτι να καίει', Μερικοί το προτιμούν κρύο και Ραντεβού στον αέρα. Από τις μουσικές κωμωδίες του ξεχωρίζουν ιδιαίτερα Οι θαλασσιές οι χάντρες και Μια κυρία στα μπουζούκια.

    Σημαντικές ταινίες έδωσε στον ελληνικό κινηματογράφο και ο Μιχάλης Κακογιάννης, από τη Στέλλα ως τον Αλέξη Ζορμπά. Από το 1956 μέχρι το 1966 γύρισε ταινίες με θέματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Μία πολύ αξιόλογη προσφορά του είναι ότι κατόρθωσε με σύγχρονη αίσθηση να μεταφέρει στην οθόνη την Ηλέκτρα, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών. Είναι ίσως δύσκολο να τοποθετήσει και να χαρακτηρίσει κανείς το αναμφισβήτητα αξιόλογο και υποβλητικό προσωπικό στυλ του Κακογιάννη.

    Στις ταινίες του απηχούνται συμπυκνωμένα σε μία πολύ προσωπική καλλιτεχνική αυτονομία, τα σημαντικότερα δείγματα των τάσεων που σημειώνονται στην παγκόσμια κινηματογραφική τέχνη. Η φήμη του στο εξωτερικό είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με την Ελλάδα. Άλλες αξιόλογες ταινίες του Μιχάλη Κακογιάννη είναι το Κυριακάτικο ξύπνημα, το Κορίτσι με τα μαύρα και Έτσι έσβησε η αγάπη μας (που γυρίστηκε για λογαριασμό Ιταλών).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σημαντικός σκηνοθέτης για τον ελληνικό κινηματογράφο ήταν και ο Βασίλης Γεωργιάδης του οποίου οι ταινίες Τα κόκκινα φανάρια (1963) και Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1965) γνώρισαν παγκόσμια επιτυχία και προτάθηκαν για όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ το Κορίτσια στον ήλιο (1968) προτάθηκε για χρυσή σφαίρα. Ο Γεωργιάδης που εκτός από τις προαναφερθείσες ταινίες γύρισε και τις Οι άσσοι του γηπέδου (1953), Η κατάρα της μάνας (1961), Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο (1962), Γάμος αλά ελληνικά, Η εβδόμη ημέρα της δημιουργίας, Ραντεβού με μια άγνωστη (1968, Αγάπη για πάντα κ.ά.) αποτέλεσε τον μοναδικό Έλληνα σκηνοθέτη μετά τον Μιχάλη Κακογιάννη που προτάθηκε ποτέ για βραβείο όσκαρ, λαμβάνοντας έτσι διεθνή αναγνώριση. Ο Γεωργιάδης υπέγραψε επίσης και τη σκηνοθεσία της τηλεοπτικής μεταφοράς του μυθιστορήματος Ο Χριστός ξανασταυρώνεται που προβλήθηκε από την ΕΙΡΤ το 1975, καθώς και της πρώτης μεταφοράς του μυθιστορήματος Γιούγκερμαν που προβλήθηκε από την ΥΕΝΕΔ το 1976.

    Ο Ντίνος Δημόπουλος έδωσε τις ταινίες Η Λίζα και η άλλη, Πυρετός στην άσφαλτο και Το Ταξίδι (1962). Ο Κώστας Μανουσάκης έδωσε τις ταινίες Έρωτας στους αμμόλοφους (1958), Προδοσία, (1964), που πήρε το βραβείο της ενώσεως κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το βραβείο ειρήνης, και το Φόβο(1966). Μία ωραία προσπάθεια αποδίδεται και στον Τάκη Κανελλόπουλο, σκηνοθέτη που εμφανίστηκε με το Μακεδονικό γάμο, μικρού μήκους ντοκιμαντέρ σε φολκλορικό θέμα, και τον Ουρανό. Στην πρώτη ταινία ο σκηνοθέτης παρουσίασε ένα προσωπικό χαρακτήρα σε αξιόλογο επίπεδο. Πήρε τους ανθρώπους, το άγνωστο πλήθος, και τους άπλωσε σε ένα σύνολο γεμάτο συναισθηματισμό και ανθρώπινο πάθος. Ο Μακεδονικός γάμος είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ του είδους του, και οπωσδήποτε κινείται σε παγκόσμια κλίμακα με μεγάλες αξιώσεις. Στον Ουρανό όμως δεν πέτυχε τα ίδια αποτελέσματα. Έδωσε ωραίες εικόνες, αλλά το θέμα μοιάζει να του ξέφυγε. Άλλες ταινίες του: η Παρένθεση (1968) και η Εκδρομή (1966).

    O Βαγγέλης Σερντάρης έδωσε το φιλμ νουάρ "Ληστεία στην Αθήνα" (1969), "Βασιλική", "Θερμοκήπιο", "Έβδομος ήλιος του Έρωτα'. Καλή η τεχνική της εικόνας και της ρεαλιστικής αφήγησης.

    Ο Δημήτρης Κολλάτος, πρωτοεμφανίστηκε με μία μικρή ιστορία της Κρήτης που έχει τίτλο Οι ελιές και της οποίας το σενάριο γράφηκε από τον ίδιο. Αργότερα έδωσε και μία δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους, το Θάνατο του Αλεξάνδρου. Ο Κολλάτος έχει έναν ιδιότυπο και αδρό ρεαλισμό και προσωπικό ύφος. Στην προσπάθεια του όμως να πρωτοτυπήσει φτάνει στην υπερβολή και αυτό αποβαίνει σε βάρος της δημιουργίας του, γιατί ο κινηματογράφος είναι πολύ ευαίσθητη τέχνη, όπου η κάθε ακρότητα μεγεθύνεται και ενοχλεί. Πάντως, η εργασία του Κολλάτου, με πολλά αναμφισβήτητα προτερήματα και μερικές αδυναμίες αποτελεί αξιόλογη κινηματογραφική προσφορά.

    Ένας σκηνοθέτης του ελληνικού κινηματογράφου είναι ο Ερρίκος Ανδρέου, ο οποίος έδωσε τον Εφιάλτη, Διχασμό και Εκείνος και Εκείνη. Πρέπει να αναφερθεί ακόμη και η εργασία μερικών άλλων αξιόλογων σκηνοθετών. Ο Γιώργος Σκαλενάκης γύρισε τις ταινίες Διπλοπενιές, Ντάμα σπαθί, Επιχείρηση Απόλλων και Ιμπεριάλε. Ο Στ. Τατασόπουλος σκηνοθέτησε τη Μαύρη γη (1952), σε σενάριο του Νίκου Σφυρόερα. Ο Ντίμης Δαδήρας τις Σκέψεις (1965) και το 13ος (1967). Ο Φίλιππος Φυλακτός τον Δημόκριτο (1968) κ.ά.
    Άλλοι σκηνοθέτες είναι ο Δημήτρης Ιωαννόπουλος, με τις ταινίες Η φωνή της καρδιάς, Η βίλα με τα νούφαρα, ο Μ. Καραγάτσης με την Καταδρομή (1946), ο Άγγελος Τερζάκης με τη Νυχτερινή περιπέτεια (1954), ο Γρηγόρης Γρηγορίου με τη Φωτεινή Σάντρη (1949), Το πικρό ψωμί (1951), Θύελλα στο φάρο, ο Χρήστος Σπέντζος με τις ταινίες Αμάρτησα για το παιδί μου και Έτσι έσβησε η ζωή μου, ο Γιώργος Ζερβός με τα Τέσσερα σκαλοπάτια (1951) και τη Λίμνη των πόθων (1958), ο Γιώργος Ασημακόπουλος με τον Πύργο των ιπποτών (1952).
    Τα τελευταία χρόνια φάνηκαν αξιόλογοι νέοι λογοτέχνες με κορυφαίο τον πολυβραβευμένο στο εξωτερικό Θόδωρο Αγγελόπουλο. Αξιομνημόνευτες είναι τέλος οι σκηνοθέτιδες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Οι Έλληνες ηθοποιοί
    Αν και ο ελληνικός κινηματογράφος δεν έχει γενικά ηθοποιούς ειδικευμένους στο φακό, αυτό δεν σημαίνει ότι το καλλιτεχνικό υλικό που υπάρχει δεν είναι αξιόλογο. Αντίθετα, είναι βέβαιο πως οι Έλληνες ηθοποιοί διαθέτουν αναμφισβήτητο ταλέντο και ότι ένας καλός σκηνοθέτης έχει τη δυνατότητα να εκλέξει θαυμάσιο υλικό που θα συμβάλει στην επιτυχία της ταινίας. Η ειδίκευση άλλωστε -όταν υπάρχει το ταλέντο- είναι κάτι που αποκτάται με την πείρα και την κατάλληλη καθοδήγηση. Στον κινηματογράφο βέβαια προστίθεται και η ανάγκη της φωτογένειας και της κατάλληλης φωνής. Εδώ πρέπει να αναφερθούν μερικά ονόματα Ελλήνων ηθοποιών, που η παρουσία τους και η προσφορά τους στον κινηματογράφο μας ήταν αρκετά σημαντική.

    Στα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου εμφανίστηκαν ακόμη και ο μοναδικός μας Βασίλης Λογοθετίδης, ο Κώστας Μουσούρης με την Αλίκη, που ήταν τότε γυναίκα του "Αστέρω", ο Νίκος Δεδραμής "Έρως και κύματα", η Κυβέλη με την Κοτοπούλη "Κακός δρόμος", ο Πέτρος Κυριακός "Οι Απάχηδες των Αθηνών", ο Γιάννης Αποστολίδης "Ανοιχτή θάλασσα", ο Δημήτρης Μυράτ "Κακός δρόμος" και "Η βίλα με τα νούφαρα", η Μερόπη Ροζάν "Γαλάζια κεριά", ο Χριστόφορος Νέζερ κ.ά.

    Στη δεύτερη περίοδο έχουμε πλήθος εκλεκτούς ηθοποιούς, από τους οποίους ξεχωρίζουν η Κατίνα Παξινού, που εκτός από την θεατρική της σταδιοδρομία, δημιούργησε αξιόλογους ρόλους σε ταινίες διεθνούς επιπέδου όπως "Για ποιον χτυπά η καμπάνα", "Κος Αρκαντίν", "Καίσαρ Βοργίας", "Ο Ρόκο και τ'αδέλφια του" και "Δίκη". Επίσης τον Αλέξη Μινωτή με τις ταινίες "Νοτόριους", "Πανικός στους δρόμους", "Χώρα των Φαραώ". Στις ταινίες αυτές οι δύο εξαίρετοι Έλληνες ηθοποιοί δεν ήταν πρωταγωνιστές. Τους ζητήθηκε όμως η συμβολή τους και απέδωσαν μια άρτια ερμηνεία στο ρόλο τους, η Παξινού μάλιστα τιμήθηκε για έναν από αυτούς με το Όσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (1944), γεγονός που τιμά την ελληνική τέχνη και δείχνει ότι ο μεγάλος ηθοποιός κρίνεται από την ερμηνεία και όχι από την έκταση του ρόλου του.

    Στην κατηγορία των Ελλήνων ηθοποιών που διακρίθηκαν και στον ξένο κινηματογράφο, μπορεί να συμπεριληφθεί θαυμάσια και ο Σπύρος Φωκάς, που δημιούργησε μια καλή καριέρα στον ιταλικό κινηματογράφο με σημαντικούς ρόλους στις ταινίες "Ο θάνατος ενός φίλου", "Ο Ρόκο και τ'αδέλφια του", "Βία Μαρκούτα" κ.ά. Αλλά οι δρόμοι για τη σταδιοδρομία ενός νέου καλλιτέχνη σε ξένη χώρα δεν είναι εύκολοι. Ο Φωκάς αναγκάστηκε έτσι να διακόψει την προσπάθειά του στο εξωτερικό, γύρισε πίσω στην πατρίδα του και αποτελεί σήμερα ένα άξιο στέλεχος του ελληνικού κινηματογράφου. Σε μερικές ξένες ταινίες έπαιξε επίσης η Ρίκα Διαλυνά και η Κίτσα Καζάκου, που ασχολήθηκε περισσότερο με την τηλεόραση. Μια ταινία, τη "Φρύνη", γύρισε στο εξωτερικό η Βιργινία Πετιμεζάκη, διαλεγμένη χάρη στην αγαλματένια κορμοστασιά της. Η έξοχη Έλλη Λαμπέτη έγινε ιδιαίτερα γνωστή στο διεθνές κοινό με το "Μια μέρα ο μπαμπάς μου" του Γουέικμαν. Έχει παίξει και σε πολλές προηγούμενες ταινίες και ασφαλώς θα επακολουθήσουν και άλλες. Εκτός από αυτούς υπάρχουν ακόμη και άλλοι πολλοί Έλληνες ηθοποιοί που έπαιξαν σε ξένες ταινίες, οι οποίες γυρίστηκαν στην Ελλάδα.

    Οι ηθοποιοί της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής είναι πολλοί. Ο Γιώργος Φούντας, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Δημήτρης Χορν, που διακρίθηκε στις ταινίες "Φωνή της καρδιάς", "Κυριακάτικο ξύπνημα" και "Κάλπικη λίρα" ο Πέτρος Φυσσούν, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Γιώργος Πάντζας, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο Γιάννης Βόγλης, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Τίτος Βανδής με τη θαυμάσια ερμηνεία του στους "Παρανόμους" και το "Ποτάμι" ο Νίκος Τζόγιας, που έδωσε ωραίους ρόλους στη "Νεκρή Πολιτεία" και την "Τελευταία αποστολή", και ο θαυμάσιος Μάνος Κατράκης που ήταν και παραμένει μεγάλο κεφάλαιο για τον ελλ κινηματογράφο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Εξάλλου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη δημιούργησε ένα σύγχρονο τύπο ενζενύ της οθόνης στα μέτρα που έκαναν άλλοτε διάσημη την Άννυ Όντρα. Η Ξένια Καλογεροπούλου είναι ωραίος κινηματογραφικός τύπος, από τον οποίο ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης μπορεί να δημιουργήσει μια σύγχρονη βεντέτα διεθνούς κλάσεως. Η Μάρω Κοντού με την εξαιρετική φωτογένεια και την άνετη κίνηση παρουσιάζει πολλές δυνατότητες, όπως επίσης και η Έλλη Φωτίου και η Μαριάννα Κουράκου, η οποία έδωσε ένα σίγουρο δείγμα σε επίπεδο διεθνές με την τελευταία της ταινία η "Επιστροφή της Μήδειας". Στο παρελθόν είχαμε και τις αξιόλογες προσπάθειες της Τζένης Καρέζη, της Δάφνης Σκούρα, της Γκέλλυς Μαυροπούλου. Η μετριότητα όμως του ελληνικού κινηματογράφου δεν κατόρθωσε να αναδείξει όλα τα προσόντα τους.

    Πρέπει επίσης να αναφερθούν η Αλεξάνδρα Λαδικού, η Έλενα Ναθαναήλ, η Ζωή Λάσκαρη, η Άννα Φόνσου, η Μέμα Σταθοπούλου, η Μάρθα Βούρτση, η Νινή Τζάνετ, η Μπέτυ Μοσχονά, η Χριστίνα Σύλβα, η Ντίνα Τριάντη, η Μάρθα Καραγιάννη, η Μίρκα Καλατζοπούλου κ.ά. Δεν πρέπει φυσικά να παραλειφθεί το εντυπωσιακό πέρασμα στην οθόνη της Ίλυας Λιβυκού με τον "Ντελικανή" κ.ά. ταινίες. Σε άλλη κατηγορία ανήκουν η Κάκια Αναλυτή που κι αυτή δεν αξιοποιήθηκε, η Άννα Μπράτσου, η Μαίρη Χρονοπούλου, που διαθέτει αναμφισβήτητες δυνατότητες για τον κινηματογράφο, η Νίκη Τριανταφυλλίδη, η Λίλιαν Μηνιάτη, η Κλεό Σκουλούδη, η Ελένη Προκοπίου, η Νάντια Χωραφά, η Μπεάτα Ασημακοπούλου, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, η Ελένη Ανουσάκη, η Βέρα Κρούσκα, η Καίτη Παπανίκα. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί η παλαιότερη συμβολή της Σμαρούλας Γιούλη στον ελληνικό κινηματογράφο, της Αντιγόνης Βαλάκου, της Ελένης Χατζηαργύρη, της Φλωρέτας Ζάννα, της Μιράντας Κουνελάκη και της εξαίρετης Άννας Συνοδινού. Πολύ καλή υπήρξε η εμφάνισή της Νέλλης Αγγελίδου στους "Παρανόμους".

    Ο τομέας των κωμικών ηθοποιών δεν υστέρησε. Από τους πρωταγωνιστές του θεάτρου διακρίθηκαν οι Χρήστος Ευθυμίου, Νίκος Σταυρίδης, Βασίλης Αυλωνίτης, Κούλης Στολίγκας και ο Μίμης Φωτόπουλος που είχαν άνετη κίνηση και πολλή φωτογένεια. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος έδωσε σημαντικές ταινίες όχι μόνο στο χώρο της κωμωδίας. Ο Κώστας Χατζηχρήστος προσπάθησε με σειρά ταινιών του να καλλιεργήσει έναν ωραίο λαϊκό τύπο. Όπως και οι Κώστας Βουτσάς, Σταύρος Παράβας, Σωτήρης Μουστάκας, Θανάσης Βέγγος, Κώστας Ρηγόπουλος, Αλέκος Τζανετάκος, Τάσος Γιαννόπουλος κ.ά. Άλλοι κωμικοί καλλιτέχνες, είναι ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Νίκος Ρίζος, ο Στάθης Ψάλτης, ο Δημήτρης Πιατάς κλπ. Όλοι αυτοί είναι κινηματογραφικοί ηθοποιοί με ταλέντο που η προχειρότητα καταστρέφει την απόδοσή τους. Από την πλευρά Ελληνίδων ηθοποιών της κωμωδίας πρέπει να αναφερθούν η Ρένα Βλαχοπούλου με πολλές επιτυχείς κινηματογραφικές εμφανίσεις, η Γεωργία Βασιλειάδου, η οποία στην εποχή της δημιούργησε ένα σπαρταριστό κινηματογραφικό τύπο.

    Και φθάνουμε τώρα στους δεύτερους ρόλους, αφού προηγουμένως εξηγήσαμε ότι όταν λέμε δεύτερους, δεν εννοούμε οπωσδήποτε κατώτερους. Ο Όρσον Ουέλες π.χ. έχει παίξει άπειρους δεύτερους ρόλους και έχει παρουσιάσει αληθινά άξιες δημιουργίες. Το Χόλλυγουντ είχε οργανώσει στρατιά ολόκληρη δεύτερων ηθοποιών που ήταν παγκόσμια γνωστοί, σαν αστέρια πρώτου μεγέθους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Η ταινία "Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο" συμμετείχε στο διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ του Κάρλοβυ Βάρυ τον Ιούλιο του 1966. Η μεγαλύτερη διάκριση που έλαβε το φιλμ, πέρα από την μεγάλη εμπορική του επιτυχία, ήταν η υποψηφιότητά της για το Βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, και πάλι το 1966.Ήταν η δεύτερη φορά που ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη έφθανε να είναι υποψήφια για το βραβείο αυτό της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, μετά τα «Κόκκινα Φανάρια», σε σενάριο του Αλέκου Γαλανού, δυο χρόνια πριν. Η μουσική της ταινίας, από τον Μίμη Πλέσσα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1966 σε δίσκο 33 στροφών (Philips). Στην επική σκηνή της κηδείας του Μαρίνου Αντύπα μέριμνα του σκηνοθέτη είναι να ολοκληρώσει την «αποθέωσή» του.. Η κηδεία είναι επικών διαστάσεων, πάλι μέσα στο φως και τον κάμπο. Ο επιτάφιος λόγος από τον Οδυσσέα(Κούρκουλος) είναι γεμάτος λυρισμό. Το όνειρο του Μαρίνου Αντύπα ήταν μια ευτυχισμένη Θεσσαλία, χορτάτα παιδιά και μάνες. Αλλά τώρα που έφυγε δεν πρέπει να σβήσει το όνειρό του. Θέτει και το δίλημμα «Τα χωράφια ή τους τάφους μας». Ένας παπάς ευλογεί τον αγώνα, και ο κόσμος μοιάζει να ξεσηκώνεται. Ο Οδυσσέας φωνάζει «Όχι τουφέκια, ούτε αίμα!» Και συνεχίζει «Ο λόγος (του Αντύπα) έπεσε στη γη σα σπόρος, κι η άνοιξη που ονειρεύτηκε ζυγώνει». Μια τετ α τετ σκηνή με τον πατέρα θα σηματοδοτήσει τη στάση του ήρωα: Βγάζει τη γραβάτα και το σακάκι και μαζί με τους χωριάτες τραγουδούν το νεκρό: Πρόκειται για ένα τραγούδι σε στίχους του Νίκου Φώσκολου και μουσική του Μίμη Πλέσσα, το γνωστό μας «Αητέ και παλικάρι» . Η σκηνή είναι απόλυτα επική με τον κόσμο τριγύρω παραταγμένο, με τα εργαλεία ορθωμένα στον ουρανό . Ο Αντύπας έχει αποθεωθεί. Το μοιρολόι εξελίσσεται σε αγωνιστικό παράγγελμα

    (Πηγές: ELIAS' WORDS και stoixoi.info)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ο Νίκος Κούρκουλος (Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 1934- 30 Ιανουαρίου 2007) ήταν Έλληνας ηθοποιός, που υπηρέτησε το Εθνικό Θέατρο, το οποίο και τον γαλούχησε. Υπήρξε επίσης αθλητής του Παναθηναϊκού.

    Θεατρική Προσφορά
    Στα νιάτα του υπήρξε ποδοσφαιριστής στον Παναθηναϊκό και από σύμπτωση πήρε την απόφαση να γίνει ηθοποιός, όπως ο ίδιος έλεγε. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στο πλευρό του Μάνου Κατράκη, από την οποία αποφοίτησε το 1958. Την πρώτη θεατρική του εμφάνιση έκανε στο έργο «H κυρία με τις καμέλιες» με τον θίασο Λαμπέτη - Xορν (1958-59). Η θεατρική του πορεία στη συνέχεια έχει ως εξής: 1959-60: Συμμετοχή στο θίασο Βεργή στο έργο «Nίκη χωρίς φτερά». 1964: «Πύργος» του Φραντς Kάφκα και «Iούλιος Kαίσαρ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. 1967: «Ποτέ την Kυριακή» («Ίλια Nτάρλιγκ») στις H.Π.A., σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, παράσταση για την οποία κέρδισε την υποψηφιότητα για το Βραβείο Tony. 1971: «H Δίκη» του Φραντς Kάφκα. 1972: Συγκροτεί δικό του θίασο. Ανεβάζει το «Tάνγκο» του Σλ. Mρόζεκ. 1974: Δημιουργεί το θέατρο «KAΠΠA» όπου στεγάζει τον θίασό του. 1975: «Όπερα της πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ. 1976: «O Γλάρος» του Άντον Tσέχοφ. 1982: «Oιδίποδας τύραννος» του Σοφοκλή. 1983: «Aνταπόκριση» του Oύγκο Mπέτι. 1986: «Ψηλά από τη Γέφυρα» του Άρθουρ Mίλερ. 1987: «Στη Φωλιά του Kούκου» του Nτέιλ Bάσερμαν. 1988: Σκηνοθέτησε το «Φτωχέ μου φονιά» του Πάβελ Kόχουτ. 1992: Tελευταία εμφάνιση στο θέατρο, με τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, στην Eπίδαυρο. 1993: Πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. 1994: Kαλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού θεάτρου. Ίδρυσε την Πειραματική Σκηνή και το Εργαστήρι Ηθοποιών, έθεσε σε μόνιμη λειτουργία την Παιδική Σκηνή του Θεάτρου, ενώ στις καινοτομίες του καταγράφηκε και η τεράστια επιτυχία του μιούζικαλ «Βίρα τις άγκυρες» των Β. Παπαθανασίου - Μ. Ρέππα, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, ως το πρώτο μουσικό έργο στην ιστορία του Εθνικού Θεάτρου, αφιερωμένο στην ελληνική επιθεώρηση.

    Κινηματογραφική και τηλεοπτική παρουσία

    Στον κινηματογράφο διακρίθηκε σε ρόλους "ζεν-πρεμιέ" και πρωταγωνίστησε σε κοινωνικά δράματα, όπως "Οργή", "Κατήφορος" (1961), "Ορατότης Μηδέν" (1970). Αξιόλογη ήταν και η ερμηνεία του σε πολεμικά δράματα, όπως "Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο", ενώ από τη φιλμογραφία του δεν έλειψε και η παρουσία του σε ξενόγλωσσες ταινίες. Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πήρε δύο φορές το βραβείο α΄ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στις ταινίες "Οι Αδίστακτοι" (1965) και "Ο Αστραπόγιαννος" (1970). Η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία ήταν στην ταινία Το Φράγμα (1982). Στην τηλεόραση πρωταγωνίστησε στη σειρά "Το 13ο κιβώτιο" στον ΑΝΤ-1.

    Θάνατος

    Το 2001 ο ηθοποιός διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο στο ρινοφάρυγγα. Παρά τα προβλήματα υγείας, συνέχιζε να αγωνίζεται για το Εθνικό Θέατρο. Απεβίωσε στις 30 Ιανουαρίου 2007 και κηδεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 2007 από το νεκροταφείο Ζωγράφου, στη γειτονιά όπου μεγάλωσε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή