7/12/14

Στέλιος Μπικάκης

Facebook Page
"Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1965. Λύρα έπιασε στα χέρια του για πρώτη φορά δεκατεσσάρων χρονών ενώ στα δεκάξι του είχε ήδη αρχίσει τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις. Του αρέσει η ατμόσφαιρα της νύχτας και δεν θα επέλεγε ποτέ δουλειά που να μην έχει σχέση μαζί της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Στέλιος Μπικάκης είναι από εκείνους τους συναδέλφους του, όπως λεει «που κοιμούνται στις εφτά το πρωί και ξυπνούν στις εφτά το απόγευμα». Σαν χαρακτήρας παραδέχεται ότι είναι αφάνταστα νευρικός, όχι όμως κακός. Δεν θεωρεί τον εαυτό του φιλοχρήματο, αν και του έχουν δοθεί οι ευκαιρίες να πλουτίσει. Αντικομφορμιστής, από τους ελάχιστους που δεν έχουν ακόμα κινητό τηλέφωνο, του αρέσει να "δαμάζει" την φύση και ασχολείται μαζί της σαν ερασιτέχνης κτηνοτρόφος και γεωργός. Θέλει τα δύο του παιδιά να μεγαλώσουν με τρόπο υγιή, όπως μεγάλωσε ο ίδιος, να κυλιστούν στο χώμα... Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις που έχει δεχθεί από την στιγμή που άρχισε η επιτυχία του, αν και του προσδίδουν όλο και μεγαλύτερη δημοτικότητα, τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο. Δεν πιστεύει σε συλλογικές καλλιτεχνικές προσπάθειες, αντίθετα πιστεύει ότι ο δρόμος του καλλιτέχνη είναι μοναχικός. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο κι εκείνος επέλεξε «να μην είναι με τους πολλούς»... "

Γενέθλια
https://www.youtube.com/watch?v=pY5Z5TED5RM
Στίχοι: Στέλιος Μπικάκης Μουσική: Σ. Μπικάκης - Γ Σισσάκης


Από μια συνέντευξη του Στέλιου στα "Ρεθεμνιώτικα Νέα" για να ξετελεύουμε με το θέμα για ποιόν γράφτηκε και ήντα λέει ο ίδιος για το Νότη:


-Πως έγραψα τα Γενέθλια που έγιναν επιτυχία σ’όλη την Ελλάδα
-Το 2000,ο Στέλιος Μπικάκης, κάνει ένα καθαρά λαικό δίσκο, την ''Φυγή'' Πωλείται στην Κρήτη, εδώ τον γνωρίζουν, εδώ είναι το κοινό του. Αυτό το κοινό, ξεχωρίζει ένα τραγούδι μελαγχολικό, θλιμμένο, πονεμένο, τα Γενέθλια. Ελάχιστοι γνωρίζουν τότε, πως πρόκειται για μια κραυγή, για ένα μοιρολόι συναισθημάτων προσωπικής ιστορίας του στιχουργού και ερμηνευτή. Την περίοδο που κυκλοφορούσε ο δίσκος μου Νυχτέρια, και πήγαινε πάρα πολύ καλά, αρρωσταίνει το παιδί που είχαμε αποκτήσει, ένα αγοράκι,από μια σπάνια αρρώστια. Ένα παιδί στο εκατομμύριο μπορεί να χτυπηθεί απ’ αυτήν την αρρώστια. Το χάσαμε. Ένα μισυ χρόνο περάσαμε μια περίοδο πολύ δύσκολη με την γυναίκα μου την Αμαλία. Σ’αυτήν την δύσκολη φάση της ζωής μου, αποτυπώνω στο χαρτί εκείνα που είχα μέσα μου. Γράφω σε στίχους τα συναισθήματα μου. Δεν τους ολοκληρώνω σε τραγούδι. Μετά από κάποιο διάστημα,τυχαίνει να πεθάνει κι ο πατέρας μου, τότε συμπληρώνω και ολοκληρώνω σε τραγούδι τους στίχους. Το 2000 το έβαλα στον δίσκο. Έτσι γεννήθηκαν τα Γενέθλια που αγαπήθηκαν τόσο πολύ κι ας μιλούν για θάνατο. Είναι στίχοι βγαλμένοι απ΄την ψυχή μου κι ας βρέθηκαν και τότε κάποιοι να με κατηγορήσουν στεκόμενοι σε μια λέξη μόνο,στην λέξη ‘’ΠΟΥΤΑΝΑ’’. Αρέσει σε όλους. Στα νέα παιδιά, σε μεγαλύτερους,σε γιαγιάδες που αυτό με συγκινεί περισσότερο’’ λέει ο Στέλιος Μπικάκης.


Τον ρωτώ αν τον ενόχλησε το γεγονός πως γνωστό στην Ελλάδα, το τραγούδι έγινε απ’τον Νότη κι όχι απ’τον ίδιο, παρά το γεγονός ότι το τραγουδούσε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια πριν:-Δεν μου αρέσει να είμαι αχάριστος. Και θα ήμουν αχάριστος αν έλεγα ότι με ενόχλησε αφού ο Σφακιανάκης με έκανε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Δεν οικειοποιήθηκε το τραγούδι, δεν είπε πουθενά ότι είναι δικό του ή απέκρυψε ότι είναι δικό μου. Φρόντισε να διαδώσει ποιανού είναι, στην παρουσίαση του δίσκου του με κάλεσε και με παρουσίασε στα ΜΜΕ σαν τον δημιουργό και πρώτο εκτελεστή του τραγουδιού αυτού. Ακόμα και την λέξη ''τριαντάρισα'' που άλλαξε σε ''σαραντάρισα'' με ρώτησε αν μπορεί να το κάνει. Αυτό και μόνο δείχνει το ήθος του'' λέει και συγκινημένος μου αναφέρει την γνωριμία και την φιλία που είχε με αδελφό του τον Γιώργο που ήταν δική του ιδέα κι επιμονή να τραγουδήσει ο Νότης το τραγούδι.''Λίγο μετά που ο Νότης το τραγούδησε, ο Γιώργος,47 χρόνων, πέθανε'' rethimno13

1 σχόλιο:

  1. Στα μονοπάτια του καημού
    στη γέφυρα του στεναγμού
    μ’ έκαν’ η μάνα μου
    Μια φθινοπωρινή βραδιά,
    ζωή την κρύα σου καρδιά
    είδαν τα μάτια μου

    Με κουδουνίστρες πλαστικές
    όμορφες και χρωματιστές
    με νανουρίζανε
    Και τα ματάκια τα μικρά
    είδαν του κόσμου τ’ αγαθά
    και συμφωνήσανε

    Ήταν το γάλα μου πικρό
    και το νεράκι μου γλυφό
    που με μεγάλωνε
    Κι απέναντι στη κούνια μου,
    η μοίρα η κακούργα μου
    και με καμάρωνε

    Ήταν το κλάμα μου μουντό
    σαν κάτι να `θελα να πω,
    μα δε με νιώσανε
    Μια λυπημένη αναπνοή
    για την πουτάνα τη ζωή
    που μου χρεώσανε

    Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
    δε με ρωτήσανε ζωή, μα σε συνήθισα
    Σαν πληγωμένο αετόπουλο στο χώμα,
    ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα

    Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
    άλλα μου δείξανε και άλλα εγώ αντίκρισα
    Θεέ μου κι ας ήξερα ποια μέρα θα πεθάνω
    και του θανάτου μου γενέθλια να κάνω

    Πάνω σε λάσπες και καρφιά
    στ’ άδικου κόσμου τη φωτιά πρωτοπερπάτησα
    Ισορροπία σταθερή
    για να προλάβω τη ζωή,
    όμως την πάτησα

    Μονό το "α" και το "χ"
    στη σχολική μου εποχή
    πρωτοσυλλάβισα
    Γι αυτό το "αχ" και το "γιατί"
    όπου βρεθώ μ’ ακολουθεί
    κι ας τριαντάρισα

    Έτσι περνούσε ο καιρός
    και γω στο δρόμο μου σκυφτός
    έκανα όνειρα
    Έτυχε να `μαι απ’ αυτούς
    που κολυμπάνε στους αφρούς
    και στα λασπόνερα

    Στάζει το αίμα της ψυχής,
    σαν τις σταγόνες της βροχής
    όμως ποιος νοιάζεται
    Και την αόρατη πληγή
    που μέσα μου αιμορραγεί
    ποιος τη μοιράζεται

    Έτσι ξεκίνησα λοιπόν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή