1/2/15

Παραλογές

Οι παραλογές είναι επικολυρικά δημοτικά τραγούδια που έχουν ως κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα την αφηγηματικότητα και τη δραματικότητα. Παραλογές είναι τα τραγούδια με πλαστή, παραποιημένη υπόθεση, που δεν μεταφέρουν στον ποιητικό χώρο ένα απλό επεισόδιο αλλά περιγράφουν μια ολοκληρωμένη πράξη. Οι παραλογές μοιάζουν με συμπυκνωμένες τραγωδίες. Υπάρχει ένας αφηγητής κατά το πρότυπο των αρχαίων ραψωδών που αφηγείται με τρόπο ποιητικό ένα δραματικό περιστατικό που έχει τη βάση του στην κοινωνική ζωή, στην οικογενιακή ζωή, στην εθνική ζωή, στην ναυτική ζωή αλλά διανθίζεται με πολλά μυθικά στοιζεία. Οι παραλογές και στην περίπτωση που περιγράφουν ένα πραγματικό γεγονός, το εμφανίζουν σαν μια οριακή, ακραία κατάσταση, όπου προβάλλεται το ουσιώδες ενώ απωθείται το τυχαίο. Γνωστώτερες παραλογές είναι Του νεκρού αδελφού, Ο Γυρισμός του ξενιτεμένου, Η νύμφη που κακοπάθησε.

Ο όρος “επύλλια” συναντάται ως εναλλακτική ονομασία του είδους των “παραλογών” ή εκείνο της “μπαλάντας”, των δημοτικών τραγουδιών δηλαδή τα οποία παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αρτιότητα. Σύμφωνα επίσης με την “Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας” του Λίνου Πολίτη, τα τραγούδια χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα “κυρίως άσματα” και τα “διηγηματικά” ή “επύλλια”. Σ’ αυτά τα δεύτερα κατατάσσονται όλα τα τραγούδια στα οποία συναντά κανείς ποιητική ωριμότητα, λογοτεχνική αρτιότητα και ενδιαφέρον.
 Παραλογαί
"Εις τα εθνικά εκείνα άσματα
των Ελλήνων, όσα ύπόθεσιν έχουν
ιδεώδη ή πεπλασμένην, η φαντασία
του λαού εκδηλώνεται μετά περισσής
ποικιλίας, ελευθερίας και δυνάμεως".
(Fauriel) 
Της Άρτας το γιοφύρι
https://www.youtube.com/watch?v=wZgHtPRyG20
Από την εκπομπή «Μουσικό Οδοιπορικό», αφιέρωμα στη Σκιάθο.
Τραγουδάει η Μαίρη Μπατλή και την συνοδεύουν Σκιαθήτες στο «Χορό της Καμάρας». Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στη Σκιάθο, το 1976. Το τραγούδι σε άλλη σκιαθήτικη παραλλαγή με τον Γιώργη Τζούμα, περιλαμβάνεται στο CD «Παραλογές» (2008), http://www.domnasamiou.gr/?i=portal.e....

Αργός καθιστικός σκοπός από την Ανατολική Θράκη σε ελεύθερο ρυθμό. Από τις πιο γνωστές και διαδεδομένες σε πανελλήνια κλίμακα Παραλογές, με θέμα που το συναντούμε σε όλους τους λαούς της Βαλκανικής. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι το τραγούδι έχει ελληνική προέλευση, ενώ η αρχική του κοιτίδα τοποθετείται στην Μικρά Ασία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Το θέμα του τραγουδιού απηχεί την πανάρχαια και σε πολλούς λαούς γνωστή δοξασία, πως για να στεριώσει κάθε μεγάλο οικοδόμημα χρειάζεται να θυσιαστεί ζώο ή άνθρωπος. Η ψυχή του θύματος γίνεται στοιχειό που με την υπερφυσική του δύναμη προστατεύει το κτίσμα. Όσο πιο ευγενές είναι το θύμα τόσο καλύτερα περιφρουρείται το κτίσμα. Στους Βυζαντινούς χρόνους μάλιστα στοιχείωσις λεγόταν "η δια θυσία οικοδόμησις". Η δοξασία αυτή επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας (σφάξιμο ζώου στα θεμέλια, κάρφωμα ίσκιου περαστικού διαβάτη κλπ.). Greek Folk Music [dimitris804]
Του νεκρού αδελφού -Χρόνης Αηδονίδης
https://www.youtube.com/watch?v=a37tcnChQAM

2 σχόλια:

  1. [Κατ΄αρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι το γεφύρι που κατέπεσε την 1 Φεβ. 2015 ήταν αυτό της Πλάκας λόγω ισχυρών βροχοπτώσεων. Εκείνο το γιοφύρι ήταν μονότοξο.]

    Το πέτρινο γεφύρι της Άρτας, είναι το πιο ξακουστό στην Ελλάδα και αυτό βέβαια το χρωστάει στο θρύλο για τη "θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα", που η λαϊκή μούσα τον έκανε τραγούδι. Η αρχική κατασκευή του γεφυριού τοποθετείται στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας επί βασιλέως Πύρρου Α. Αυτό είναι φυσικό, δεδομένου ότι σε αυτά τα μέρη αναπτύχθηκε αξιόλογος πολιτισμός από τα προχριστιανικά ακόμη χρόνια. Συνεπώς, οι αρχαίοι Αμβρακιώτες είχαν ανάγκη να κατασκευάσουν στο σημείο αυτό κάποιο πέρασμα, γεφύρι, έργο που ασφαλώς θα βελτιώθηκε στα Ελληνιστικά χρόνια, όταν ο βασιλιάς Πύρρος Α' έκανε την Αμβρακία πρωτεύουσα του κράτους του, κι ακόμη αργότερα - στα ρωμαϊκά χρόνια - με την άνθηση της διπλανής Νικόπολης και την αύξηση της εμπορικής κίνησης. Τη σημερινή του μορφή, το Γεφύρι της Άρτας απέκτησε το έτος 1602-1606 μΧ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τη χρηματοδότηση της κατασκευής του Γεφυριού της ‘Αρτας έγινε από έναν Αρτινό παντοπώλη, τον Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγο, ο οποίος προφανώς είχε εμπορικές δραστηριότητες και είχε ενδιαφέρον για τη διάβαση του Αράχθου ποταμού από τα μουλάρια με τα φορτία του.[2]). Δυστυχώς τα στοιχεία που μας παρέχουν οι αρχαίες πηγές είναι ελάχιστα και γι' αυτό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχθούμε για τη μελέτη του στο ίδιο το κτίσμα

    Η γέφυρα αυτή, κατά τον Χρονογράφο της Ηπείρου, είναι κτίσμα των προ Χριστού Ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα όμως με μερικές παραδόσεις, κτίσθηκε όταν η Άρτα έγινε πρωτεύουσα πόλη στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, ίσως και επί Δεσπότη Μιχαήλ Β' Δούκα. Ως χρονολογία οικοδόμησης φέρονται κατ' άλλους το 1602 και κατ' άλλους το 1606. Ο Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος έχει σημειώσει ότι αυτή κτίσθηκε κατά μία παράδοση από κάποιον Αρταίο ορθόδοξο παντοπώλη. Κατά το δημοτικό τραγούδι που ανήκει στα άσματα του ακριτικού κύκλου, 1300 κτίστες, 60 μαθητές, 45 μάστοροι (μηχανικοί) υπό τον Αρχιμάστορα, προσπαθούσαν να κτίσουν τη γέφυρα της οποίας τα θεμέλια κάθε πρωί ήταν κατεστραμμένα. Τελικώς -σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση- ένα πτηνό με ανθρώπινη φωνή γνωστοποίησε πως για να στεριώσει η γέφυρα απαιτείται η ανθρωποθυσία της συζύγου του Πρωτομάστορα. Το οποίο και έγινε με κατάρες που καταλήγουν σε ευχές.

    Το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο (πολιτικό στίχο). Η ιστορική έρευνα διατυπώνει ότι ο θρύλος αυτός έκρυβε πολλά χρόνια μια ιστορική αλήθεια για την περιοχή της Άρτας και γενικότερα της Ηπείρου. Όταν χρειάστηκε να περάσει από τη περιοχή μεγάλη δύναμη τουρκικού στρατού ζητήθηκε η βοήθεια των κατοίκων για τη δημιουργία μιας γέφυρας. Τότε προστρέξανε πάρα πολλοί δηλώνοντας ότι γνωρίζουν να κτίζουν, προκειμένου να κερδίσουν κάποια εύνοια. Όταν όμως έμαθαν οι κάτοικοι το σκοπό για τον οποίο θα πέρναγε το τουρκικό ασκέρι πήγαιναν τη νύκτα και γκρέμιζαν ότι την προηγούμενη οι ίδιοι είχαν φτιάξει. Όταν οι Τούρκοι ζήτησαν να μάθουν γιατί αργεί τόσο πολύ το έργο εκείνοι απάντησαν ότι τελικά είναι στοιχειωμένο το μέρος πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι ή δεν θα περνούσαν ή ότι θα επέστρεφαν. Τότε ο τούρκος διοικητής (πουλάκι) διέταξε τη σύλληψη του Πρωτομάστορα και της γυναίκας του και τη θανάτωσή τους. Τότε φοβούμενοι όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι στο έργο της ανέγερσης Έλληνες για τη τύχη που θα τους περίμενε έσπευσαν και ολοκλήρωσαν το γεφύρι συνοδεύοντας με κατάρες το τουρκικό ασκέρι αναπολώντας την αλλοτινή δόξα της φυλής που επί Μ. Αλεξάνδου έφθασαν από Δούναβη μέχρι Ευφράτη. Μετά όμως την εθνεγερσία του 1821 και αναμένοντας την απελευθέρωσή τους από τον ελληνικό στρατό (αδελφό στη ξενιτιά) οι προηγούμενες κατάρες έγιναν ευχές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή


  2. Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
    γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
    Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
    Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
    "Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
    ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."
    Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
    δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χηλιδόνι,
    παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:
    "Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
    και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
    παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
    που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."

    Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
    Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
    Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
    αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
    Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
    "Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
    γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι."

    Να τηνε κι εξαναφανεν από την άσπρην στράτα.
    Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
    Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
    "Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
    μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργιομισμένος;
    "Το δαχτυλίδι το 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
    και ποιος να μπει, και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;"
    "Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,
    εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."
    Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
    "Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
    τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα."

    Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
    παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
    "Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
    Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
    η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
    κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
    Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
    κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."

    "Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
    πο 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."
    Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
    "Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
    κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
    τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή