25/3/15

Το κλέφτικο τραγούδι και η κλεφτουριά

Τα τραγούδια του 1821:
Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήρε το όνομά του από το περιεχόμενο των στίχων του. Είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγο­νότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση, ούτε προσήλωση σε συγκε­κριμένα πρόσωπα. Εδώ οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί. Στα ολιγόστιχα λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών, κλέφτικα τραγούδια η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προ­σώπων, ενώ ενίοτε, όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος.

 Ο λαϊκός ήρωας στα κλέφτικα τραγούδια, αμυνόμενος, απορρίπτει αδίστακτα την εντολή σε υποταγή και προκρίνει τον θάνατο, αρνούμενος να διαχωρίσει την ατομική του ύπαρξη από την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του εγώ. Επειδή λοιπόν τον 18ο αιώνα ήταν σχεδόν αποκλεισμένη η ομαδική συλλογική επαναστατική δράση, ο κλέφτης αποτελεί αιτιο­λογημένο σύμβολο της ατομικής αντιπαράθεσης με τους φορείς της εξουσίας. Πρόκειται κυρίως για περιστατικά ένοπλης αντιπαράθεσης κλέφτικων ομάδων με αρματολικές, αλλά και όψεις από τη ζωή τους γενικότερα. Επιπλέον σε αυτά εκβάλλουν συστήματα αξιών, στάσεις ζωής και πολιτισμικές πρακτικές που ανα­πτύσσονται ιδιαίτερα στον αγροτικό χώρο και τους ορεσίβιους. Από αυτή την άποψη τα κλέφτικα συνιστούν πολιτισμική παραγωγή μιας ιστορικά και κοινωνικά προσ­διορισμένης κοινωνικής πραγματικότητας: των ορεινών αγροτικών και ποιμε­νικών κοινοτήτων του ηπειρωτικού χώρου της νότιας Βαλκανικής κατά τον 18ο αιώνα. Χορεύονται με ρυθμό καλαματιανό ή τσάμικο.

Κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη οι Κλέφτες και οι Αρματολοί αποτέλεσαν την "μαγιά της λευτεριάς" και ο Κολοκοτρώνης επεξηγεί πως "αυτό το είδος ζωής, όπου εκάμναμε μας εβοήθηησε πολύ εις την Επανάστασίν, διότι ηξεύραμε τα κατατόπια, τους δρόμους, τας θέσεις, τους ανθρώπους. Εσυνηθίσαμε να καταπονούμε τους Τούρκους, να υποφέρουμε την πείναν, την δίψαν, την κακοπάθεια..."

Κλέφτικη Ζωή (Εμείς οι μαύροι κλέφτες) -Λουκιανός Κηλαηδόνης
https://www.youtube.com/watch?v=ZqujgBvvGdg


Μάνα μου τα κλεφτόπουλα
https://www.youtube.com/watch?v=8UHRymuhtBY&spfreload=10



Αποχαιρετισμός στο Κλέφτη
"Και φέρτε μοu και ταμπουρί, πικρά να το βαρέσω
Να πω τραγούδια θλιβερά, τραγούδια μοιρολόγια
Πικρό πούναι το βάρημα, φαρμακερό το βόλι. 
Μην πείτε πως απέθανα μήτε πως μ΄εσκοτώσαν
Μόνε πως επαντρεύθηκα πολύ μακρυά στα ξένα."

4 σχόλια:

  1. Η κατάκτηση του ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς ώθησε κάποιους από τους πληθυσμούς των πεδινών περιοχών στο να αποσυρθούν σε άγονες ορεινές περιοχές, προσπαθώντας να γλυτώσουν από τις συνέπειες της γειτνίασης με τουρκικά στρατιωτικά ή διοικητικά κέντρα. Στις καινούριες συνθήκες ζωής τους στο σκληρό αυτό περιβάλλον δημιουργήθηκε και η ψυχοσύνθεση του αντάρτη, του ανυπότακτου, οποίος καταφεύγει στην αρπαγή, για την ηθική ικανοποίησή του αλλά και για λόγους επιβίωσης. Πράγματι, τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν για τη δράση των κλεφτών τον 18ο αιώνα αναφέρονται μόνο σε πράξεις ληστείας και είναι γενικά παραδεκτό από τους ιστορικούς πως δεν είχαν συνείδηση ότι αγωνίζονται για την ελευθερία του συνόλου. Αντίθετα, η ένταση της ληστείας φαίνεται ότι αυξάνεται στον οθωμανικό κόσμο από τον 17ο αιώνα κ.ε., κυρίως ως έμμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης της αυτοκρατορίας. Επιπλέον παράγοντας που θα πρέπει να συνυπολογιστεί είναι ότι η ληστεία ήταν συνηθισμένη συμπληρωματική οικονομική δραστηριότητα των ορεινών νομαδικών ή ημινομαδικών ποιμενικών φύλων και, σε ορισμένες περιοχές, όπως στον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας, ήταν ενδημικό φαινόμενο από την αρχαιότητα.

    Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κλέφτες ήταν μόνιμη πηγή αταξίας και ανησυχίας καθώς, οργανωμένοι σε ολιγο- ή πολυμελείς συμμορίες, προκαλούσαν τον τρόμο στους χωρικούς και τους διαβάτες. Στήνοντας ενέδρες στους εμπόρους και τους ταξιδιώτες στα διάφορα περάσματα, τους λήστευαν ή τους κρατούσαν ομήρους μέχρι να εισπράξουν λύτρα, χωρίς γενικά να τους ενδιαφέρει το θρήσκευμα των θυμάτων τους.

    Οι σύγχρονοι ιστορικοί απορρίπτουν την αντίληψη ότι οι κλέφτες έκλεβαν μόνο τους Τούρκους και τους πλούσιους προσκυνημένους Έλληνες (πχ τους κοτζαμπάσηδες). Υποστηρίζουν πως βασικός στόχος τους ήταν τα αδύνατα τμήματα του πληθυσμού και επιτίθεντο στους ισχυρούς, οθωμανούς και χριστιανούς, μόνο όταν αισθάνονταν εξαιρετικά δυνατοί. Οι κλέφτες εκείνης της εποχής, λοιπόν, δε φαίνονται να είχαν εθνική συνείδηση, αν και έχει υποστηρικτές και η άποψη ότι εξεγέρσεις των κλεφτών πριν το 1821 είχαν εθνικά χαρακτηριστικά. Ο Ι. Φιλήμων επίσης αναφέρει ότι οι Τούρκοι ονόμαζαν "άπιστους κλέφτες" (χιρζίζ γκιαουρλάρ) τους Έλληνες επαναστάτες. Ληστρική δράση παρόμοια με αυτή των ελλήνων κλεφτών σημειώθηκε και σε άλλες χώρες της τουρκοκρατούμενης βαλκανικής χερσονήσου, πχ από τους Χαϊντούκους (Haidouks).

    Τα σποραδικά στοιχεία για τη δράση των κλεφτών εκείνη την εποχή δείχνουν τις αρπαγές και τη σκληρότητά τους[11] ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις, οι χωρικοί αντιστέκονταν ένοπλοι στις επιθέσεις των κλεφτών, ακόμη και σε συνεργασία με τους Τούρκους, όπως έγινε κατά τον κατατρεγμό των κλεφτών το 1805 στην Πελοπόννησο. Με τη δράση τους, οι κλέφτες ήταν μόνιμη πληγή της υπαίθρου και, κατά τη νεότερη αντίληψη, είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό πως ήταν αγαπητοί στο χριστιανικό πληθυσμό και πως οι χωρικοί τους έβλεπαν σαν εκδικητές τους. Θα ασκούσαν όμως κάποια γοητεία στους φτωχούς και απόλεμους κατοίκους της υπαίθρου, με τη σκληρότητα, την ικανότητα στα όπλα και το θάρρος τους.[13]

    Το οθωμανικό κράτος, αδυνατώντας να επιβάλει το ίδιο την τάξη, ιδιαίτερα στις ορεινές επαρχίες του, χρησιμοποίησε ένοπλες ομάδες πρώην κλεφτών ή άλλων οπλαρχηγών, προκειμένου να περιορίσει τη δράση των κλεφτών. Οι ένοπλες αυτές ομάδες ονομάζονταν αρματολοί.

    Από τον 18ο αιώνα οι κλέφτες άρχισαν να δείχνουν πως είναι ικανοί να δημιουργήσουν προβλήματα στην οθωμανική κυριαρχία, με αποτέλεσμα να γίνονται υπολογίσιμοι και από τις ξένες δυνάμεις που απέβλεπαν σε εξέγερση των χριστιανικών λαών των Βαλκανίων αλλά και από τους Έλληνες που απέβλεπαν στην αποτίναξη της τουρκικής κυριαρχίας. Οι τελευταίοι είδαν στους κλέφτες τους ηρωικούς εκδικητές του Ελληνισμού και έδωσαν ρομαντικό πνεύμα στη λέξη κλέφτης, με πρώτο παράδειγμα το συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας η οποία δημοσιεύτηκε το 1806 στην Ιταλία. Αυτός αποκαλεί τους κλέφτες ανθρώπους, οι οποίοι, μη υποφέροντας τη φοβερή τυραννία των Οθωμανών, φεύγουν στα δάση για να διαφυλάξουν την ελευθερία τους και δεν ενοχλούν καθόλου τους χωρικούς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συνθήκες διαβίωσης και πολεμική τακτική
    Οι συνθήκες διαβίωσης των κλεφτών ήταν πολύ άσχημες. Αυτό συνέβαινε γιατί αναγκάζονταν να μετακινούνται συνεχώς και να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή. Η πολεμική τους τακτική ήταν άρτια, λόγω της πολλής και σκληρής τους εξάσκησης όποτε δεν βρίσκονταν στη μάχη.

    Εξεγέρσεις
    Οι κλέφτες βοήθησαν πολύ στις διάφορες εξεγέρσεις που πραγματοποιήθηκαν μέχρι να καταλήξουν στην επανάσταση. Συνεπώς, η μεγάλη συμβολή τους στις εξεγέρσεις οδήγησε σε ένα μεγάλο ποσοστό στην καθοριστική έναρξη της επανάστασης του 1821.

    Οι αντιλήψεις για τους κλέφτες μετά την Επανάσταση του 1821
    Σταδιακά και μέχρι την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα το 1821, οι κλέφτες, μαζί με τους αρματολούς, αποτέλεσαν τη μόνη στρατιωτική δύναμη τη Ελλάδας η οποία μπορούσε να πολεμήσει επιτυχώς τον κατακτητή, χάρη στην επιτυχημένη εφαρμογή του κλεφτοπολέμου. Άσχετα λοιπόν με τα αρχικά τους κίνητρα, οι ληστρικές αυτές ομάδες αποτέλεσαν τη "μαγιά της λευτεριάς, όπως έγραψε λίγο αργότερα ο αγωνιστής του '21 Μακρυγιάννης. Μετά την επανάσταση, η επιτυχής συμβολή των κλεφτών σε αυτή έδωσε την αφορμή να αλλάξει σημασία η λέξη κλέφτης. Η ρομαντική αυτή αντίληψη για τους κλέφτες διαδόθηκε γρήγορα, γιατί κολάκευε το παρελθόν των Ελλήνων.[16], συνδέοντας τους κλέφτες με την εθνικιστική ιδεολογία, μέσω ιστορικών όπως οι Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και Σπυρίδων Τρικούπης. Επιπλέον, πολλοί πρώην κλέφτες ή αρματολοί ανέβηκαν στις ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ιεραρχίας της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα. Αρκετοί από αυτούς[18] στα απομνημονεύματά τους εξωράισαν ως πατριωτική την προεπαναστατική δράση των κλεφτών και αρματολών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οι αρματολοί ήταν ένοπλοι Χριστιανοί τους οποίους προσεταιρίζονταν οι οθωμανικές αρχές και τους ανέθεταν την τήρηση της τάξης σε μια περιοχή (αρματολίκι). Στα οθωμανικά αρχεία ονομάζονται martolos, martoloz ή mertiloz. Έχουν προταθεί περισσότερες από μία ετυμολογίες για την προέλευση της λέξης. Η πιθανότερη είναι ότι προέρχεται από τον ιταλικό όρο armato ή martoloso (=οπλοφόρος) που χρησιμοποιούνταν από τους Βενετούς γενικά για τους ένοπλους που μίσθωναν στην περιοχή. Κατ' άλλους, προέρχεται από το αρματολόγος > αρματολόος > αρματολός. Σε κάθε περίπτωση το όνομα είναι νεότερο, αλλά ο θεσμός φαίνεται παλαιότερος.

    Ο θεσμός του Αρματολικιού εντοπίζεται τον 16ο αιώνα την περίοδο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.Επρόκειτο για περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου,κυρίως ορεινές, δασώδεις και δυσπρόσιτες, οι οποίες όμως δεν έθεταν σε αμφισβήτηση την οθωμανική κυριαρχία και από φορολογική άποψη είχαν δευτερεύουσα σημασία. Οι περιοχές αυτές με κτηνοτροφική οικονομία, διοικούνταν από συμβούλια αρχηγών χωριών και διέθεταν ένοπλα σώματα με ένα καπετάνιο επικεφαλής με βασικό καθήκον την κατοχύρωση της ασφάλειας της περιοχής της. Η οπλοφορία στις περιοχές αυτές ήταν συνυφασμένη με τις κοινωνικές δομές των περιοχών αυτών και την έλλειψη ή περιορισμένη παρουσία θεσμών δημόσιας ασφάλειας στις περιοχές αυτές.

    Το αρματολίκι των Αγράφων
    Το αρματολίκι των Αγράφων προέκυψε μετά από την συμφωνία στην οποία ήλθε ο Οθωμανός αρχιστράτηγος και Δερβέναγας με τους Αγραφιώτες, συμφωνία γνωστή ως συνθήκη του Ταμασίου, η οποία είχε υπογραφεί στις 10 Μαΐου 1525. Έτσι συγκροτήθηκε το πρώτο και μεγαλύτερο αρματολίκι των Βαλκανίων. Ο αρματολικός θεσμός επεκτάθηκε μετά τα Άγραφα από το 1529 από τον Ιμπραήμ πασά στρατηγό του Σουλεϊμάν και βεζίρη. Δημιουργήθηκαν δεκαεφτά αρματολίκια, όλα στην κεντρική ορεινή Ελλάδα, την ορεινή Θεσσαλία και ορισμένα στη Μακεδονία.

    Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιχειρεί να τις ελέγξει όχι τόσο για φορολογικούς λόγους όσο για να τους «ουδετεροποιήσει ή [...] να τους οικειοποιηθεί για τις στρατιωτικές και μεταφορικές της ανάγκες» Έτσι άλλοτε με στρατιωτικά μέσα και άλλοτε με διαπραγματεύσεις προσπαθούσε να τους περιορίσει. Επρόκειτο για θεσμούς όπου η κατάκτηση παρέμεινε ημιτελής σε σύγκριση με τις πεδινές περιοχές των Βαλκανίων. Ήταν απότοκα της διαρκούς αντίστασης στην πλήρη οθωμανική κυριαρχία, και όχι της υποταγής τους αλλά του αποκλεισμού τους από τις ζωτικές γι' αυτούς περιοχές. Υποτέλεια με αντάλλαγμα της εσωτερική αυτονομία και φοροδότηση κατ' αποκοπή, κάτι που εξασφαλιζόταν ενόπλως. Επρόκειτο για «μικρά προτεκτοράτα εντός του αυτοκρατορικού κράτους με βαθμό εσωτερικής αυτονομίας». Το αρματολίκι ήταν ο χώρος που προστάτευε ένα αρματολικό σώμα,μια ομάδα ενόπλων. Τους αρματολούς πρότειναν για διορισμό και επόπτευαν ταυτόχρονα οι Οθωμανοί δερβεναγάδες οι οποίοι υπάγονταν στους περιφερειακούς πασάδες και από το 1761 στον Επόπτη Δερβενίων.[6] Ο αρματολικός θεσμός συνιστούσε μεταβίβαση της κρατικής ευθύνης φύλαξης του χώρου από τους Οθωμανούς σε τοπικούς ένοπλους προεστούς ραγιάδες οι οποίοι ανέλαβαν αστυνομικά καθήκοντα ακόμα και έναντι των Οθωμανών.

    Τι δεν ήταν τα Αρματολίκια και οι Αρματολοί
    Οι Αρματολοί δεν προέρχονταν από τους διανοούμενους αβαντουρίστες σαν τον Μιχαήλ Μάρουλο τον Ταρχανιώτη, ή τοπικούς ευγενείς πολεμάρχους που αντιστάθηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπως ο Κροκόδειλος Κλαδάς στη Μάνη, ή ο Θεόδωρος Μπούας της Άρτας ή Σκεντέρμπεης. Δεν πρέπει οι Αρματολοί να συγχέονται με τη Μεσαιωνική Καταλανική Αδελφότητα μισθοφόρων (Compangia Almugaveres) που έδρασε στην Κεντρική Στερεά τον 14ο αιώνα. Δεν πρέπει να συγχέεται με τα δερβενοχώρια και τους Δερβενεντζήδες (Derbenci) φύλακες περασμάτων και γεφυρών, στενών.Δεν πρέπει να συγχέεται με τις ένοπλες συνοδείες των μουσουλμάνων και χριστιανών προεστών, τους κάπους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλαματιανός

    Είναι ένας ελληνικός παραδοσιακός χορός που ανήκει στο είδος χορού συρτός. Στη βασική του μορφή έχει δώδεκα βήματα, από τα οποία τα επτά πρώτα είναι προς τα εμπρός και τα υπόλοιπα πέντε επί τόπου.

    Δημοφιλέστατος δημοτικός χορός, που λέγεται και ίσος ή συρτός, με πανάρχαιες ελληνικές ρίζες. Άγνωστος είναι ο δημιουργός του. Το όνομα του προέρχεται από την Πελοπόννησο, όπου και δημιουργήθηκε. Πολλές όμως είναι οι θεωρίες που διατυπώθηκαν για την αρχαία του προέλευση. Αυτή φαίνεται από απεικονίσεις σε αγγεία, καθώς επίσης και από τοιχογραφίες που παρουσιάζουν μερικά χαρακτηριστικά του βήματα ή φιγούρες. Το ότι οι χορευτές κρατούν ο ένας τον καρπό του άλλου, μας βοηθάει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο καλαματιανός έχει κάποια σχέση με κάποιον από τους χορούς των αρχαίων προγόνων μας. Ο ευχάριστος ρυθμός του και τα απλά βήματά του τον καθιέρωσαν σαν τον δημοφιλέστερο Ελληνικό χορό και χορεύεται σε όλη την Ελλάδα από άνδρες και γυναίκες. Τα βασικά βήματα του είναι 12 και χορεύονται ταυτόχρονα από όλους τους χορευτές. Δίνει την ευκαιρία στον χορευτή που σέρνει τον χορό να κάνει πολλούς αυτοσχεδιασμούς. Στην αρχή όλοι οι χορευτές σχηματίζουν κύκλο και βλέπουν το κέντρο του. Τα πόδια τους είναι σε θέση προσοχής, και κρατιούνται μεταξύ τους από τους καρπούς ή με τα μαντήλια.

    Ο ρυθμός του καλαματινού είναι 7σημος, δηλαδή με μέτρο 7/8.

    ΑπάντησηΔιαγραφή