8/3/15

Κώστας Χαραλαμπίδης

Ο Δρ Κώστας Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στο Μονιάτη της Λεμεσού. Μετά την αποφοίτησή του από το Β’ Γυμνάσιο της πόλης σπούδασε θέατρο και Αγωγή του Λόγου στην Αθήνα. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Middlesex του Λονδίνου και είναι κάτοχος μάστερ και διδακτορικού στα Μ.Μ.Ε. και στον Πολιτισμό. Εργάστηκε ως ηθοποιός, παραγωγός και σκηνοθέτης, στην Αθήνα, την Κύπρο, την Ευρώπη και την Αμερική. Γράφει θέατρο, ποίηση και παιδική λογοτεχνία και ασχολείται με την έρευνα της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης. Εξέδωσε σε ψηφιακούς δίσκους σειρά από μεσαιωνικά και δημοτικά τραγούδια και σειρά από βιβλία παιδικής λογοτεχνίας. Το 2005 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Πήρε μέρος σε διεθνείς διοργανώσεις για την τέχνη και τον πολιτισμό και πραγματοποίησε σειρά από διαλέξεις και παρουσιάσεις. Είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, όπου διδάσκει Αγωγή του Λόγου, Επικοινωνία και Πολιτισμό. Είναι επίσης ερευνητής και παρουσιαστής των τηλεοπτικών προγραμμάτων της κρατικής τηλεόρασης της Κύπρου (ΡΙΚ) "Γραμμή 1088", "Κύπρος ένα ταξίδι", "Κυπρίων Νόστος" κ.ά.

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
https://www.youtube.com/watch?v=yITcm3M5HMc

Αροδαφνούσα
https://www.youtube.com/watch?v=47IYtnno8Tg
Δημοτικό Τραγού Κύπρου Σύντομη-διασκευή Κώστα Μόντη
Τραγούδι/Απαγγελία: Κώστας Χαραλαμπίδης
Στο πιάνο Σάββας Σάββα
Από το δίσκο "Φωνές της Κύπρου"



Η Αροδαφνούσα είναι ένα από τα  πολυτραγουδησμένα δημοτικά τραγούδια της Κύπρου. Το τραγούδι πραγματεύεται το θέμα "έρωτας-θάνατος". Σύμφωνα με την παράδοση η Αροδαφνούσα ήταν μια πεντάμορφη χωριατοπούλα από το χωρίο Χούλου της Πάφου που θάμπωσε τον ρήγα με την ομορφιά της και την είχε ερωμένη.
Άης Γιώρκης
https://www.youtube.com/watch?v=0d9EAVmzOxo
Δημοτικό Τραγού Κύπρου 
Τραγούδι/Απαγγελία: Κώστας Χαραλαμπίδης
Από το δίσκο Ακριτικά "Τραγούδια της Κύπρου"


Άλλες Εκτελέσεις: Αλκίνοος Ιωαννίδης
https://www.youtube.com/watch?v=TawhQ6ytmts&spfreload=10
Μιχάλης Ττερλικκάς
 https://www.youtube.com/watch?v=n7oqvQ88c6c

6 σχόλια:

  1. Η Αροδαφνούσα είναι ένα από τα πολυτραγουδησμένα δημοτικά τραγούδια της Κύπρου το οποίο διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας από στόμα σε στόμα. Το τραγούδι πραγματεύεται το θέμα "έρωτας-θάνατος" και μπορεί να λεχθεί ότι διατηρεί στοιχεία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Σύμφωνα με την παράδοση η Αροδαφνούσα ήταν μια πεντάμορφη χωριατοπούλα από το χωρίο Χούλου της Πάφου που θάμπωσε τον ρήγα με την ομορφιά της και την είχε ερωμένη. Από την Χούλου ο μύθος παίρνει την Αροδαφνούσα στο άλλο άκρο του νησιού, στο κάστρο της Καντάρας, στη Κερύνεια, όπου μια από τις Ρήγαινες της Κύπρου, η Ρήγαινα Ελεονώρα αιχμαλωτίζει την Αροδαφνούσα που ο Φράγκος Ρήγας της Κύπρου, Πέτρος, αγάπησε. Η Αροδαφνούσα έμεινε έγκυος, ακριβώς όταν ο Ρήγας έφευγε για να πολεμήσει στους Αγίους Τόπους. Η Ρήγαινα περίμενε έως ότου ο Ρήγας ήταν μακριά και ακίνδυνος, και κατόπι κλείδωσε την Αροδαφνούσα στο κάστρο για να λιμοκτονήσει και τελικά να την σκοτώσει. Το ποίημα είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Το μέτρο τούτο προσδίδει στο ποίημα μιαν ιδιαίτερη χάρη τόσο στην ευφωνία όσο και στη μελοποίηση. Ακόμη η ομοιοκαταληξία που χρησιμοποιεί ο λαϊκός ποιητής, συνταιριασμένη με τις σωστές στην κάθε περίπτωση λέξεις της κυπριακής διαλέκτου, κάνει το ποίημα ιδιαίτερα ελκυστικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Kάπου στραφτεί κάπου βροντά,
    κάπου χαλάζιν ρίβκει,
    κάπου Θεός εθέλησεν μιαν χώραν ν’ αναύρη.
    Μήτε στραφτεί μήτε βροντά,
    μήτε χαλάζιν ρίβκει,
    μήτε Θεός εθέλησεν μιαν χώραν ν’ αναύρη,
    μονόντας εν η ρήαινα τες σκλάβες της τζιαί δέρνει,
    τζιαί δέρνει τζιαί σκοτώνει τες,
    για να της μολοήσουν,
    πκοιάν αγαπά ο ρήας της τζιαί πκοιάν εν π’ αγκαλίζει.
    Τζιαί πκοιάν βαλεί στ’ αγκάλια του την νύκταν τζιαί τζοιμίζει.
    Τζιαί πολοάται η σκλάβα της, της ρήαινας τζιαί λέει:
    - Αν σου το πω τζυράκκα μου, έσσιεις με σκοτωμένην,
    τζ’ αν σου το φήκω στο κρυφόν, είμαι θανατισμένη.
    Τζιαί πολοάται η ρήαινα της σκλάβας της τζιαί λέει:
    - Μα το σπαθίν που ζώννουμαι, που πα ομπρός τζιαί πίσω,
    τζείνον να ένει ο χάρος μου, σκλάβα μου αν σου τζίσω.
    Τζιαί πολοάται η σκλάβα της, της ρήαινας τζιαί λέει:
    - Πάνω στην πάνω γειτονιάν έσσιει τρεις αερφάες,
    την μιαν λαλούν την η Ροδού, την άλλην Αδορούσαν
    η τρίτη η καλλύττερη εν η Αροδαφνούσα,
    τον μήναν που γεννήθητζεν ούλλα τα δέντρ’ ανθθούσαν,
    εππέφταν τ' άνθθη πάνω της τζιαί μυρωδκιοκοπούσαν.
    Ροδόστεμμαν εν η Ροδού, γλυκόν εν η Αδορούσα,
    μα το φιλίν του βασιλιά εν γιά την Αροδαφνούσαν.
    Τζείνην εν π’ αγαπά ο αφέντης μου, τζείνην εν π’ αγκαλίζει
    τζείνην βάλει στ’ αγκάλια του, την νύκταν τζιαί πλαγίζει,
    που το μάθεν ο Βασιλιάς τζεί πάει τζιαί κονεύκει.
    Που το μάθεν η ρήαινα, αρκώθην τζιαί θυμώθην,
    Κάθεται γράφ’ έναν χαρτίν, γλήορις το βουλλώνει
    τζιαί δια το της, της σκλάβας της, στ’ Αροδαφνούν να πάρει
    χαπάρκα τζιαί μυνύνατα πεμπεί της για να πάει.
    Τζ’ έπηρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
    το μονοπάτιν βκάλλει την στ’ Αροδαφνούς τα σπίδκια,
    τζιαί πολοάται η σκλάβα της Αροδαφνούς τζιαί λέει:
    - Άνου να πας Αροδαφνού, τζ’ ωσγοιάν αν θέλεις πάμεν
    Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’ η ρήαινα σε θέλει
    - Τζιαί μέναν σκλάβα η ρήαινα που μέ’ δεν, που με ξέρει!
    Ίντα με θέλει ρήαινα, ίντα’ν το μήνιμαν της;
    τζιαί αν με θέλει για χορόν, να πκιάσω τα μαντήλια,
    αν ένι για το γέμωσμα, να πκιάσω τα λαήνια,
    αν ένι για το ζύμωμαν, να πάρω τες σανίες,
    τζ’ αν ένι για μαείρεμαν, να πάρω τες κουτάλες.
    Τζιαί πολοάται η σκλάβα της Αροδαφνούς τζιαί λέει:
    - Άνου να πάμε Ροδαφνού, τζ’ ότι αν θέλης πκιάσε.
    Τζ’ επκιάσεν τ’ ανικτάριν της, τζιαί στο σεντούτζιν πάει,
    τζ’ έβκαλεν τα παλλιά ρούχα, φόρησεν τα καλά της
    π’ αππέσσω βάλλει πλουμιστά, π’ αππέξω γρουσαφένα,
    τέλεια που πάνω έβαλεν τα μαρκαριταρένα,
    καζακκάν ολόγρουσον φορεί, γρουσόν μαλαματένον,
    ποδά κομμάτιν λασμαρίν, να μεν την πκιάνει ο ήλιος,
    ποζιεί γρουσόν μήλον κρατεί, τζιαι παίζει το τζιαί πάει.
    Τζιαί βάλλει βάγιες που τ’ ομπρός, τζιαί βάγιες που τα πίσω,
    τζιαί βάγιες που τα δκυο πλευρά τζιαί πέρνουν την τζιαί πάει,
    τζ’ επολοήθην τζ’ είπεν τους, των βάγιων της, τζιαί λέει:
    - Έλατε, βάγιες μου καλές στης ρήαινας να πάμεν,
    γιατί εν ενί θέλημαν θεού,
    πόψε εις την εκκλησσιάν αντίερον να φάμεν.
    Επήραν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
    το μονοπάτιν βκάλει τες στης ρήαινας τον πύρκον.
    Εβκέην έναν το σκαλίν, τζιαί σούστην τζ’ ελυίστην,
    εβκέην τζ’ άλλον το σκαλίν τζ’ ενιφτοκανατζίστην,
    τέλεια στο πάνω το σκάλιν τζ’ η ρήαινα την νώθη,
    φωνάζει τζιαί της σκλάβας της, τσαέραν γιά να φέρη.
    Που την θωρεί η ρήαινα έμεινεν σπαγιασμένη:
    - Είδα την τζιαί σπαγιάστηκα, τζ’ άντρας μου πως να μείνει!
    - Τζ’ ώρα καλή σου ρήαινα.
    - Καλός την πέρτικαν μου!
    Καλός ήρτες Αροδαφνού, να φας να πκιής μετά μας
    - Εγιώ εν ήρτα ρήαινα, να φα να ξεφαντώσω,
    παρά βουλήν μου έπεψες τζιαί ήρτεν να με πάρη.
    Ρωτά την τζιαί ξαννοίει την πκιάν αγαπά ο ρήας.
    - Εγιώ τζυρά μου ρήαινα, χαπάριν εν το έχω.
    Τζιαί τζει χαμαί η ρήαινα έκαμεν τζει να πάει
    τζιαί πολοάτ’ Αροδαφνού τζιαί λέει τζιαί λαλεί της:
    - Άδε την αναρκοδοντούν, την τουμπομετοπούσαν,
    το πετινάριν το τσιφνόν, καλά μου το λαλούσαν !
    Η ρήαινα εν άκουσεν,
    οι σκλάβες της που τουν τζεί χαμαί, τζείνες εν που τ' ακούσαν
    τζ' επήαν εις την ρήαιναν τζιαί λέουν τζιαί λαλούν της:
    - Tζιαί να’ ξερες τζυράκκα μου, Αροδαφνού ιντά πεν!
    Άδε την αναρκοδοντούν, την τουμπομετοπούσαν,
    το πετινάριν το τσιφνόν, καλά μου το λαλούσαν!
    Κάθεται γράφ’ έναν χαρτίν, γλήορις το βουλλώνη
    τζιαί δια το εις στην σκλάβα της, Αροδαφνούς να πάρη
    Χαπάρκα τζιαί μηνύματα πάλε στην Ροδαφνούσαν

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. - Άνου να παμεν Ροδαφνού, τζ’ η ρήαινα σε θέλει.
    Τζιαί πολοάται η Αροδαφνού της σκλάβας της τζιαί λέει:
    - Τωρά μουν εις την ρήαιναν, πάλε ίντα με θέλει!
    - Άνου να πάμεν Ροδαφνού τωρά εν που σε θέλει.
    Έμπην έσσω τζιαί έφκαλεν τα ρούχα τα καλά της
    τζιαί φόρισεν τα μαύρα της τα ρούχα τα παλιά της,
    μαυρίζει τζιαί το μήλον της, τζιαί πέζει το τζιαί πάει
    τζιαί πολοήθην τζ’ είπεν τους τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
    - Τζ’ ελάτε βάγιες δαχαμέ να ποσσιαιρετιστούμεν,
    γιατ’ εν ηξέρω βάγιες μου αν ενά ξαναβρεθούμεν
    τζιαί που σα πάω βάγιες μου, πού σ’ αποσσιαιρετώ σας
    γιατ’ εν ηξέρω βάγιες μου, πκιόν αν τζιαί ξαναδώ σας.
    Έσσιετε γειάν ψηλά βουνά, τζιαί κλίνη που τζοιμούμουν,
    τζ’ αυλή που δκιατζενεύκουμουν, τόποι που δκιατζενούμουν.
    Τζ’ επήρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
    το μονοπάτιν βκάλει την στης ρήαινας το πύρκον.
    - Ίντα με θέλεις ρήαινα, τζ’ ίνταν το θελημάν σου;
    Που την θωρεί η ρήαινα που τα μαλιά την πκιάννει.
    - Ελα να πάμεν Ροδαφνού, τζ’ ο κάμινος αφταίννει.
    Τζιαί πολοάτε η Αροδαφνού της ρήαινας τζιαί λέει:
    - Tζιαί χάμνα με που τα μαλλιά, τζιαί πκιάσ’με που το σσιέριν.
    Χαμνά την απού τα μαλλιά, πκιάννει την που το σσιέριν.
    Τζιαί βάλλει μιαν φωνήν μιτσσιάν τζιαί μιαν φωνήν μεάλην.
    Τζ’ ο ρήας εις την περασσιάν, εσείστην η πιννιά του,
    πάνω στο φαν, πάνω στο πιείν, ο ρήας την ακούει:
    - Μουλλώστε ούλλα τα βκιολιά τζιαί ούλλα τα λαούτα,
    τουτ’ η φωνή, που ξέβικεν, εν της Αροδαφνούσας,
    Τζιαί φέρτε μου τον μαύρον μου, σελλοχαλινωμένον.
    Ππηά, καβαλλιτζεύκει τον, σαν ήτουν μαθημένος
    τζ’ ώστι να πεί έσσιετε γειάν, έκοψεν σσίλια μίλια,
    τζ’ ώστι να πουν εις το καλόν, στης ρήαινας τον πύρκον.
    Βρίσκει την πόρταν βαωτήν, βάλλει φωνήν μεάλην
    Έλ’ άννοιξε μου, ρήαινα, Σαρατζηνοί με τρέχουν,
    Σαρατζηνοί με τα σπαθκιά, Φράντζοι με τες κουρτέλλες.
    Τζιαί πολοάται η ρήαινα τζιαι λέει τζιαί λαλεί του:
    - Έπαρ’ μου λλίην πομονήν, λλίην καρτερωσύνην,
    γεναίκαν έχω στο τζελλίν, πέρκιμον την γεννήσω.
    Κλοτσσιάν της πόρτας έδωκεν, όξω’ τουν, τζ’ έσσω βρέθην,
    θωρεί τζιαι την Αροδαφνούν χαμαί στην γην σφαμένην,
    τζιαί πκιάννει τζιαί την ρήαιναν, στον κάμινον την βάλλει.
    Αγκάδκιασεν στην κόξαν του, τζ’ ηύρεν χρυσόν φηκάριν,
    μέσα στο χρυσοφήκαρον, βρισκ’ αρκυρόν μασσιέριν,
    στους ουρανούς το πάταξεν, στο σσιέριν του ευρέθην,
    τζιαί πάλε ξανασύρνει το, εις την καρκιάν του έμπην.
    Τζ’ επκιάσαν τους τζ’ εθάψαν τους τζεί πάνω πον τα τζιόνια.
    Τζιαί τζείνος που το έβκαλεν, σαν ποιητής λοάται,
    τζείνου πρέπει μακάρισι τζ’ εμέναν ως παλλά τε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ο Άης Γιώρκης το αιώνιο σύμβολο της πίστης μας

    Δευτέρα ήτουν της Καθαράς που κάμνουν την νομάδαν
    Μες το καράβιν έμπηκεν την πρώτην εβτομάδαν
    Τζαι τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν
    Ψουμίν, νερόν εν εβρέθηκεν μεσά στην χώραν τούτην

    Ψουμίν νερόν είχεν πολλύν κατω μακρά στο πλάτος
    Τζει μέσα εκατώκησεν ένας μεάλος δράκος
    Τζαι δεν τα’ αφήνει το νερόν στην χώραν τους να πάει
    Ταΐνιν του εκάμνασιν ποναν παιδίν να φάει
    Να ξαπολύσει το νερό, στην χώραν για να πάει

    Άλλοι είχαν έξι και οκτώ τζι επέμπαν του τον έναν
    τζι ήρτεν γυριν τ’ αφέντη μας, τ’ αφέντη βασιλέα
    Είχεν μιαν κόρην μοναχήν τζι είχεν να την παντρέψει
    Θέλοντας τζαι μη θέλοντας του δράκου να την πέψει.

    Παντές τζι η κόρη εν άγιος, Χριστός τζι απάκουσεν την
    Τον Άη Γιώρκην να σου τον ‘που πάνω κατεβαίνει
    τζαι με την σέλλαν την γρουσήν τζαι το γρουσόν αππάριν

    Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζαι γεια σου
    Μουσκούς τζαι ροδοστέμματα στα καμαρόφρυα σου
    τζι είντα γυρεύκεις λυερή στου δράκου το λιβάδι
    Του δράκοντα του πονηρού, να βκεί τζαι να σε φάει

    Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πω δεν φτάνω
    Άνθρωποι που την πείναν τους τρώει ένας τον άλλον
    φαϊν πολύ νερό πολυ εξω μακρα στο πλάτος
    τζει μέσα εκατότζοισεν ένας μεγάλος δράκος

    (Έτσι έθελεν η τύχη μου, έτσι ήτουν το γραφτό μου
    Μες στην τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου)

    Να σου ποτζεί τον δράκοντα που πάνω τζι ανεβαίνει
    τζι όταν τους είδε τζι ήταν τρεις κρυφές χαρές παθαίνει
    πάντοτες ένας έρκετουν σήμεραν τρεις εν που ΄ταν
    Μπουκκωμαν τρώω άδρωπον, το γιώμαν την γεναίκαν
    τζαι ως του ήλιου βουττήματα άππαρον με την σέλλαν

    Τζαι πολοάτε άγιος τζαι λέει τζαι λαλεί του

    Μιαν χατζιαρκάν του χάρισεν τζι η πόλις ούλλη σείστην
    τζαι το σκαμνίν του βασιλιά εσείστην τζαι ραήστην
    Βκάλλει που το δισσάτζιν του μεάλον αλυσίδιν
    τζι έπκιασεν τζι εχαλίνωσεν τζειν’ το μεάλον φίδιν

    Τράβα το κόρη λυερή στην χώραν να το πάρεις
    Για να το δουν αβάφτιστοι να παν να βαφτιστούσιν
    Για να το δουν απίστευτοι να παν να πιστευτούσιν

    Άνταν τους βλέπει ο βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει
    Ποιος ειν’ αυτός που μου ‘καμεν τούτην την καλοσύνην
    Να δώκω το βασίλειον μου τζι ούλλον τον θησαυρόν μου
    Να δώκω τζαι την κόρην μου τζαι να γενεί γαμπρός μου

    Τζι επολοήθην Άγιος τζαι λέει τζαι λαλεί του
    Έν θέλω το βασίλειον σου μήτε τον θησαυρόν σου
    Μιαν εκκλησιάν να χτίσετε, μνήμην τ’ Άη Γιωργίου
    Που έρκεται η μέρα του ΄κοστρείς του Απριλλίου
    Που έρκεται η μέρα του ΄κοστρείς του Απριλλίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Καλησπέρα σας, θα ήθελα να ρωτήσω για τις διαφορετικές παραλλαγες που υπάρχουν για το τραγούδι του Αη Γιωρκού από που θα μποορούσα να βρω αξιόπιστες πηγές για τις διαφορετικές παραλλάγές που υπάρχουν και από που ανήκουν;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. "Για τις ρίζες του παραδοσιακού τραγουδιού του Αγίου Γεωργίου αναφέρει ο Kωστής Kοκκινόφτας, ερευνητής του Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου:

      Tο τραγούδι αυτό αποτελείται από 155 στίχους και πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Aθανάσιο Σακελλάριο, το 1868. Στα χρόνια που ακολούθησαν δημοσιεύτηκαν και πολλές άλλες παραλλαγές του, με περισσότερους ή λιγότερους στίχους, προερχόμενες σχεδόν από κάθε γωνιά του νησιού, όπως από τη Xούλου, την Κυθρέα, την Ακανθού, το Kαζάφανι, το Παραλίμνι, τη Δερύνεια, τον Άγιο Δημήτριο Μαραθάσας, το Πραστιό Αμμοχώστου, την Πάφο, και αλλού.

      https://politis.com.cy/buzzlife/people/toy-ai-giorkoy-i-istoria-toy-paradosiakoy-tragoydioy-vid/

      Διαγραφή