17/4/15

Παραδοσιακή Ποντιακή Μουσική

Στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος...

Λιτή κι απέριττη η γλώσσα τους.
Η ποντιακή διάλεκτος είναι αρκετά τραχιά και δύσκολη για τους μη μυημένους ενώ η σχετική γεωγραφική και γλωσσική απομόνωση του Πόντου, οδήγησε στη διατήρηση αρκετών αρχαϊκών στοιχείων σχεδόν άγνωστων σε μας σήμερα. Τα τραγούδια τους βγάζουν πάντα σχεδόν ένα πόνο αλλά συγχρόνως και μια απίστευτη λεβεντιά. Στους ποντιακούς χορούς, οι άνδρες και οι γυναίκες σχηματίζουν συνήθως κύκλο και πιάνονται από τους καρπούς. Χορεύουν με στητό το σώμα, τα πόδια ελαφρά ανοιχτά και τα χέρια άλλοτε υψωμένα και άλλοτε με λυγισμένους τους αγκώνες. Το σώμα ακολουθεί, με πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις (ιδίως των γλουτών), τα μικρά βήματα των ποδιών. Οι ποντιακοί χοροί εκτελούνται με συνοδεία μουσικής από κεμεντζέ που παίζει ο κεμεντζετζής (λυράρης), ο οποίος συχνά στέκεται στο κέντρο του κύκλου. Κατά τις υπαίθριες γιορτές, η μουσική προέρχεται από τουλούμ (ασκί, γκάιντα) και ταούλ (νταούλι, ζουρνά) ή κεμεντζέ και ντέφι. Πιο γνωστοί ποντιακοί χοροί είναι ο πολεμικός χορός σέρρα, τον οποίο πολλοί ταυτίζουν με τον αρχαίο πυρρίχιο και ο χορός πιτσάκ ή χορός των μαχαιριών. Ο κεμετζές, η ποντιακή λύρα, με τις τρείς μόνο χορδές της και τη φιαλόσχημη μορφή της, αποτελεί το σήμα κατατεθέν.
Γνωστά Παραδοσιακά Ποντιακά Τραγούδια: Τσάμπασιν, Αητεντς επαραπετανεν, Μέρεν μάνα ο αδελφό μ΄, Πατρίδα  μ΄αρεύω σε, Μανίτσα έχω σε νο νουμ, Ερθαν οι έμποροι, Η μάνα εν κρυό, Σεράντα μήλα κόκκινα

Καζαντζίδης - Πατρίδα μ΄ αραεύω σε
https://www.youtube.com/watch?v=QVgivB6sKcY



Ποντιακός Χορός Σέρρα - Τελετή λήξης Ολυμπιακών Αγώνων
https://www.youtube.com/watch?v=ICDNe8re2NE


5 σχόλια:

  1. Η Μαύρη Θάλασσα

    Κατά την Ελληνική μυθολογία η περιοχή κατοικείτο από τη θεότητα «Πόντος», γιος του Αιθέρα και της Γαίας. Είναι επίσης η θάλασσα την οποία διέσχισε ο Ιάσονας κατά την Αργοναυτική εκστρατεία με το μυθικό πλοίο Αργώ. Η μυθολογία θέλει δε τον Αυτόλυκο, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας, ως ιδρυτή της Σινώπης.

    Κατά τους ιστορικούς, ο Πόντος αποικίζεται από τους Έλληνες από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Η πόλη δε της Μιλήτου φέρεται σαν ιδρύτρια πολλών πόλεων τόσο στα δυτικά, όσο και στα ανατολικά παράλια του Ευξείνου Πόντο.

    Πέρα από τη σημασία της θαλάσσιας χώρας, ως Πόντος είναι γνωστή στο ελληνικό στοιχείο και η βόρεια ακτή της Μικράς Ασίας που βρέχεται από τα νερά του Ευξείνου Πόντου. Οι κάτοικοι αυτής της περιοχής λέγονται Πόντιοι.

    Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, η γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται από την Σινώπη στα δυτικά έως την Γεωργία στα ανατολικά, φιλοξένησε τη Δυναστεία των Κομνηνών που ίδρυσε την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας . Στο τέλος του A΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι ελληνορθόδοξοι του Πόντου επιχειρούν τη σύσταση είτε αυτόνομα, είτε σε συνεργασία με τους Αρμένιους υπό μορφή συνομοσπονδίας, ανεξάρτητου κράτους. Το εγχείρημά τους απέτυχε με αποτέλεσμα τον αφανισμό και ξεριζωμό του ελληνορθόδοξου στοιχείου από την περιοχή που πήρε διάσταση γενοκτονίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η Ποντιακή διάλεκτος ονομάζεται η γλώσσα των Ποντίων που κατοικούσαν στις νότιες-νοτιοανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας.

    Θεωρείται ότι προέρχεται από την τοπική όψιμη ελληνιστική Κοινή σε χώρο με ιωνικό υπόστρωμα. Το λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί από την τουρκική και από γλώσσες του Καυκάσου, των οποίων η επίδραση δεν έχει διακριβωθεί μέχρι τώρα. Δέχτηκε επιδράσεις από το λεξιλόγιο των Γενουατών και των Βενετσιάνων της Τραπεζούντας. Ωστόσο οι ξένες λέξεις εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας.

    Όσον αφορά στον θεμελιώδη διαχωρισμό των ελληνικών διαλέκτων με κριτήριο τον φωνηεντισμό (τη διατήρηση ή στένωση των ατόνων φωνηέντων), η διάλεκτος δεν μπορεί να ενταχθεί καθ' ολοκληρίαν σε μία από τις τρεις βασικές ομάδες ιδιωμάτων (βόρεια, ημιβόρεια, νότια), διότι τα τραπεζουντιακά και χαλδιώτικα έχουν ημιβόρειο φωνηεντισμό (χάνουν τα άτονα [i], [u], αλλά δεν παρουσιάζουν στένωση των ατόνων [e], [o]: π.χ. κόρ', πεγάδ', γίν'νταν), ενώ τα οινουντιακά διατηρούν αλώβητο (νότιο) φωνηεντισμό (π.χ. κόρη, πεγάδιν, γίνουνταν).

    Χαρακτηριστικά

    Η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του η ως ε. Π.χ. πεγάδιν = πηγάδι, κεπία = κήποι, νύφε = νύφη, εμέτερον = ημέτερον.
    Η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του ω ως ο, όπου η Κοινή ελληνική έχει ου. Π.χ. ζωμίν = ζουμί, καρβώνι = κάρβουνο, ρωθώνι = ρουθούνι.
    Η χρήση ψιλών συμφώνων (κ,π,τ) αντί δασέων (χ,φ,θ), ένδειξη της Ιωνικής προέλευσης της διαλέκτου. Π.χ. ασπαλίζω=ασφαλίζω, σπίγγω=σφίγγω.
    Η χρήση του Ιωνικής προέλευσης 'κι τη νέονος, ο πάππον > τη πάππονος, ο λύκον > τη λύκονος, ο Τούρκον > τη Τούρκονος.
    Την κατάληξη της προστακτικής των ρημάτων σε -ον. Π.χ. γράψον = γράψε, άψον (του ρ. άφτω<ἀνάπτω) = άναψε, ποίσον (<ποίησον) = φτιάξε.
    Τον σχηματισμό της μέσης φωνής των ρημάτων σε -ούμαι. Π.χ. ανακατούμαι, σκοτούμαι, στεφανούμαι.
    Τον σχηματισμό του αορίστου της παθητικής φωνής σε -θα. Π.χ. εγαπέθα = αγαπήθηκα, εκοιμέθες = κοιμήθηκες, εστάθεν = στάθηκε, σταμάτησε.
    Τον σχηματισμό της προστακτικής του αορίστου σε -θετε. Π.χ. εγαπέθετε, εκοιμέθετε, εστάθετε.
    Τη σποραδική χρήση του απαρεμφάτου. Π.χ. εποθανείναι, μαθείναι, κόψ'ναι, ράψ'ναι, χαρίσ'ναι, αγαπέθην, κοιμεθήν).
    Τον αρχαιότροπο τονισμό των ονομάτων στην κλητική πτώση. Π.χ. άδελφε, Νίκολα, Μάρια.
    Τη σποραδική χρήση του ας αντί του να. Π.χ. δος με ας φάγω.
    Η διατήρηση πολλών αρχαϊκών στοιχείων στο λεξιλόγιο. Π.χ. σεύτελον <ιων. σεῦτλον = τεύτλον, ξύγαλαν < οξύγαλαν = γιαούρτι.
    Η διατήρηση του γένους ονομάτων. Π.χ. η τραγωδία = το τραγούδι.

    Η απομόνωση αυτή επέδρασε και στη μη περαιτέρω εξέλιξη διάφορων γλωσσικών τύπων, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν στα νεοελληνικά, και σε άλλες αλλαγές, όπως:

    Η διατήρηση ασυνίζητων τύπων. Π.χ. καρδία = καρδιά, λαλία = λαλιά, παιδία = παιδιά, ψωμία = ψωμιά, χωρίον = χωριό.

    Αναπτύχθηκαν ακόμη φθόγγοι οι οποίοι δεν υπάρχουν στα νεοελληνικά, ενώ άλλαξε και η προφορά ορισμένων γραμμάτων, όπως:

    Η συνίζηση των φωνηεντικών συμπλεγμάτων ια και εα, εξελίχθηκε στον φθόγγο ä, που προφέρεται ως φωνήεν μεταξύ του ε και του α. Π.χ. όλä = όλα, οσπίτä = σπίτια, λεοντάρä = λιοντάρια, τραγωδ΄äνος = τραγουδιστής, κιφάλä = κεφάλια, θέλετ' äτο < θέλετε ατό = θέλετε αυτό, το θέλετε, ομ΄äζω < ομοιάζω = μοιάζω.
    Η συνίζηση του φωνηεντικού συμπλέγματος ιο, εξελίχθηκε στον φθόγγο ö, που προφέρεται ως φωνήεν μεταξύ του ε και ο. Π.χ. τελ΄öνω = τελειώνω, ĥ΄öνιν = χιόνι.
    Το γράμμα σ όταν ακολουθείται από κε ή κι προφέρεται ως š, δηλαδή ως παχύ σ. Π.χ. šκεπάζω, šκίζω, šκύλος.
    Το γράμμα χ όταν ακολουθείται από ε ή ι προφέρεται ως ĥ, δηλαδή ως παχύ χ. Π.χ. ĥέρι, ĥαιρετώ, ĥίλä = χίλια.
    Διαφορετική προφορά παρατηρείται και στα γράμματα:
    ζ που προφέρεται ως ž, δηλαδή ως παχύ ζ. Π.χ. χαλάžä = χαλάζια, žαγκώνω = σκουριάζω.
    ξ που προφέρεται ως κ+š (παχύ σ). Π.χ. κšύνω < εκĥύνω = χύνω.
    ψ που προφέρεται ως π+š (παχύ σ). Π.χ. πšη = ψυχή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Γεωγραφική εξάπλωση

    Ήταν αρχικά η γλώσσα των Ελλήνων (Πόντιοι) που κατοικούσαν στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως στην σημερινή Τουρκία αλλά και στην Αρμενία και την Γεωργία. Ο 18ος και ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζονται από μεταναστευτικά ρεύματα στη νότια Ρωσία στον Καύκασο. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης οι Έλληνες των ακτών της Τουρκίας μετανάστευσαν κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες της Σοβιετικής Ένωσης ή της Δυτική Ευρώπης. Παρέμειναν στην Τουρκία εξισλαμισμένοι ή κρυπτοχριστιανοί Έλληνες του Πόντου, οι απόγονοι των οποίων, μιλούν μέχρι σήμερα τα ελληνικά της περιοχής του 'Οφεως (Of) της Τραπεζούντας, μια υποδιάλεκτο της ποντιακής.

    Στην Ελλάδα μιλιέται σήμερα σε διάφορες περιοχές, σε μεγαλύτερο βαθμό στην Μακεδονία (π.χ. Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Δράμα, Πτολεμαΐδα, Γιαννιτσά, Βέροια).

    Σύμφωνα με εκτιμήσεις και το βιβλίο της Ποντιακής Διασποράς 2000[εκκρεμεί παραπομπή]:

    Ελλάδα: 1.000.000 άτομα
    Γερμανία: 150.000 άτομα
    Ουκρανία: 120.000 άτομα
    ΗΠΑ: 80.000 άτομα
    Αυστραλία: 56.000 άτομα
    Γεωργία: 50.000 άτομα
    Καζακστάν: 25.000 άτομα
    Καναδάς: 20.000 άτομα
    Ουζμπεκιστάν: 11.000 άτομα
    Αρμενία: 2.000 άτομα
    Ρωσία και πρώην ΕΣΣΔ: πάνω από 500.000 άτομα
    Τουρκία: Σύμφωνα με τον Ιωάννα Σιταρίδου, πάνω από 5.000 άτομα[5], περισσότεροι μουσουλμάνοι ή κρυπτοχριστιανοί. Σύμφωνα με εκτίμηση του Peter Mackridge,από το 1965, 4.535 άτομα

    Υπάρχουν αναφορές, όπως η πρόσφατη (1996) του Τούρκου συγγραφέα Ομέρ Ασάν, σχετικά με την ύπαρξη σημαντικού αριθμού μουσουλμάνων ομιλητών της γλώσσας στον σύγχρονο Πόντο.
    Σύμφωνα με τον παραπάνω συγγραφέα, ο οποίος είναι επίσης ομιλητής της Ποντιακής, σήμερα στον Πόντο η γλώσσα μιλιέται από τουλάχιστον 5.000 άτομα σε 60 περίπου χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας, αλλά και αλλού, από εσωτερικούς μετανάστες της Τουρκίας.[6]

    Ο καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Πίτερ Μάκριτζ, περιγράφει τα ελληνικά της περιοχής του 'Οφεως της Τραπεζούντας ως υποδιάλεκτο της Ποντιακής, η οποία περιέχει ανεπτυγμένο αρχαίο ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά και αρχαία γραμματικά χαρακτηριστικά. Περιγράφει την τεράστια εντύπωση που του έκαναν τα αρχαία και μεσαιωνικά χαρακτηριστικά της υποδιαλέκτου των μουσουλμάνων, όπως πχ η χρήση του αρχαίου ελληνικού αρνητικού μορίου «ου», ενώ οι χριστιανοί πόντιοι λένε «'κ».[4]
    Επίσημη κατάσταση της γλώσσας

    Δεν είναι επίσημη γλώσσα καμίας χώρας και δεν διδάσκεται. Παρ' όλα αυτά, πολλοί Σύλλογοι και οργανώσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, διατηρούν και μεταλαμπαδεύουν την Ποντιακή Διάλεκτο μέσω μαθημάτων, βιβλίων, συνεδρίων και άλλων δραστηριοτήτων. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος διδασκαλίας σήμερα, είναι η προφορική.
    Γραφή

    Η Ποντιακή δεν έχει κάποια επίσημη γραφή. Συνήθως γράφεται με το ελληνικό αλφάβητο, κάποιες φορές με την προσθήκη κάποιων διακριτικών ώστε να αποδίδεται καλύτερα η προφορά της γλώσσας, όπως πχ: σ̌ ζ̌ ξ̌ ψ̌ για τα φωνήματα [ʃ], [ʒ], [kʃ], [pʃ], α̈ και ο̈ για τα φωνήματα [æ], [ø]. Οι αυτόχθονες, πληθυσμοί της περιοχής του 'Οφεως της Τραπεζούντας, που μιλούν τη γλώσσα ως μητρική γλώσσα, δίχως να έχουν μάθει ποτέ το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιούν το σύγχρονο τουρκικό αλφάβητο. Αναλόγως χρησιμοποιείται το κυριλλικό αλφάβητο στη Ρωσία.
    Στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1920, χρησιμοποιήθηκε για λίγο διάστημα το λεγόμενο ελληνικό φωνητικό αλφάβητο, μια απλοποιημένη εκδοχή του ελληνικού αλφαβήτου. Καταργούνται πχ οι τόνοι και διατηρείται μονάχα το ι για το φώνημα [i], ενώ το η χάνεται και το υ προφέρεται [u] και αντικαθιστά το ου.[7] Ο παρακάτω πίνακας δεν δείχνει «επίσημα αλφάβητα», αλλά δείχνει διάφορες προσπάθειες καταγραφής της γλώσσας από ομηλιτές της εκτός Ελλάδας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Οι Ποντιακοί χοροί

    Περιγραφή

    Στους ποντιακούς χορούς, οι άνδρες και οι γυναίκες σχηματίζουν συνήθως κύκλο και πιάνονται από τους καρπούς. Χορεύουν με στητό το σώμα, τα πόδια ελαφρά ανοιχτά και τα χέρια άλλοτε υψωμένα και άλλοτε με λυγισμένους τους αγκώνες. Το σώμα ακολουθεί, με πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις (ιδίως των γλουτών), τα μικρά βήματα των ποδιών.[1] Οι ποντιακοί χοροί εκτελούνται με συνοδεία μουσικής από κεμεντζέ που παίζει ο κεμεντζετζής (λυράρης), ο οποίος συχνά στέκεται στο κέντρο του κύκλου. Κατά τις υπαίθριες γιορτές, η μουσική προέρχεται από τουλούμ (ασκί, γκάιντα) και ταούλ (νταούλι, ζουρνά) ή κεμεντζέ και ντέφι.[1]
    Ιστορική αναδρομή

    Αρχικά, καθένας από αυτούς τους χορούς είχε συγκεκριμένη γεωγραφική κατανομή στην περιοχή του Πόντου. Ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία των χορών οφείλονταν στη γεωμορφολογία του ποντιακού χώρου. Αυτή η γεωμορφολογία, με την ύπαρξη της μεγάλης οροσειράς των Ποντικών Άλπεων (αρχ. Παρυάρδης, τουρκ. Doğu Karadeniz Dağları], η οποία χωρίζει τον Πόντο σε ορεινό και παράλιο, και την πληθώρα ποταμών και πηγών, έκανε δύσκολη και περιορισμένη την επικοινωνία μεταξύ των περιοχών.[2]

    Έτσι, στους χορούς του Πόντου υπάρχουν δύο βασικές γεωγραφικές διακρίσεις. Η μία διαχωρίζει το δυτικό Πόντο (πχ Σινώπη, Νεοκαισάρεια, Σαμψούντα) από τον ανατολικό (πχ Τραπεζούντα, Αργυρούπολη, Κερασούντα, Ορντού, Ματσούκα, Χερίαινα, Καρς κα). Η άλλη διάκριση είναι μεταξύ ορεινού Πόντου (π.χ. ορεινές περιοχές Αργυρούπολης και Ματσούκας) από τον πεδινό (πχ πεδινές περιοχές Τραπεζούντας και Σουρμένων). Τέλος, καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της ποντιακής μουσικοχορευτικής ταυτότητας, έπαιξε η επίδραση αρχαιοελληνικών, βυζαντινών, λαζικών, νοτιορωσικών και τουρκικών στοιχείων.[2]

    Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, η αίσθηση της προσφυγικής αλληλεγγύης μεταξύ των Ποντίων της Ελλάδας οδήγησε στη συγκρότηση μιας συλλογικής και κοινής πολιτισμικής ταυτότητας, με κοινά χαρακτηριστικά, και ενός κοινού χορευτικού ρεπερτορίου.[3]
    Χαρακτηριστικοί ποντιακοί χοροί

    Πιο γνωστοί ποντιακοί χοροί είναι ο πολεμικός χορός σέρα, τον οποίο πολλοί ταυτίζουν με τον αρχαίο πυρρίχιο και ο χορός πιτσάκ ή χορός των μαχαιριών. Ακολουθεί κατάλογος των χαρακτηριστικότερων ποντιακών χορών.

    Ανεφορίτσα
    Από παν και κα
    Αρματσούκ
    Αρχουλαμάς: Είναι ποντιακός χορός από την περιοχή της Πάφρας. Τα όργανα που χρησιμοποιούνται ο ζουρνάς και το νταούλι ή λύρα και κεμανές. Χορεύεται σε κλειστό κύκλο από άντρες και γυναίκες. Ο ρυθμός είναι 9/8.
    Ατσαπάτ
    Γετίερε
    Γιουβαρλαντούμ, από την περιοχή Ακ Νταγ Ματέν
    Εταιρέ
    Καλόν κορίτς: προέρχεται από την περιοχή της Ματσούκας, κοντά στην Τραπεζούντα. Πήρε την ονομασία του από το στίχο του τραγουδιού: Καλόν κορίτς, καλόν κορίτς καλόν κ ευλογημένον σην χόραν φαίνεται άχκεμον, σε μέν εν φωταγμένον (Καλό κορίτσι κι ευλογημένο, στους ξένους φαίνεται άσχημη, σε μένα πανέμορφη). Είναι μια μορφή διπλού τικ.
    Καρά πουνάρ(Μαύρη Βρύση), περιοχής Πάφρας.
    Κιζέλα
    Κότσαρι
    Λετσίνα
    Μαντήλια
    Μηλίτσα, γυναικείος χορός
    Ομάλ, με τις εξής παραλλαγές:
    Μονόν, από την περιοχή της Τζιμμεριας
    από την περιοχή του Κάρς
    Κουνιχτόν ή Γαράσαρης
    από την περιοχή της Τραπεζούντας (Τραπεζουντας
    Κερασούντας
    Αργυρούπολης
    Κιζλάρ Καϊτεσί, περιοχής Πάφρας
    Κιζλάρ Αλταμασί(Χορός της αυτοκτονίας), περιοχής Πάφρας.
    Ούτσαϊ
    Πατούλα, περιοχής Πάφρας
    Πιτσάκ ή Χορός των μαχαιριών
    Σέρα
    Σερανίτσα ή Ψευτοσέρα
    Τεκ Καϊτε, αντάρτικος χορός περιοχής Πάφρας.
    Τίταρα Αργυρούπολης
    Τικ μονό
    Τρυγόνα
    Τρύφων ή Τυρφών, περιοχής Πάφρας.
    Τσουρτούγουζους
    Χάλα χάλα: Είναι χορός της περιφέρειας Κακάτσης (Αργυρούπολης, σημ. Gümüşhane). Παιζόταν συνήθως με λύρα (κεμεντζέ) και συνοδευόταν από τραγούδι. Χορεύεται σε κλειστό κύκλο. Ο ρυθμός είναι εννεάσημος 9/8.
    Χαλάι, από την περιοχή Ακ Νταγ Ματέν
    Ντολμέ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Η Ποντιακή λύρα είναι το κατ΄ εξοχήν μουσικό λαϊκό όργανο των Ελλήνων του Πόντου που ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, δηλαδή που χειρίζονται με τόξο (κοινώς δοξάρι, ποντιακά: τοξάρ). Το μήκος του κυμαίνεται από 55 μέχρι 60 εκατοστά.

    Γενικά

    Η ποντιακή λύρα είναι ένα τρίχορδο πλήρες μουσικό όργανο στη κατηγορία του και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται. Χορδίζεται «κατά τέταρτα» και συνοδεύει τραγούδι και χορό. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής του με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο, που φέρεται να μην έχει αλλάξει από την πρώτη του εμφάνιση. Κατά κανόνα ο τρόπος χειρισμού, παιξίματός της παρουσιάζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης.
    Κατά τη χρήση του οργάνου ο Πόντιος λυράρης «παίζει» τη λύρα είτε όρθιος είτε καθιστός. Συχνότερα όμως βρίσκεται στη μέση του κυκλικού χορού παίζοντας εύθυμα και διεγείροντας τους χορευτές.

    Η Ποντιακή λύρα φέρεται επίσης και με το όνομα κεμετζές (αρσενικό ο), ή κεμεντζέ (θηλυκό, η), όνομα που κατά τους ερευνητές πιθανότερα να προέρχεται από την περσική λέξη «καμάτσια» που ως είδος λύρας εμφανίσθηκε στη Β. Περσία τον 10ο αιώνα (μ.Χ.), χωρίς να παραγνωρίζεται η πιθανότητα να προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κέλης (= σκάφος) ή το ρήμα κέλομαι (= παροτρύνω) με μετάπτωση του λ σε μ. Η Ποντιακή λύρα έγινε περισσότερο γνωστή στην Ελλάδα μετά την γενοκτονία των Ποντίων και τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό τους την περίοδο 1922–1923.

    ΑπάντησηΔιαγραφή