26/7/15

Επτανησιακή Μουσική Σχολη Κλασικής Μουσικής

Νικόλαος Μάντζαρος (1795 – 1872)
Η Επτανησιακή Mουσική Σχολή είναι η πρώτη "μουσική σχολή" στην Ελλάδα που επηρεάστηκε από τον δυτικό τρόπο μουσικής και ιδιαίτερα από την κλασική μουσική. Ιδρύθηκε από τον Νικόλαο Μάντζαρο και διήρκεσε από τον 19ο αιώνα έως τις αρχές του 20ού. Η μουσική των Επτανησίων φέρεται καθαρά επηρεασμένη από τα ιταλικά μουσικά πρότυπα, αλλά και από την Ιταλική γλώσσα. Η Επτανησιακή Σχολή μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους ανάλογα με τις γενιές των συνθετών της:   
  • Η πρώτη Γενιά (1815–1870) Νικόλαος Μάντζαρος, Στέφανος Πογιάγος, Παύλος Καρρέρ, Σπυρίδων Ξύνδας, Δομένικος Παδοβάς, Ιωσήφ Λιβεράλης, Διονύσιος Ροδοθεάτος. 
  • Η δεύτερη Γενιά  (1870 – 20ος αιώνας) Σπυρίδων Σαμάρας , Ιωσήφ, Σπυρίδων Καίσαρης, Ναπολέων Λαμπελέτ, Διονύσιος Λαυράγκας, Γεώργιος Λαμπελέτ κ.α

Τα έργα της 1ης Γενιάς, είναι κυρίως μελοδράματα και όπερες, στην αρχή μόνο στα ιταλικά ενώ αργότερα και στα ελληνικά, αλλά και μικρές ιταλικές sinfoniae, πιανιστικά έργα, μελοποιήσεις ποιημάτων της Επτανησιακής ποιητικής σχολής, καντάδες και άλλα πολλά είδη έργων. Το μουσικό στυλ τους έχει μεγάλη επιρροή από την Ιταλική μουσική (και ιδιαίτερα την Ναπολιτάνικη σχολή), αλλά πάντα έχει μια δική του ιδιαιτερότητα. Η 1η γνωστή επτανησιακή σύνθεση είναι το (χαμένο) Gliamanti confusi i του Στέφανου Πογιάγου και παρουσιάστηκε στο Σαν Τζιάκομο της Κέρκυρας το 1791. Αυτό συχνά παρεξηγήθηκε από τους νεώτερους μελετητές και μουσικούς, που κατηγόρησαν την Επτανησιακή σχολή για "ιταλισμό". Σπουδαία έργα της 1ης Γενιάς είναι η μελοποίηση του Ύμνου προς την Ελευθέρια (1828), η 1η σωζόμενη ελληνική όπερα Don Crepuscolo (1815), το 1ο έργο για φωνή στα ελληνικά Aria Greca (1827) όλα έργα του Μάντζαρου, η 1η όπερα σε ελληνικό λιμπρέτο Ο Υποψήφιος Βουλευτής (1867) του Ξύνδα, η όπερα Μάρκος Μπότσαρης με τη φημισμένη αρία «Ο Γέρο Δήμος πέθανε» (1858-1860) του Καρρέρ και το πρώτο επτανησιακό έργο που βασίζεται σε "ελληνικό θέμα Το Ξύπνημα του Κλέφτη (1847) του Λιβεράλη.

Τα έργα της 2ης Γενιάς έχουν μία μεγαλύτερη ποικιλία σε στυλ, καθ’ ότι ακολουθούν το "επτανησιακό" στυλ (κυρίως) της 1ης Γενιάς συνδυασμένο και με άλλες μουσικές γλώσσες, όπως η γαλλική. Τα έργα εκείνης της γενιάς απαρτίζονται και πάλι από πολλές όπερες στα ελληνικά και τα ιταλικά και μελοδράματα, αλλά και από έργα συμφωνικά, για βιολί, πιανιστικά, τραγούδια, καντάδες αλλά και εμβατήρια. Χαρακτηριστικά έργα της 2ης Γενιάς είναι το συμφωνικό ποίημα Γιορτή (1907;) του Γ. Λαμπελέτ, η Ελληνική Σουίτα (1903) του Λαυράγκα, η όπερα Ρέα (1908) και ο Ολυμπιακός Ύμνος (1896)του Σαμάρα, το γνωστό βαλς Μη μου άπτου (τέλη 19ου αιώνα) του Ι. Καίσαρη και το εμβατήριο Περνάει ο Στρατός (1935) του Δ. Βισβάρδη.

Η Επτανησιακή Σχολή ολοκληρώνει τον κύκλο της στις αρχές του 20ου αιώνα, με την επικράτηση της Εθνικής Σχολής (Γερμανική Μουσική) καθώς δέχεται και την υποστήριξη της τότε ανερχόμενης αριστοκρατικής τάξης της πρωτεύουσας. Η διαμάχη αυτή μεταξύ Επτανησιακής και Εθνικής Σχολής συνεχίστηκε μέχρι και την 2η δεκαετία του 20ου αιώνα με νικητές τους δεύτερους. Οι Επτανήσιοι συνθέτες, όμως, συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο μουσικό κόσμο της Ελλάδας και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.

Συναυλία αφιέρωμα στην Επτανησιακή μουσική (Ε.Ε.Ε.)
https://www.youtube.com/watch?v=wTjiy7eYy_I

N.H.Mantzaros - Partimenti for String Quartet - Book V, Fugue No.1 - Fugue (1851)
https://www.youtube.com/watch?v=gcRe2t8eyqs
The Partimentis for Sting Quartet are actually a composition of the Italian Fedele Fenaroli. Manzaros which had been in Italy several times, he found Fenaroli's 6 partimenti books and worked on the two last of them (V and VI) at 1851. This is Fugue from Fugue No.1 of the 5th book.

Ο γέρο δήμος πέθανε
https://www.youtube.com/watch?v=eYblLIeTeys
Από το γνωστό Δημοτικό Τραγούδι "Ο Δήμος και το καριοφύλι του"
Στίχοι: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική: Παύλος Καρρέρ
Ερμηνεία: Κώστας Καμπουρόπουλος

5 σχόλια:

  1. Γενικά στη μελέτη της μουσικής εικόνας στην Ελλάδα αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821 διαπιστώνεται να μη διαφέρει και πολύ από εκείνη της περιόδου της Τουρκοκρατίας με την κυρίαρχη παρουσία του δημοτικού τραγουδιού σ΄ όλα τα είδη του, κατά ύφος και έκφραση από περιοχή σε περιοχή. Απαντάται όμως ακόμη η εκκλησιαστική μουσική σε βραδεία εξέλιξη καθώς και κατάλοιπα της τουρκικής και αραβοπερσικής μουσικής.

    Γεγονός πάντως είναι ότι από το 1386 μέχρι και το 1797 που όλος ο Ελλαδικός χώρος βρίσκεται υπό κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα Επτάνησα ήταν εκείνα που ήρθαν πρώτα σε μουσική επαφή με τη Δύση δια των "καλλιεργημένων" Βενετσιάνων και ειδικότερα με το Ιταλικό μελόδραμα. Μάλιστα, το θέατρο Σαν Τζιάκομο της Κέρκυρας (το κτήριο έγινε θέατρο το 1720) δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα μεγάλα θέατρα της Ιταλίας, καθώς την περίοδο 1771 - 1798 ανέβηκαν εκεί 45 όπερες. Συνέπεια αυτού ήταν Επτανήσιοι να είναι και οι πρώτοι Έλληνες συνθέτες, κύριοι θιασώτες των ιταλικών θιάσων που τότε περιόδευαν στα μεγαλύτερα νησιά δίνοντας παραστάσεις, φοιτώντας στη συνέχεια σε μουσικές σχολές της Ιταλίας. Έτσι η μουσική των Επτανησίων φέρεται καθαρά επηρεασμένη κυρίως από ιταλικά μουσικά πρότυπα, αλλά και σε γλώσσα αρχικά στην ιταλική.

    Ο Ν.Μάντζαρος ήταν Κερκυραίος αριστοκράτης και παρότι είχε μεγάλη επιρροή στην Νάπολη (όπου και σπούδασε) προτίμησε να επιστρέψει στην Κέρκυρα και να εκπαιδεύσει τον τόπο του. Ο Μάντζαρος, έκανε δωρεάν μαθήματα μουσικής (καθώς, παρότι είχε κάνει μουσικές σπουδές, δεν θεωρούσε τον εαυτό του πραγματικό μουσικό δεν ζητούσε λεφτά για τις υπηρεσίες του) με αποτέλεσμα να εκπαιδεύσει πολλούς Επτανήσιους και να σπείρει του σπόρους για την 1η Γενιά Επτανήσιων (αλλά και ταυτόχρονα Ελλήνων) συνθέτων. Οι μαθητές του Μάντζαρου έγιναν αργότερα από τα σπουδαιότερα ονόματα της μουσικής των Επτάνησων, όπως ο Παύλος Καρρέρ, ο Σπυρίδων Ξύνδας, ο Δομένικος Παδοβάς, ο Ιωσήφ Λιβεράλης και ο Διονύσιος Ροδοθεάτος. Oι περισσότεροι από αυτούς συνέχισαν τις μουσικές τους σπουδές στην Ιταλία, έτσι η επτανησιακή τεχνοτροπία έμοιαζε πολύ στην ιταλική και οι Επτανήσιοι συνθέτες ακολουθούσαν πάντα τα ιταλικά μουσικά ρεύματα. Για κακή τύχη, πολλά από τα έργα αυτών των συνθετών έχουν χαθεί. Στην εκπαίδευση των Επτανησίων στη μουσική βοήθησαν, επίσης, και οι διάφορες Φιλαρμονικές, όπως η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας, που ίδρυσε ο Μάντζαρος με τον Ξύνδα το 1840.

    Η 2η Γενιά θεωρητικά ξεκίνησε κατά το 1870 και σε αυτήν ανήκουν σπουδαίοι εκπρόσωποι της Επτανησιακής Σχολής και όχι μόνο, όπως ο Σπυρίδων Σαμάρας , ο Ιωσήφ και ο Σπυρίδων Καίσαρης και άλλοι πολλοί. Οι εκπρόσωποι της εκπαιδεύτηκαν μουσικά από τους συνθέτες της 1ης Γενιάς. Μετά την προσάρτηση των Επτανήσων στην Ελλάδα, πολλοί συνθέτες της νέας γενιάς εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα με σκοπό να διδάξουν την μουσική τους στους ηπειρωτικούς Έλληνες. Έτσι, οι Έλληνες που είχαν συνηθίσει τη δημοτική και βυζαντινή μουσική, γνώρισαν την δυτική τεχνοτροπία μουσικής μέσω των Επτανήσιων. Με την δημιουργία του Ωδείου Αθηνών το 1871, πολλοί Επτανήσιοι πήγαν και δίδαξαν εκεί. Κάποιοι άλλοι Επτανήσιοι συνθέτες αποφάσισαν να κάνουν διεθνή καριέρα, όπως ο Ναπολέων Λαμπελέτ και ο Σπυρίδων Σαμάρας με αποτέλεσμα να γίνουν διάσημοι στο εξωτερικό.

    Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, εμφανίστηκε μια νέα μουσική τάση, η δημιουργία "ελληνικής μουσικής" βασισμένη στα κλασικά πρότυπα σε συνδυασμό με ελληνικά μοτίβα. Μερικοί από τους Επτανήσιους υποστηρικτές της ιδέας αυτής ήταν ο Διονύσιος Λαυράγκας και ο Γεώργιος Λαμπελέτ. Ο Λαμπελέτ, ειδικά, οραματίζεται πρώτος την Εθνική Σχολή ήδη από το 1901, όπου δημοσιεύει το άρθρο "Εθνική Μουσική" στο περιοδικό Παναθήναια και μέσα από αυτό (το "Μανιφέστο του Λαμπελέτ" όπως μερικοί το αποκαλούν) εκφράζει τις ιδέες που είχε εκείνος για την Εθνική Σχολή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο μουσικός "εμφύλιος πόλεμος"

    Η μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα, ύστερα από την ένωση των Επτανήσων με το Ελληνικό κράτος, είχε ανατεθεί κυρίως σε Επτανήσιους μουσικούς. Όμως, σταδιακά από τα τέλη του 19ου αιώνα, η γερμανική μουσική (η οποία είχε ήδη κατακτήσει τα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης) αρχίζει να εισχωρεί και στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι πιο "ιταλοπρεπείς" Επτανήσιοι να παραγκωνίζονται. Έτσι δημιουργήθηκε μια διαμάχη ανάμεσα στους μουσικούς από τα Επτάνησα και τους "γερμανόφρονες" συνθέτες που κράτησε για μερικές δεκαετίες.

    Στην Αθήνα γίνεται πιο γρήγορα η εξάπλωση της γερμανικής μουσικής καθώς δέχεται και την υποστήριξη της τότε ανερχόμενης αριστοκρατικής τάξης της πρωτεύουσας. Έτσι, το 1899, ιδρύεται το Ωδείο Λόττνερ από την γερμανίδα Λίνα φον Λόττνερ ενώ το 1891, τη διεύθυνση του Ωδείου Αθηνών αναλαμβάνει ο Γεώργιος Νάζος. Ο Νάζος, μουσικός με (ανολοκλήρωτες) σπουδές στο Μόναχο, έκανε πολλές θετικές καινοτομίες στο Ωδείο έχοντας ως πρότυπο τη γερμανική μουσική διώχνοντας όμως έτσι πολλούς Επτανήσιους μουσικούς που δούλευαν εκεί αντικαθιστώντας τους με ξένους. Οι Επτανήσιοι δυσαρεστήθηκαν με τον Νάζο, γι’ αυτό και δέχθηκε σκληρές κριτικές από τους Γεώργιο Λαμπελέτ και Γεώργιο Αξιώτη μέσω του περιοδικού Κριτική που δημιούργησαν το 1903. Γράφει ο Αξιώτης:

    Και εννοεί ο κ. Διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, όταν με το δηλητήριον του Γερμανισμού ποτίζη την ψυχήν του αφελούς αυτού κόσμου, ο οποίος από το ίδρυμα του περιμένει μίαν ημέραν να ακούση το πολύφωνο της ψυχής του Τραγούδι που δεν ειπώθη ακόμη, εννοεί το μεγάλο του έγκλημα;

    Η διαμάχη έγινε εντονότερη με τη συμπλοκή του Μανώλη Καλομοίρη στο ζήτημα. Ο Καλομοίρης, που ήταν κι εκείνος μουσικά «γερμανόφρονας», υποστήριξε τον Νάζο λέγοντας πως η προσπάθεια του για μουσική μόρφωση των Ελλήνων είναι η σημαντικότερη που έχει γίνει στην Ελλάδα και παράλληλα επιτίθεται στους Επτανήσιους (ειδικά στον Σπύρο Σαμάρα που εκείνη την εποχή έκανε φήμη στο εξωτερικό) καθώς, λέει, πως η μουσική τους είναι ιταλική και πως δεν ενδιαφέρονται για την ιδέα δημιουργίας εθνικής ελληνικής μουσικής. Οι άποψη για την επτανησιακή μουσική ήταν λανθασμένη, καθώς χρησιμοποιεί και ελληνικά στοιχεία, καθότι και δύο από τους πατέρες της Εθνικής Σχολής ήταν Επτανήσιοι ( ο Γεώργιος Λαμπελέτ και ο Διονύσιος Λαυράγκας). Ο Καλομοίρης γράφει στο περιοδικό Νουμάς σε άκρα δημοτική:

    Ας μάθουνε οι κύριοι που λένε πως η Ιταλική μουσική συγγενέβει με την Ελληνική, ας μάθουνε πως η δημοτική μας μουσική με τις ιδιαίτερές της τονικές βρίσκεται όξω από τον τονικό κύκλο της Ταλιάνικης, Γαλλικής, Γερμανικής και Δανικής μουσικής, σαν την Νορβέγικη και Ρούσσικη δημοτική μουσική. […] Φανταστείτε τι τόλμη ή αμάθεια χρειάζεται για να πη κανείς πως η μουσική μας συγγενέβει με την Ιταλική, επειδής κ’ είμαστε γειτόνοι! Εμένα τουλάχιστο πιότερο μου θυμίζει ένα Νορβέγικο τραγούδι την εθνική μας μουσική από δέκα Ταλιάνικες όπερες..[4]

    Η διαμάχη αυτή μεταξύ Επτανησιακής και Εθνικής Σχολής συνεχίστηκε μέχρι και την 2η δεκαετία του 20ου αιώνα. Το θέμα απέκτησε μεγάλη έκταση και σατιρίστηκε ακόμη και από τον Τύπο της εποχής. Τελικά, οι απόψεις του Καλομοίρη είναι εκείνες που υπερίσχυσαν και οι Επτανήσιοι συνθέτες έμειναν στις σκιές, υποτιμημένοι από το κοινό για αρκετές ακόμη δεκαετίες.
    Το τέλος της Επτανησιακής Σχολής

    Η Επτανησιακή Σχολή "τελειώνει" στις αρχές του 20ου αιώνα, με την επικράτηση της Εθνικής Σχολής στο προσκήνιο και την απώθηση της επτανησιακής μουσικής. Οι Επτανήσιοι συνθέτες, όμως, συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο μουσικό κόσμο της Ελλάδας και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Συνθέτες όπως ο Γεώργιος Σκλάβος,ο Αντίοχος Ευαγγελάτος και ο Σπυρίδων Σπάθης συνδύασαν το επτανησιακό στυλ με εκείνο των Εθνικών και χαρακτηρίστηκαν ως μέλη της Εθνικής σχολής. Ακόμη, η επτανησιακή μουσική παράδοση δεν σβήνει και επιβιώνει μέχρι σήμερα μέσω των φιλαρμονικών εταιριών και των τοπικών μουσικών και μαέστρων στα Επτάνησα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Λίστα συνθετών

    Νικόλαος Χαλκιόπουλος Μάντζαρος (1795–1872)
    Δομένικος Παδοβάς (1817-1892)
    Σπυρίδων Ξύνδας (1814-1896)
    Διονύσιος Ροδοθεάτος (1849-1892)
    Ιωσήφ Λιβεράλης (1820-1899)
    Παύλος Καρρέρ (1829-1896)
    Αντώνιος Καπνίσης (1813-1885)
    Γιώργος Λαμπίρης (1833-1889)
    Φραγκίσκος Δομενιγίνης
    Σουζάνα Νεράντζη (19ος - 20ος αιώνας)
    Λαυρέντιος Καμηλιέρης (1874 ή 1878-1956)
    Γεώργιος Λαμπίρης (1833-1889)
    Γεώργιος Αξιώτης (1875-1924)
    Λεωνίδας Αλβάνας (1823-1881)
    Ιωσήφ Καίσαρης (1845-1923)
    Σπυρίδων Καίσαρης (1859-1946)
    Σπυρίδων Σαμάρας (1861-1917)
    Εδουάρδος Λαμπελέτ (1820-1903)
    Λουδοβικός Λαμπελέτ (1868-1928)
    Γεώργιος Λαμπελέτ (1875-1945)
    Ναπολέων Λαμπελέτ (1864-1932)
    Διονύσιος Λαυράγκας (1860 ή 1864-1941)
    Δημήτριος Ανδρώνης (1866-1918)
    Σωτήριος Κρητικός (1888-1945)
    Αντίοχος Ευαγγελάτος (1903-1981)
    Γεώργιος Σκλάβος (1886-1976)
    Σπυρίδων Σπάθης (1852-1941)
    Διονύσιος Βισβάρδης (1910-1999)
    Αλέξανδρος Γκρεκ (1876-1959)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (26 Οκτωβρίου 1795 - 12 Απριλίου 1872) ήταν σπουδαίος Έλληνας συνθέτης, ιδρυτής της μουσικής Επτανησιακής Σχολής και θεωρείται από τους ανθρώπους που έβαλαν τις βάσεις για την ελληνική μουσική.

    Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από πλούσια οικογένεια και ο πατέρας του Ιάκωβος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος ήταν έγκριτος νομικός, ενώ ο αδελφός του παππού του Γεώργιος ήταν ο τελευταίος Μεγάλος Πρωτοπαπάς και πρώτος ψηφισμένος αρχιεπίσκοπος Κερκύρας των νεώτερων χρόνων. Λόγω της ευγενικής και πλούσιας του καταγωγής, ο Μάντζαρος πήρε κληρονομικά και τον τίτλο του ιππότη. Σπούδασε μουσική στην Κέρκυρα με τους αδελφούς Στέφανο (πληκτροφόρο) και Ιερώνυμο (βιολί) Πογιάγου, τον καταγόμενο από την Ανκόνα Στέφανο Μορέττι (θεωρητικά) και τον πιθανότατα ναπολιτάνικης καταγωγής 'ιππότη' Μπαρμπάτι (θεωρητικά, σύνθεση). Το 1813, σε ηλικία μόλις 18 χρονών, παντρεύεται την μοναχοκόρη του δούκα Αντωνίου Ιουστινιάνη, Μαριάννα, και απέκτησαν μαζί τρεις κόρες και δύο γιούς. Στη γενέθλια πόλη του παρουσίασε και τα πρώτα του έργα ήδη από το 1815. Από το 1819 συνέχισε τις μουσικές ενασχολήσεις του στην Ιταλία (την οποία επισκεπτόταν κατά διαστήματα), όπου συνδέθηκε ιδιαίτερα με το περιβάλλον του Βασιλικού Ωδείου της Νάπολης και τον διευθυντή του Νικολό Αντόνιο Τσινγκαρέλι.

    Στην Κέρκυρα εγκαταστάθηκε οριστικά το 1826 με σκοπό να ασχοληθεί με την μουσική εκπαίδευση της πατρίδας του, παρά τις προσπάθειες του Τσινγκαρέλι να τον πείσει για να παραμείνει στην Νάπολη. Για να επιτύχει αυτό, έδινε δωρεάν μαθήματα θεωρίας και μουσικής και ίδρυσε την Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας το 1840 της οποίας έγινε και ισόβιος καλλιτεχνικός διευθυντής. Χάρη σ' αυτές τις εκπαιδευτικές ενέργειες του Μάντζαρου, πολλοί Επτανήσιοι μορφώθηκαν μουσικά και δημιουργήθηκε η πρώτη γενιά Επτανήσιων συνθετών, μεταξύ αυτών και ο Σπυρίδων Ξύνδας, ο Παύλος Καρρέρ και ο Φραγκίσκος Δομενιγίνης. Γι' αυτό ο Μάντζαρος θεωρείται και ο θεμελιωτής της Επτανησιακής Σχολής. Στον χαρακτήρα ήταν ανεξίκακος, γενναιόδωρος, ευγενικός και μετριόφρων. Λόγω του έργου του και της κοινωνικής του θέσης, πολλοί Ιταλοί συνθέτες αλλά και Έλληνες ποιητές συνήθιζαν να παρευρίσκονται και να μιλάνε μαζί του, καθώς είχε και στενή σχέση φιλίας με τον Διονύσιο Σολωμό. O ίδιος βέβαια δεν θεωρούσε τον εαυτό του επαγγελματία μουσικό και αυτοχαρακτηριζόταν "ερασιτέχνης" (αυτός είναι και από τους λόγους που δεν δεχόταν χρήματα για τις υπηρεσίες του). Δυστυχώς, την 29η Μαρτίου του 1872, ο Μάντζαρος έπεσε σε κώμα κατά τη διάρκεια μαθήματος και τελικά πέθανε στις 12 Απριλίου του ίδιου έτους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Το έργο του

    Σπουδαιότερο έργο του θεωρείται η μελοποίηση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού, της οποίας το 1865 η πρώτη στροφή της (1829) καθιερώθηκε ως ο Εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Ο Μάντζαρος στην πραγματικότητα είχε δημιουργήσει 5 συνολικά μελοποιήσεις για τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, η 1η το 1829 για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο σε 24 μέρη, η 2η το 1837, η 3η το 1839-'40, η 4η το 1844 πιο αντιστικτική σε σχέση με τις τρεις πρώτες και η 5η το 1861 που μοιάζει κυρίως σε εμβατήριο και η 6η.

    Η νεώτερη έρευνα, όμως, έχει καταδείξει τις πολυεπίπεδες δραστηριότητες του Κερκυραίου μουσουργού πέρα από τη μονοδιάστατη σύνδεσή του με το σολωμικό 'Ύμνο'. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι είναι ο συνθέτης της μονόπρακτης κωμικής όπερας Don Crepuscolo, που είναι η πρώτη σωζόμενη όπερα Έλληνα δημιουργού (1815). Έχει συνθέσει, επίσης, τα πρώτα γνωστά έργα σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα, την 'Aria Greca' (1827), τη συλλογή τραγουδιών 16 Arie Greche (1830) που περιλαμβάνει μελοποιήσεις πολλών ποιημάτων του Σολωμού (Ξανθούλα, Φαρμακωμένη) αλλά και του Θουρίου του Ρήγα Φερραίου,τον κύκλο 6 τραγουδιών σε στίχους του ποιητή Γεώργιου Κανδιανού Ρώμα με τίτλο Οι παλμοί της καρδιάς μου, μελοποιήσεις ιταλικών ποιημάτων αλλά και δικών του στίχων. Είναι επίσης συνθέτης των πρώτων γνωστών ελληνικών έργων για κουαρτέτο εγχόρδων (Partimenti, εργά του Ιταλού Fedele Fenaroli τα οποία ο Μάντζαρος επεξεργάστηκε, περίπου 1850), του πρώτου ελληνικού πιανιστικού ρεπερτορίου, του πρώτου ελληνικού έργου σε μορφή φούγκας, της πρώτης μνημονευόμενης ελληνικής συμφωνίας (χαμένη) αλλά και άλλων πολλών συμφωνιών, καθώς και ο συγγραφέας του πρώτου δοκιμίου μουσικής ανάλυσης (Rapporto, 1851) και των πρώτων μουσικοπαιδαγωγικών συγγραμμάτων στην Ελλάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή