13/7/15

ΡΟΖΑ: Ρόζα Εσκενάζυ

Ήταν διάσημη ελληνοεβραία τραγουδίστρια του Ρεμπέτικου τραγουδιού και της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής. Σ' ολόκληρη τη διάρκεια της καριέρας της έκρυβε την πραγματική ημερομηνία της γέννησής της και ισχυριζόταν ότι γεννήθηκε το 1910. Στην πραγματικότητα, ήταν κατά τουλάχιστον μια δεκαετία μεγαλύτερη και το πιθανότερο είναι ότι γεννήθηκε ανάμεσα στο 1893 και το 1895. Η ιδιωτική της ζωή κρίθηκε ως "μαύρο παρελθόν" το οποίο ούτε ο βιογράφος της Κ. Χατζηδουλής θέλησε ν΄ αποκαλύψει.

 Οι ηχογραφήσεις και οι εμφανίσεις της στα μουσικά κέντρα διήρκεσαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έως τη δεκαετία του 1970. Η Σάρα Σκιναζί όπως είναι το πραγματικό της όνομα, ξεκίνησε τελικά την καριέρα της ως χορεύτρια αλλά και να τραγουδά για τους θαμώνες του κέντρου στα ελληνικά, τα τουρκικά και τα αρμένικα. Εκεί ήταν που την ανακάλυψε για πρώτη φορά ο Παναγιώτης Τούντας στα τέλη του 1920. Ο Τούντας κατάλαβε αμέσως το ταλέντο της και τη σύστησε στον Βασίλη Τουμπακάρη της εταιρείας Columbia Records.

Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Ρόζα Εσκενάζυ είχε ηχογραφήσει σχεδόν 300 τραγούδια στην εταιρεία, ενώ είχε γίνει πια μια από τις δημοφιλέστερες σταρ της λαϊκής μουσικής. Ορισμένα από τα τραγούδια αυτά ήταν παραδοσιακά, ιδιαίτερα από την Ελλάδα και τη Σμύρνη. Ωστόσο, η σημαντικότερη συνεισφορά της στη τοπική μουσική σκηνή αφορούσε τις ηχογραφήσεις ρεμπέτικων τραγουδιών και, πιο συγκεκριμένα, της Σμυρναίικης Σχολής του Ρεμπέτικου. Κατείχε ιδιάζουσα θέση στη δημοτικότητα της μουσικής αυτής μέσα στη λαϊκή κουλτούρα της χώρας κι ακόμη και σήμερα η ιδιαίτερη φωνή της ταυτίζεται με το μουσικό αυτό είδος.

Η καριέρα της δεν άργησε να απλωθεί πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, στην ελληνική διασπορά. Μαζί με τον Βασίλη Τομπούλη ταξίδεψε στην Αίγυπτο, την Αλβανία και τη Σερβία, μέρη στα οποία την υποδέχθηκαν με ιδιαίτερη θέρμη όχι μόνο οι τοπικές ελληνικές κοινότητες, αλλά και οι τουρκικές. Τα τραγούδια της περιείχαν και κάποια αιχμηρότητα και μάλιστα ένα από αυτά, το «Πρέζα όταν Πιείς» λογοκρίθηκε από τον ίδιο τον Ιωάννη Μεταξά και από εκείνη την περίοδο το ρεμπέτικο τραγούδι σταματά και αλλάζει μορφή. Την περίοδο της Κατοχής, μολονότι ήταν Εβραία, κατάφερε να βγάλει ένα πλαστό πιστοποιητικό γεννήσεως. Ωστόσο εκείνο που διασφάλισε την προστασία της ήταν η σχέση της με έναν Γερμανό αξιωματικό. Η Ρόζα όμως δεν ήταν συνεργάτιδα των Γερμανών. Αντιθέτως, χρησιμοποίησε την προνομιούχο θέση της για να στηρίξει την ελληνική Αντίσταση, κρύβοντας αντιστασιακούς μαχητές, ακόμη και Άγγλους απεσταλμένους αντιστασιακούς, μέσα στο σπίτι της. Κατάφερε επίσης να γλυτώσει αρκετούς Εβραίους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα σ’ εκείνους που έσωσε η Ρόζα από τη μεταφορά τους στο Άουσβιτς ήταν και η δική της οικογένεια. Το 1943 όμως η κάλυψή της κατέρρευσε και τη συνέλαβαν. Παρέμεινε τρεις μήνες στη φυλακή και στη συνέχεια την άφησαν ελεύθερη, μετά από τις συντονισμένες προσπάθειες.

Στην δεκαετία του ΄50 και μολονότι είχε πραγματοποιήσει μέχρι τότε πολλές περιοδείες στα Βαλκάνια, ταξίδεψε στις ΗΠΑ για πρώτη φόρα το 1952. Ταξίδεψε όμως ξανά και στην γή που γεννήθηκε την Κωνσταντινούπολη, το 1955 ενώ ταξίδεψε άλλες δύο φορές στις Η.Π.Α. Η Εσκενάζυ βρισκόταν πια στα εξήντα της και η μουσική σκηνή στην Ελλάδα είχε αλλάξει σημαντικά μέσα στα τελευταία 40 χρόνια, δηλαδή από την εποχή που εκείνη είχε ξεκινήσει την καριέρα της. Το σκηνικό όμως άλλαξε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, κατά την τελευταία περίοδο της στρατιωτικής δικατορίας στην Ελλάδα. Ξαφνικά η ελληνική νεολαία άρχισε να ενδιαφέρεται για τα αστικά λαϊκά τραγούδια του παρελθόντος και κυκλοφόρησαν πολλές σημαντικές συλλογές. Έπειτα από ένα μακρύ διάστημα μακρυά από το προσκήνιο, η Ρόζα, που ήταν πια στα 70 της, έγινε σταρ και πάλι. Αυτό που έκανε τη διαφορά κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν η μεγάλη διάδοση της τηλεόρασης η ίδια όμως συνέχιζε να τραγουδάει στην Πάτρα.

Άφησε την τελευταία της πνοή στις 2 Δεκεμβρίου του 1980 σε μια κλινική. Την έθαψαν σε έναν πρόχειρο τάφο στο χωριό Στόμιο της Κορινθίας. Αλλά το 2008 το πολιτιστικό σωματείο του χωριού συγκέντρωσε χρήματα και πρόσθεσε μια επιτύμβια στήλη, που έγραφε «Ρόζα Εσκενάζυ, Καλλιτέχνις»...
Τα δημοφιλέστερα τραγούδια της: Δημητρούλα μου γειά σου, Τα κεριά τα σπαρματσέτα, Ναυτάκι, Χαρικλάκι, Κάτω στα λεμονάδικα, Μπαμπέσα, Καναρίνι μου γλυκό, Αμανές, Μπαμ και μπουμ, Μη βιάζεσαι μικρή μου θα σ' αρραβωνιαστώ, Γύφτισσα, Λιλή η σκανταλιάρα, Σέρβικος πολίτικος, Έλα φως μου, Μού 'χεις πάρει το μυαλό, Αερόπλανο θα πάρω, Πατρινιά, Μαρικάκι μου, κ.ά.
Γιατί φουμάρω κοκαΐνη
https://www.youtube.com/watch?v=4Luxw7Lfqls
Στίχοι-Μουσική: Παναγιώτης Τούντας
Εκτέλεση: Ρόζα Εσκενάζυ


Είμαι πρεζάκιας (Πρέζα όταν πιείς)
https://www.youtube.com/watch?v=qHVxX9DZbq0
Στίχοι: Αιμίλιος Σαββίδης
Μουσική: Σώσος Ιωαννίδης
Εκτέλεση: Ρόζα Εσκενάζυ

2 σχόλια:

  1. Παιδική ηλικία

    Η Εσκενάζυ γεννήθηκε ως Sarah Skinazi. Ήταν παιδί μιας φτωχής εβραϊκής σεφαραδίτικης οικογένειας της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της, Αβραάμ Σκιναζί, ήταν παλιατζής. Εκτός από τη Ρόζα, ο Αβραάμ Σκιναζί και η σύζυγός του, Φλώρα, είχαν δύο γιους, τον Νισίμ, που ήταν ο μεγαλύτερος, και τον Σάμη.

    Λίγο μετά τις αρχές του αιώνα, η οικογένεια Σκιναζί μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, η οποία τότε βρισκόταν ακόμη υπό Οθωμανική κυριαρχία. Την εποχή εκείνη η πόλη γνώρισε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της να αυξηθεί κατά 70% την περίοδο από το 1870 έως το 1917. Ο Αβραάμ Σκιναζί βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας βάμβακος, ενώ συγχρόνως έκανε διάφορες περιστασιακές δουλειές για να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του. Την εποχή αυτή, εμπιστεύτηκε τη νεαρή Σάρα σε μια κοπέλα της γειτονιάς, που δίδασκε γραφή και ανάγνωση σε διάφορα κορίτσια. Τα μαθήματα αυτά αποτέλεσαν τη μόνη τυπική εκπαίδευση της Ρόζας.

    Για μια περίοδο η Σάρα, ο αδελφός της και η μητέρα τους έζησαν στη Κομοτηνή, μια πόλη που την εποχή αυτή είχε σημαντικό τουρκικό πληθυσμό. Η μητέρα της Ρόζας βρήκε εκεί δουλειά ως υπηρέτρια σε μια εύπορη οικογένεια και η Ρόζα τη βοηθούσε με το νοικοκυριό. Μια μέρα οι Τούρκοι ιδιοκτήτες μιας τοπικής ταβέρνας άκουσαν τη Ρόζα να τραγουδά. Ενθουσιάστηκαν από τη φωνή της και αμέσως πήγαν στο σπίτι της για να της ζητήσουν να εμφανιστεί στο κέντρο τους. Η μητέρα της Σάρας εξοργίστηκε με την προοπτική η Σάρα – ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειάς της – να γίνει καλλιτέχνις. Πολλά χρόνια μετά από το επεισόδιο αυτό, η Ρόζα παραδέχθηκε ότι η περίοδος που είχε ζήσει στην Κομοτηνή αποτέλεσε ένα καθοριστικό σημείο στη ζωή της. Εκεί ήταν, είπε, που αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια και χορεύτρια.

    Τα πρώτα επαγγελματικά χρόνια
    Η Σάρα δεν επρόκειτο να πραγματοποιήσει το όνειρό της παρά μόνο μετά την επιστροφή της στη Θεσσαλονίκη. Την εποχή αυτή η οικογένειά της έμενε σ΄ ένα νοικιασμένο διαμέρισμα κοντά στο θέατρο Grand Hotel και πολλές από τις γειτόνισσές τους εμφανίζονταν στο θέατρο αυτό. Η Σάρα βοηθούσε καθημερινά δύο από τις χορεύτριες αυτές να κουβαλούν τα ρούχα της δουλειάς τους στο θέατρο, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα εμφανιζόταν μαζί τους στη σκηνή. Εκεί ήταν που ξεκίνησε τελικά την καριέρα της ως χορεύτρια. Όσο βρισκόταν ακόμη στην εφηβεία της, η Σάρα Σκιναζί ερωτεύτηκε τον Γιάννη Ζαρντινίδη, έναν πλούσιο άνδρα που προερχόταν από μια από τις πιο εύπορες οικογένειες της Καππαδοκίας. Η οικογένεια όμως του Ζαρντινίδη δεν ενέκρινε τη σχέση αυτή, θεωρώντας τη Σάρα αμφιβόλου ηθικής. Ωστόσο, οι δύο νέοι κλέφτηκαν γύρω στο 1913 και η Σάρα άλλαξε το όνομά της σε Ρόζα, το όνομα με το οποίο έγινε γνωστή στη διάρκεια της καριέρας της.

    Ο Ζαρντινίδης πέθανε από άγνωστη αιτία γύρω στο 1917, αφήνοντας τη Ρόζα με ένα μικρό παιδί, τον Παράσχο. Συνειδητοποιώντας η Ρόζα ότι δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει την καριέρα της και να μεγαλώνει ταυτόχρονα ένα παιδί, το παρέδωσε στο οικοτροφείο του Αγίου Ταξιάρχη στην Ξάνθη. Η οικογένεια του πατέρα συμφώνησε να τον στηρίξει και ο Παράσχος Ζαρντινίδης έγινε αργότερα ανώτερος αξιωματικός στην Ελληνική Αεροπορία. Επανασυνδέθηκε με τη μητέρα του αρκετά χρόνια αργότερα, αφότου τη βρήκε στην Αθήνα το 1935.

    Η Ρόζα είχε μετακομίσει στην Αθήνα μετά τον θάνατο του Ζαρντινίδη για να ακολουθήσει τη καριέρα της στον χώρο της μουσικής. Σύντομα συνδέθηκε με δύο αρμένισες καλλιτέχνιδες του καμπαρέ, τη Σεραμούς και τη Ζαμπέλα, που ξεχώρισαν τη Ρόζα επειδή μιλούσε τουρκικά και είχε ταλέντο στο τραγούδι. Εκεί ήταν που την ανακάλυψε για πρώτη φορά ο Παναγιώτης Τούντας στα τέλη του 1920.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στη μακρά διάρκεια της καριέρας της η Ρόζα ανέπτυξε καλές σχέσεις όχι μόνο με τον Βασίλη Τουμπακάρη, τον διευθυντή της Columbia, αλλά και με τον Μίνωα Μάτσα, που είχε ιδρύσει στο μεταξύ την Odeon. Το γεγονός αυτό της επέτρεψε να προωθήσει πολλούς άλλους γνωστούς καλλιτέχνες, όπως τη Μαρίκα Νίνου και τη Στέλλα Χασκήλ. Τους έβαλε στο σωματείο των μουσικών, την «Αλληλοβοήθεια», και ύστερα από λίγο καιρό άρχισαν να ηχογραφούν τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη. H Ρόζα, που τραγουδούσε την εποχή αυτή στην Πάτρα, πήγε στο αστυνομικό τμήμα για να βγάλει καινούρια ταυτότητα. Το γεγονός που καθόρισε όλη την υπόλοιπη ζωή της εμφανίστηκε όταν συνάντησε εκεί τον Χρήστο Φιλιππακόπουλο, έναν νεαρό αξιωματικό της αστυνομίας, που ήταν περίπου 30 χρόνια νεότερός της. Παρόλη όμως τη διαφορά ηλικίας ανάμεσά τους, ερωτεύτηκαν. Η σχέση αυτή επρόκειτο να διαρκέσει, με διάφορους τρόπους, έως το τέλος της ζωής της Ρόζας. Η Εσκενάζυ αγάπησε την Αμερική και θα είχε εγκατασταθεί εκεί εάν δεν είχε αφήσει πίσω της την άλλη της μεγάλη αγάπη, τον Φιλιππακόπουλο. Έτσι, επέστρεψε στην Αθήνα το 1959 για να βρίσκεται κοντά του. Με τα χρήματα που είχε βγάλει στην Αμερική αγόρασε για τους δυο τους ένα μεγάλο σπίτι στην Κηπούπολη, καθώς και δύο φορτηγά και μερικά άλογα. Μαζί με τον Φιλιππακόπουλο θα ζούσαν στο σπίτι αυτό έως το τέλος της ζωής της Ρόζας.

    Παρακμή και επανανακάλυψη
    Η Εσκενάζυ βρισκόταν πια στα εξήντα της και η μουσική σκηνή στην Ελλάδα είχε αλλάξει σημαντικά μέσα στα τελευταία 40 χρόνια, δηλαδή από την εποχή που εκείνη είχε ξεκινήσει την καριέρα της. Το σμυρναίικο και το ρεμπέτικο είχαν χάσει πια τη δημοτικότητά τους και έτσι η Ρόζα, όπως και άλλες μεγάλες προσωπικότητες του είδους αυτού, εμφανίζονταν πια περιστασιακά σε επαρχιακά φεστιβάλ και σε μικρότερης εμβέλειας καλλιτεχνικά γεγονότα. Μολονότι ηχογράφησε μερικά τραγούδια στα χρόνια που ακολούθησαν, επρόκειτο κυρίως για επανεκτελέσεις των παλαιότερων γνωστών επιτυχιών της που ηχογράφησε σε μικρές δισκογραφικές εταιρείες στην Αθήνα.

    Αυτό που έκανε τη διαφορά κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν η μεγάλη διάδοση της τηλεόρασης. Η Ρόζα προσαρμόστηκε γρήγορα στο νέο αυτό μέσο και εμφανίστηκε σε μια σειρά από εκπομπές. Το 1973 εμφανίστηκε σ’ ένα ντοκιμαντέρ, «Το Μπουζούκι» (σε σκηνοθεσία του του Βασίλη Μάρου) και το 1976 σε μια τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στη Χ.Αλεξίου, η οποία περιείχε συνεντεύξεις και τραγούδια.

    Καθώς ήταν μια από τις ελάχιστες τραγουδίστριες του ρεμπέτικου που ζούσαν ακόμα, οι καλλιτέχνες και οι μουσικολόγοι της εποχής αυτής άρχισαν να μελετούν το ύφος της μουσικής της, στο οποίο έβλεπαν την «αυθεντικότητα» του μουσικού αυτού είδους. Όλο αυτό επηρέασε σημαντικά μια νέα γενιά ερμηνευτών, όπως η Χάρις Αλεξίου (με την οποία είχαν εμφανιστεί μαζί στην τηλεόραση) και η Γλυκερία αργότερα. Δυστυχώς, παρόλο που οι μουσικοί και οι ακαδημαϊκοί ενθουσιάζονταν με το ταλέντο της, όπως και με τη γνώση της σχετικά με έναν μουσικό κόσμο που είχε χαθεί, το ευρύτερο κοινό δεν έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον και θεωρούσε τη Ρόζα περισσότερο ως κάτι το αξιοπερίεργο. Ωστόσο, εκείνη συνέχισε να εμφανίζεται. Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στην Πάτρα, τον Σεπτέμβριο του 1977. Θαυμαστές της κάθε ηλικίας ήρθαν για να τη δουν να τραγουδά και να χορεύει, αλλά και για να πάρουν μια γεύση από τη μουσική του παρελθόντος.

    Τα τελευταία χρόνια της Ρόζας
    Η Ρόζα Εσκενάζυ πέρασε ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο σπίτι της στην Κηπούπολη, μαζί με τον Χρήστο Φιλιππακόπουλο. Παρόλο που είχε γεννηθεί Εβραία, βαπτίστηκε Ορθόδοξη Χριστιανή το 1976 και πήρε το όνομα Ροζαλία Εσκενάζυ. Τα επόμενα δύο χρόνια άρχισε να εμφανίζει σημάδια της νόσου του Αλτσχάιμερ και συχνά έχανε τον προσανατολισμό της καθώς επέστρεφε στο σπίτι της. Το καλοκαίρι του 1980 έπεσε κάτω και έσπασε το γοφό της. Έμεινε στο νοσοκομείο για τρεις μήνες, με τον Χρήστο να βρίσκεται διαρκώς δίπλα της για να τη φροντίζει. Επέστρεψε για λίγο καιρό στο σπίτι της, αλλά στη συνέχεια ξαναβρέθηκε σε μια ιδιωτική κλινική εξαιτίας μιας μόλυνσης. Άφησε την τελευταία της πνοή στην κλινική αυτή στις 2 Δεκ. 1980.

    ΑπάντησηΔιαγραφή