18/2/16

Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894)

"Δουλεία και Αμάθεια και Μητρυιά
τρεις είναι αι δηλητηριάσασσαι τον βίον μου οδύναι"
  
Ο Κώστας Κρουστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868, όπου και έζησε μέχρι τα δώδεκα του. Τα στοιχειώδη γράμματα τα μαθαίνει στο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1880 γράφτηκε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Την ίδια χρονιά η μητέρα του πεθαίνει. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται και ο μικρός Κρυστάλλης ουδέποτε την απδέχτηκε, η ορφάνια τον πλήγωσε βαθειά. Φοιτά στις τέσσερις τάξεις του Ελληνικού Σχολείου της Ζωσιμαίας και στην Α΄τάξη του Γυμνασίου, διακόπτει για να εργαστεί σαν υπάλληλο στο μαγαζί του πατέρα του. Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε 25ετή εξορία στη Βαγδάτη. Στην Αθήνα εργάστηκε αρχικά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και παράλληλα δημοσίευε ποιήματα. Το 1891 προσλήφθηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με τη διεύθυνση του περιοδικού. Έπειτα διορίστηκε ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής του είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 σε ηλικία μόλις 26 ετών στην Άρτα, όπου έμενε η αδερφή του.

Τα πρώτα του ποιήματα Αι Σκιαί του Άδου(1887) και Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου (1890), είχαν επικό χαρακτήρα, με επίδραση από τον Βαλαωρίτη. Αντιθέτως, με τις δύο ποιητικές συλλογές του που δημοσιεύτηκαν τα επόμενα χρόνια, εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της Νέας Αθηναϊκής σχολής: επίδραση από το δημοτικό τραγούδι, λαογραφική θεματολογία. Η πρώτη του συλλογή, Αγροτικά (1891), πήρε έπαινο στο Δεύτερο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό. Η δεύτερη και τελευταία συλλογή του, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893), διακρίθηκε παίρνοντας καί αυτό έπαινο επίσης στον φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Το πεζογραφικό του έργο συμβαδίζει με το κλίμα της πεζογραφίας της γενιάς του ΄80: δημοτική γλώσσα, ηθογραφία, καλλιέργεια του διηγήματος. Τέλος ασχολήθηκε και με τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού: ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις.

Ξένος εδώ, ξένος εκεί
https://www.youtube.com/watch?v=R13y-mPLoUs
Ποίηση: Κώστας Κρυστάλλης
Εκτέλεση: Ξανθίππη Καραθανάση

1 σχόλιο:

  1. Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!

    Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι,
    να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
    να βρω και μια κρυόβρυση, να ξαπλωθώ στον ίσκιο,
    να πιω νερό να δροσισθώ να πάρω λίγη ανάσα,
    ν' αρχίσω να συλλογισθώ της ξενιτιάς τα πάθη,
    να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.

    Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι,
    βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι.

    - Τραγούδια αν εχ' η μαύρη γη, κι ο τάφος χαμογέλια,
    έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατεί τα ξένα.
    Τα ξένα έχουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος!
    Στα ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξη τα δέντρα,
    και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
    δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
    και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!...
    Στα ξένα, ποιος θα σε χαρή και ποιος θα σε γελάση;
    Πού ’ν’ της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
    Πού ’ναι τα γέλια τ' αδερφού κι η συντροφιά του φίλου;
    Πού ’ν’ της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά τα λόγια;

    Αν αρρωστήσης, ποιος θα ρθή στην ξενιτιά σιμά σου
    να σε ρωτά τον πόνο σου, τα γιατρικά να δίνη;
    στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάη μαζί σου;
    Κι αν έρθη μερ' αγλύκαντη στα ξένα να πεθάνης,
    ποιος θα βρεθή στο πλάι σου τα μάτια να σου κλείσει;
    Ποιος θα σου λούση το κορμί, ποιος θα σε σαβανώση;
    Στο λειψανό σου ποιος θα ρθή λουλουδια να σε ράνη;
    Και ποιος με πόνο θα ριχτεί στο νεκροκράβατό σου
    για να σε κλάψη; Ποιος θα ειπή για σένα μοιρολόγι;
    Αχ! πως τους θάφτουν, νά ’ξερες, και πως τους παν τους ξένους!
    Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη!

    Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!

    Πού να τον πω τον πόνο μου, πού να τον απορίξω;
    Να τον ειπώ στα τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
    να τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τ' αγριοπούλια!..
    Κι αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρια πού να πέσουν;
    Αν πέσουνε στη μαύρη γη, χορτάρι δεν φυτρώνει,
    αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
    αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγουνται τα καράβια,
    κι αν τα βαστάξω στην καρδιά, με καίν' με φαρμακώνουν!...

    Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!

    ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/485#ixzz40WO0HzRC

    ΑπάντησηΔιαγραφή