Εμμανουήλ Ροΐδης, λογοτέχνης και δοκιμιογράφος από της Ερμούπολη της Σύρου. Γόνος εύπορης και αριστοκρατικής οικογένειας από την Χίο. Το έργο του καλύπτει πολλά διαφορετικά πεζογραφικά είδη, όπως το μυθιστόρημα, το διήγημα, τις κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα. Υπήρξε υποστηρικτής της δημοτικής παρότι ο ίδιος έγραφε πάντοτε στη καθαρεύουσα. Τα πιο γνωστά του έργα είναι το μυθιστόρημα "Πάπισσα Ιωάννα" και η έκδοση της χιουμοριστικής σατιρικής πολιτικής εφημερίδας "Ασμοδαίος".
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη αλλά η μακροχρόνια παραμονή του στο εξωτερικό (Γένοβα, Βερολίνο, Ιάσιο, Βραΐλα και Αίγυπτο) επηρέασαν σημαντικά τις αισθητικές του απόψεις. Είχε ακόμη έντονη κοινωνική ζωή πάρα το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί ήδη από τα μαθητικά του χρόνια και τον ταλαιπωρούσε σε όλη του τη ζωή. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1960 με την μετάφραση του "Οδοιπορικού" του Σατωμπριάν και το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματός του "Πάπισσα Ιωάννα". Η έκδοση του βιβλίου του προκάλεσε σάλο στους εκκλησιαστικούς κύκλους καθώς παρουσίαζε τα αρνητικά της Καθολικής Εκκλησίας κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, αλλά προφανώς η κριτική που ασκούσε απευθυνόταν κυρίως στον Ελληνικό κλήρο. Τελικά το βιβλίο του αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο και καταδικάστηκε «ως αντιχριστιανικόν και κακόηθες» ενώ και ο ίδιος διώχθηκε δικαστικά. Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του απάντησε αρχικά χιουμοριστικά, με τις υποτιθέμενες «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» και έπειτα με σοβαρό -αλλά και πιο δηκτικό τόνο-με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου». Παρόλα ταύτα και ακριβώς λόγω των μεγάλων αντιδράσεων για το βιβλίου του κατάφερε να γίνει γνωστός και στο εξωτερικό ενώ τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής των εφ. La Grèce και L' Independence Hellenique. Το 1873 έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία καθώς είχε επενδύσει σε μετοχές. Μαζί με τον γελιογράφο Θέμο Άννινο εξέδιδε τον "Ασμοδαίο" και μέσα από τις σελίδες του είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της χώρας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Το 1877 άρχισε η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίου ρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1878 διορίστηκε έφορος και διευθυντής στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Το 1885 είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν τον χτύπησε μια άμαξα ενώ το 1890 έχασε οριστικά την ακοή του. Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα. Τα διηγήματα του διαδραματίζονται στην Αθήνα και στην Ερμούπολη και στηρίζονται κυρίως σε προσωπικά του βιώματα. Είναι εμφανής σε όλα η κριτική του διάθεση εναντίον της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά έχουν ήρωες ζώα: η σύγκριση των ζώων με τον άνθρωπο είναι αρνητική εις βάρος του δευτέρου. Στις 7 Ιανουαρίου 1904 παρέδωσε το πνεύμα του στον ουρανό.
Σύμφωνα με τον Παλαμά, ο Ροΐδης υπήρξε ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα. Θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το χιούμορ και η ειρωνεία, που επιτυγχάνεται κυρίως με την απροσδόκητη σύναψη αταίριαστων λέξεων και εννοιών. Αυτό ήταν, όπως εξηγούσε, ένα «ανθυπνωτικόν φάρμακον», δηλαδή ο μόνος τρόπος για να κρατάει σε ενδιαφέρον και εγρήγορση τον (απαίδευτο) Έλληνα αναγνώστη. Ο Ροϊδης διέβλεψε ακόμη την φθορά του Αθηναϊκού Ρομαντισμού στην ποίηση και την πεζογραφία και ενίσχυσε τις ανανεωτικές προσπάθειες του περ. Εστία στον τομέα του διηγήματος, στηλιτεύοντας παράλληλα τις υπερβολές της ηθογραφίας και κατέκρινε τη φοβία για ξένες επιδράσεις στη λογοτεχνία.
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη αλλά η μακροχρόνια παραμονή του στο εξωτερικό (Γένοβα, Βερολίνο, Ιάσιο, Βραΐλα και Αίγυπτο) επηρέασαν σημαντικά τις αισθητικές του απόψεις. Είχε ακόμη έντονη κοινωνική ζωή πάρα το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί ήδη από τα μαθητικά του χρόνια και τον ταλαιπωρούσε σε όλη του τη ζωή. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1960 με την μετάφραση του "Οδοιπορικού" του Σατωμπριάν και το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματός του "Πάπισσα Ιωάννα". Η έκδοση του βιβλίου του προκάλεσε σάλο στους εκκλησιαστικούς κύκλους καθώς παρουσίαζε τα αρνητικά της Καθολικής Εκκλησίας κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, αλλά προφανώς η κριτική που ασκούσε απευθυνόταν κυρίως στον Ελληνικό κλήρο. Τελικά το βιβλίο του αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο και καταδικάστηκε «ως αντιχριστιανικόν και κακόηθες» ενώ και ο ίδιος διώχθηκε δικαστικά. Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του απάντησε αρχικά χιουμοριστικά, με τις υποτιθέμενες «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» και έπειτα με σοβαρό -αλλά και πιο δηκτικό τόνο-με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου». Παρόλα ταύτα και ακριβώς λόγω των μεγάλων αντιδράσεων για το βιβλίου του κατάφερε να γίνει γνωστός και στο εξωτερικό ενώ τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής των εφ. La Grèce και L' Independence Hellenique. Το 1873 έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία καθώς είχε επενδύσει σε μετοχές. Μαζί με τον γελιογράφο Θέμο Άννινο εξέδιδε τον "Ασμοδαίο" και μέσα από τις σελίδες του είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της χώρας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Το 1877 άρχισε η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίου ρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1878 διορίστηκε έφορος και διευθυντής στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Το 1885 είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν τον χτύπησε μια άμαξα ενώ το 1890 έχασε οριστικά την ακοή του. Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα. Τα διηγήματα του διαδραματίζονται στην Αθήνα και στην Ερμούπολη και στηρίζονται κυρίως σε προσωπικά του βιώματα. Είναι εμφανής σε όλα η κριτική του διάθεση εναντίον της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά έχουν ήρωες ζώα: η σύγκριση των ζώων με τον άνθρωπο είναι αρνητική εις βάρος του δευτέρου. Στις 7 Ιανουαρίου 1904 παρέδωσε το πνεύμα του στον ουρανό.
Σύμφωνα με τον Παλαμά, ο Ροΐδης υπήρξε ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα. Θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το χιούμορ και η ειρωνεία, που επιτυγχάνεται κυρίως με την απροσδόκητη σύναψη αταίριαστων λέξεων και εννοιών. Αυτό ήταν, όπως εξηγούσε, ένα «ανθυπνωτικόν φάρμακον», δηλαδή ο μόνος τρόπος για να κρατάει σε ενδιαφέρον και εγρήγορση τον (απαίδευτο) Έλληνα αναγνώστη. Ο Ροϊδης διέβλεψε ακόμη την φθορά του Αθηναϊκού Ρομαντισμού στην ποίηση και την πεζογραφία και ενίσχυσε τις ανανεωτικές προσπάθειες του περ. Εστία στον τομέα του διηγήματος, στηλιτεύοντας παράλληλα τις υπερβολές της ηθογραφίας και κατέκρινε τη φοβία για ξένες επιδράσεις στη λογοτεχνία.
Ταξίδι στον Πολιτισμό -ΕΜΜΑΝΟΥΗΞ ΡΟΪΔΗΣ
https://www.youtube.com/watch?v=FrleOELPRMQ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ Η ΕΞΑΦΡΙΣΤΙΚΗ ΚΟΥΤΑΛΑ
https://www.youtube.com/watch?v=MYCZ6Ld71MM
https://www.youtube.com/watch?v=MYCZ6Ld71MM
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΕΡΓΑ
https://www.youtube.com/watch?v=NGbP95ITOpI
"Η Αγγλία έχει δύο Βουλάς την Άνω και την Κάτω. Ημείς (Ελλάδα) έχομεν μίαν Βουλήν άνω-κάτω!"
"Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου