Άννα Αχμάτοβα: Ρωσσίδα ποιήτρια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της «Αργυρής Εποχής» στην ποίηση της Ρωσίας. Η χαρισματική προσωπικότητα της, ο μυστικιστικός ερωτισμός και η θυελλώδης συναισθηματική ζωή της επηρέασαν, όχι μόνο λογοτέχνες, αλλά και ζωγράφους, γλύπτες και φωτογράφους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη μυστηριακά ακαταμάχητη γοητεία της. Η Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα (που αυτοκτόνησε το 1941) είχε αποκαλέσει την Αχμάτοβα «Άννα Πασών των Ρωσιών».
Επέλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε στην προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων, απόγονο του θρυλικού Τζένγκις Χαν. Η Άννα Αντρέγιεβνα Γκόρενκο γεννήθηκε στο Μπολσόι Φοντάν κοντά στην Οδησσό, στις 23 Ιουνίου του 1889 και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον προνομιούχο και μια κουλτούρα αριστοκρατική. Πέρασε τα μαθητικά της χρόνια στο κλασικό περιβάλλον του γυμνασίου στο Τσάρσκογιε Σελό ενώ αποφοίτησε από το λύκειο «Φουντουκλέγιεφ» στο Κίεβο, όπου την είχε στείλει η μητέρα της μετά το χωρισμό των γονέων της. Κατόπιν φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου. Στα νεανικά της χρόνια διάβασε και επηρεάστηκε από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ιδιαίτερα από τους Σκανδιναβούς συγγραφείς. Ενώ συνέχιζε ακόμη τις νομικές και φιλολογικές σπουδές της παντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1910 τον ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ και έγινε μέλος στη λογοτεχνική ομάδα της Αγίας Πετρούπολης «Συντεχνία των Ποιητών» (Zech poetow), λίκνου του κινήματος του «ακμεϊσμού», του οποίου πρωτοστάτης και θεωρητικός ήταν ο Γκουμιλιόφ. Η συμβίωσή της με τον Γκουμιλιόφ άρχισε να γίνεται τελείως συμβατική. Στο γαμήλιο ταξίδι του ζευγαριού στο Παρίσι, η νεόνυμφη Αχμάτοβα κάνει τη γνωριμία της με το νεαρό ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι, με τον οποίο έμελλε αργότερα να ζήσει ένα θυελλώδη έρωτα. Τον Αύγουστο του 1918, η Αχμάτοβα στα τριάντα της χρόνια παίρνει διαζύγιο από τον Γκουμιλιόφ, ο οποίος εκτελέστηκε από το σοβιετικό καθεστώς το 1921 ως «εχθρός του λαού», ενώ η Αχμάτοβα είχε αποκτήσει μαζί του το 1912 ένα γιό το Λέβ,. Πολύ σύντομα, ξαναπαντρεύτηκε τον εξέχοντα ασσυριολόγο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης Βλαντιμίρ Σιλέϊκο, μεγαλύτερό της σε ηλικία, αλλά και ο δεύτερος αυτός γάμος διαλύθηκε το 1921. Η Αχμάτοβα, αφού πήρε το διαζύγιό της από τον Σιλέϊκο, παντρεύτηκε για τρίτη φορά το 1923 τον Νικολάι Πούνιν, ιστορικό τέχνης, ο οποίος πέθανε στα σταλινικά γκουλάγκ το 1953. Και ο γιος της Λεβ Γκουμιλιόφ καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία, απ’ όπου απελευθερώθηκε οριστικά το 1956. Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η Αχμάτοβα αντιστέκεται στον πειρασμό της αποδημίας. Η σταλινική όμως τρομοκρατία με συνεχείς διώξεις, εξορίες, εξευτελισμούς και απαγορεύσεις κυκλοφορίας των έργων της, αν και δεν επηρέασαν την ποιητική δημιουργία της, κλόνισαν σημαντικά την κατάσταση της υγείας της, δεδομένου ότι έπασχε από συνεχή κρούσματα φυματίωσης. Η απήχηση που έβρισκαν τα ποιήματά της στο κοινό ανησυχούσαν το κομμουνιστικό κόμμα. Τον Αύγουστο του 1946, ύστερα από εισήγηση του αρμοδίου για τον πολιτισμό γραμματέα της Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος Αντρέι Ζντάνοφ, η Αχμάτοβα καταγγέλθηκε ενώπιον των μελών της Ένωσης Συγγραφέων ως «ιδεολογικός αποδιοργανωτής και εκπρόσωπος του αντιδραστικού σκοταδισμού» και διαγράφηκε από την Ένωση Συγγραφέων, όπου μόνο μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν (1953) αποκαταστάθηκε. Το 1965 της απονέμεται ο τίτλος της επίτιμης διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στις 5 Μαρτίου 1966, η Αχμάτοβα άφησε την τελευταία της πνοή από έμφραγμα σε ηλικία 76 ετών σε ένα σανατόριο στην πόλη Ντομοντέντοβο, νότια της Μόσχας.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της «Το Απόβραδο» εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη το Μάρτιο του 1912, ενώ η δεύτερη συλλογή της «Ροζάριο» δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1914, λίγο πριν από την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι συλλογές αυτές είναι σύντομες λυρικές εξομολογήσεις από την προσωπική ζωή της. Ιδιαίτερα τα ποιήματα της συλλογής «Ροζάριο» είναι αυτά που καθιέρωσαν και έκαναν την Αχμάτοβα διάσημη σ’ όλη τη Ρωσία. Η συναισθηματική φόρτιση και το προσωπικό της δράμα από τα χρόνια του πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου εκφράζονται και μετουσιώνονται σε κραυγές πόνου και απογοήτευσης στις συλλογές «Το λευκό κοπάδι» Белая стая (1917), «Αγριοβότανο» (1921) και «Σωτήριον έτος» (1922). O προσωπικός χαρακτήρας της ποίησής της και η αντιμπολσεβικική χροιά της, αν και όχι πάντοτε εμφανής, είχαν αποκλείσει την πρόσβασή της στις πόρτες των εκδοτικών οίκων. Για παραπάνω από μια δεκαετία, από το 1923 μέχρι το 1935, η Αχμάτοβα είχε πάψει ουσιαστικά να γράφει ποίηση και εξοικονομούσε τα στοιχειώδη προς το ζην εργαζόμενη ως βιβλιοθηκάριος στο Αγρονομικό Ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης, ενώ συγχρόνως αφιέρωνε το χρόνο της στη λογοτεχνική έρευνα και στη μελέτη του έργου του Αλεξάντρ Πούσκιν. Η τρομοκρατία του σταλινικού καθεστώτος, οι προσωπικές διώξεις και οι απαγορεύσεις δημοσίευσης ή καταστροφής των βιβλίων της έκαναν την Αχμάτοβα να ολισθήσει σε μια αστική και συνάμα πατριωτική ποίηση με τη συλλογή «Ρέκβιεμ» (1935-1940), η οποία όμως δεν εκδόθηκε ποτέ στη Σοβιετική Ένωση. Το 1965 δημοσιεύεται «Το διάβα του χρόνου», το τελευταίο βιβλίο της στη διάρκεια της ζωής της. Τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εμπλούτισαν το έργο της με μια ιστορική διάσταση, όπως στο «Ποίημα χωρίς ήρωα», γραμμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος ανάμεσα στα 1940 και 1942. Η ποίηση της Άννας Αχμάτοβα, μολονότι είχε χαρακτηριστεί από το σοβιετικό καθεστώς ως «παρακμιακή», εξέπεμπε τεράστια γοητεία , υπογραμμίζοντας μια αίσθηση πεπρωμένου, που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας της και άσκησε ιδιαίτερη έλξη, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Η UNESCO κήρυξε το έτος 1989 «Έτος Αχμάτοβα».
Το τραγούδι της τελευταίας συνάντησης - Άννα Αχμάτοβα
Ένα ποίημα της Άννας Αχμάτοβα σε μετάφραση Ρίτας Μπούμη - Παπά και μελοποίηση Πέτρου Σατραζάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου