6/5/21

Καίτη Ντάλη (Αυτοβιογραφικό)

«Γεννήθηκα στη Φωκίωνος Νέγρη. Η τρέλα του τραγουδιού μου μπήκε απ' το σχολείο: 12 χρόνων με είχαν βάλει στη χορωδία να πω το "Αβε Μαρία" του Σούμπερτ. Από τότε έλεγα πως, άμα μεγαλώσω, θα γίνω τραγουδίστρια. Μανιάτης ο πατέρας μου, μου 'λεγε "θα σου κόψω τον λαιμό". Ούτε στο μπαλέτο με άφηνε να πηγαίνω. Αλλά με πήγαινε η μάνα μου κρυφά. Το καταλάβαινε ο πατέρας μου κι άρχιζε το ξύλο: τις έτρωγα κι εγώ κι η μάνα μου. Ωσπου βρήκα κι εγώ μια άκρη και το 'σκασα.στ
ον Καναδά. Είχαμε έναν ξάδελφο εκεί και πήγα να φυλάω τα παιδιά του. Κάθησα λίγο και το 'σκασα κι από κει. Δούλεψα λάντζα, σε εστιατόρια, όρθια 15 ώρες για 5 καναδέζικα δολάρια. Μέσα στο ρέστοραν τραγούδαγα κι έτσι έτυχε να με γνωρίσει ένα αφεντικό. "Ελα να σε κάνω τραγουδίστρια", μου λέει. "Μα το μόνο τραγούδι που ξέρω είναι το "Φέρτε μου ένα μαντολίνο", του λέω. "Θα καθίσεις", επέμενε, "στο πάλκο με ένα ντέφι κι εν τω μεταξύ θα μάθεις". Πήγα. Σ' αυτό το μαγαζί έφεραν λοιπόν τον Τάκη τον Μπίνη να κάνει εμφανίσεις. Με είδε ο Τάκης. "Θα σε κάνω τραγουδίστρια", μου λέει. Κι άρχισε να μου κάνει μαθήματα. Μου έδειξε λοιπόν ορισμένα βασικά πράγματα και τα 'μαθα. Αλλά ντρεπόμουν να βγω τραγουδίστρια εκεί που με ήξεραν. Και φεύγω το '68 και πάω στην Αμερική. Κι εκεί άρχισα να τραγουδάω. Γύρισα το '71...».

«Η Αμερική μου άρεσε, αλλά πέρασα και πέτρινα χρόνια. Οταν έχεις μια καλή εμφάνιση, ξέρεις τι άσχημο πράγμα είναι; Δεν μπορείς να σταθείς πουθενά: ο καθένας κοιτάει πώς θα σε ρίξει στο κρεβάτι. Κι εγώ έπρεπε να 'μαι για τον εαυτό μου και άνδρας και γυναίκα. Από μέσα λοιπόν από το μαγαζί που δούλευα, με ενοχλούσε ένας άνθρωπος και τον χτύπησα πολύ. Κι επειδή φοβήθηκα να μην πάω φυλακή, θεώρησα σωστό να γυρίσω στην Ελλάδα. Επιασα δουλειά αμέσως στην "Κάσμπα". Εγινε σεισμός. Ελεγα τα τραγούδια που με είχε μάθει ο Μπίνης, τραγούδια ανδρικά... Αλλά επειδή εκεί δεν με καλοπλήρωναν, έφυγα και πήγα απέναντι στο "Μαξίμ". Κι από εκεί στα "Ξημερώματα" με τον Μητροπάνο. Ουρές κάθε βράδυ και τα πιάτα βουνό. Εκεί με ερωτεύτηκε κι ο Ομάρ Σαρίφ που γύριζε ένα έργο στην Ελλάδα. Ερχόταν το ένα βράδυ, μου 'δινε το σακάκι του, το άλλο το πουκάμισό του και μου 'λεγε "Ελα στο Χίλτον να πάρεις και τα υπόλοιπα"...».

«Μετά με παίρνει ο Ζαμπέτας και μου λέει "έλα στην Αμερική". Και πάω. Εκεί με είχε ερωτευτεί ένας Ιταλός, ανιψιός του μαφιόζου του [Κάρλο] Γκαμπίνο. Ερχόταν κάθε βράδυ κι έκανε 10.000-20.000 χαρτούρα και πέταγε. Είχα μάθει και δύο ιταλικά τραγούδια για να του τα λέω μόνο αυτουνού. Αλλά το αγαπημένο του ήταν το "Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη"...».


Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 01/07/2005 

Αναδημοσίευση: http://pisostapalia.blogspot.gr 

Καίτη Ντάλη -Έφυγες χωρίς να με ρωτήσεις
https://www.youtube.com/watch?v=IxdJlVduh90
Στίχοι-Μουσική: Γιάννης Παπαδόπουλος

2 σχόλια:

  1. Ο Carlo Gambino ήταν Αμερικανός γκάνγκστερ σικελικής καταγωγής, ο οποίος υπήρξε το αφεντικό σε μια από τις Πέντε Οικογένειες της ιταλο-αμερικανικής μαφίας της Νέας Υόρκης. Μετά την σύσκεψη των Απαλάχιων στις 14 Νοεμβρίου 1957 των αφεντικών της μαφίας ο Γκαμπίνο πήρε τον έλεγχο της λεγομένης Επιτροπής της μαφίας στις ΗΠΑ.

    Ο Γκαμπίνο γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1902 στο χωριό Κακάμο του Παλέρμο στη Σικελία. Καταγόταν από μια οικογένεια που ανήκει στην «Κοινωνία τιμής» (ιταλικά:Onorata Societa), εκείνη την εποχή γνωστή ως η μαφία της Σικελίας. Το 1921, πήγε παράνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και εγκαταστάθηκε στο Μπρούκλιν με τη βοήθεια των ξαδερφών των Καστελάνο που είχαν μετακομίσει εκεί νωρίτερα. Αργότερα, ο Γκαμπίνο βοήθησε και τους αδελφούς του να μετακινηθούν στο εξωτερικό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, άρχισε να εμπλέκεται αμέσως σε εγκληματικές δραστηριότητες και σε ηλικία 19 ετών έγινε μέλος της Κόζα Νόστρα. Συμμετέχοντας σε μια από τις μεγαλύτερες εγκληματικές στη Νέα Υόρκη, με επικεφαλής τον Σαλβατόρε "Τοτό " Ντ' Ακουίλα. Στην ίδια οικογένεια συμπεριλαμβάνονταν ο θείος του Κάρλο, ο γκάνγκστερ Τζουζέπε Καστελάνο.

    Ως μέλος της Κόζα Νόστρα, ο Γκαμπίνο ανέπτυξε στενή σχέση με τους νέους μαφιόζους, μια ομάδας νεαρών Αμερικανο-Ιταλων που δεν ήταν ικανοποιημένοι με το «μουστάς Πίτ», δηλαδή την παλιά σχολή της μαφίας. Οι νέοι μαφιόζοι δεν ήθελαν να ζήσουν σύμφωνα με τις παλιές παραδόσεις που έχουν καθιερωθεί στη Σικελία, και ήταν δυσαρεστημένοι με την κατανομή της εξουσίας και του εισοδήματος στις τότε εγκληματικές «οικογένειες» και επίσης θεώρησαν απαραίτητο να συνεργαστούν με γκάνγκστερς μη σικελικής καταγωγής καθώς και με την εβραϊκή μαφία.

    Εκτός από τον ίδιο τον Κάρλο Γκαμπίνο η ομάδα των νέων μαφιόζων περιλάμβανε τα μετέπειτα γνωστά αφεντικά της μαφίας όπως: ο Τσαρλς "Λάκι" Λουτσιάνο, ο Φρανκ Κοστέλο, ο Άλμπερτ Ανασταζία, ο Φρανκ Σκαλίζε, ο Τζο Άντονις, ο Βίτο Τζενοβέζε και ο Μέγερ Λάνσκι. Όλοι τους ασχολούνταν με ληστείες, κλοπές, παράνομο τζόγο, και στις αρχές της δεκαετίας του 1920, μετά την εισαγωγή της Ποτοαπαγόρευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, στράφηκαν στο επικερδές λαθρεμπόριο αλκοόλ. Το 1930, ο Γκαμπίνο συνελήφθη κατηγορουμένος για κλοπές, αλλά κατάφερε να παραμείνει λίγο καιρό στην φυλακή.

    Τη δεκαετία του 1920, ο Σαλβατόρε Μαραντζάνο και ο Τζο Μασερία θεωρήθηκαν οι μεγαλύτερες ήγετες στον υπόκοσμο της Νέας Υόρκης, των οποίων η μεταξύ τους αντιπαλότητα οδήγησε στον περίφημο «Πόλεμο του Καστελαμαρέζε». Ο πόλεμος διήρκεσε σχεδόν τέσσερα χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα πολλά θύματα, γεγονός που προκάλεσε ανησυχίες στην νέα γενιά των μαφιόζων. Συνειδητοποιώντας ότι η συνέχιση αυτού του πολέμου θα επιφέρει την παρακμή της ιταλο-αμερικανικής μαφίας, η οποία θα κοστίσει στην επιρροή των εβραϊκών και ιρλανδικών γκάνγκστερ, οι νέοι γκάνγκστερς αποφάσισαν να θέσουν τέρμα στον πόλεμο και να σχηματίσουν μια «εθνική συνδικαλιστική εγκληματική οργάνωση» η οποία έγινε γνωστή ως το Εθνικό Συνδικάτο του Εγκλήματος, που έπρεπε να περιλαμβάνει όλους τους Ιταλοααμερικανούς, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, καθώς και τις εβραϊκές συμμορίες. Στις 15 Απριλίου του 1931, ο Λουτσιάνο προσκάλεσε τον Τζο Μασερία στο εστιατόριο Nuova Tammaro στο Κόνεϊ Αϊλαντ, όπου δολοφονήθηκε από τους Αναστάζια, Άντονις, Τζενοβέζε και Σίγκελ. Μετά από αυτό, ο Μαραντζάνο αυτοανακήρυξε τον εαυτό του ως «το αφεντικό των αφεντικών». Με την άδειά του, την ηγεσία της μελλοντικής οικογένειας Γκαμπίνο ανέλαβε ο Βίνσεντ Μανγκάνο, ένας μαφιόζος της παλιάς σχολής που έκανε τον Γκαμπίνο υπαρχηγό του.

    Ωστόσο, οι «νέοι μαφιόζοι» δεν θα σταματούσαν. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1931, δολοφόνησαν επίσης τον Μαραντζάνο, όπου λίγο μετά το θάνατο του, με πρωτοβουλία του Λάκι Λουτσιάνο, τα αφεντικά των πέντε μεγαλύτερων και πιο σημαντικών «οικογενειών» της ιταλο-αμερικανικής μαφίας «που ήλεγχαν» τη Νέα Υόρκη, ο Βίνσεντ Μανγκάνο, ο Λάκι Λουτσιάνο, ο Τζο Μπονάνο, ο Τζο Προφάτσι και ο Τόμι Γκαλιάνο ίδρυσαν την Επιτροπή - ένα συμβούλιο που θα αναλάμβανε την επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των συμμοριών για την αποφυγή μελλοντικών πολέμων όπως του Καστελαμαρέζε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το 1932, ο 30χρονος Κάρλο Γκαμπίνο παντρεύτηκε την ξαδέλφη του, την Κάθριν Καστελάνο. Μαζί μεγάλωσαν τρεις γιους και μια κόρη. Ο Γκαμπίνο βγήκε ο πιο κερδισμένος στην οικογένεια Μανγκάνο. Οι δραστηριότητές του περιελάμβαναν τοκογλυφία, παράνομο τζόγο και επιχειρηματική προστασία. Παρά τη θέση και το εισόδημά του, ο Γκαμπίνο συνεχίζει να ζει σεμνά και όσο πιο νόμιμα γίνεται, έχοντας ένα μικρό σπίτι στο Μπρούκλιν. Το 1938, συνελήφθη με την κατηγορία της φοροδιαφυγής από την πώληση αλκοόλ και στις 23 Μαΐου 1939, καταδικάστηκε σε φυλάκιση για 22 μήνες και πρόστιμο 2.500 δολάρια.

    Στις 19 Απριλίου του 1951 ο Φιλ Μανγκάνο βρέθηκε νεκρός σε βαλτώδη περιοχή του Sheepshead Bay στο Μπρούκλιν. Την ίδια στιγμή, το αφεντικό της οικογένειας, ο Βίνσεντ Μανγκάνο, εξαφανίστηκε και η εξαφάνισή του παρέμεινε ένα μυστήριο. Υποτίθεται ότι και οι δύο αδελφοί σκοτώθηκαν από τον Άλμπερτ Ανασταζία , αλλά ούτε η αστυνομία ούτε η μαφία μπορούσαν να βρουν στοιχεία. Αλλά ο Αναστάζια, με τη βοήθεια του φίλου του Φρανκ Κοστέλο, κατάφερε να πείσει τους ηγέτες των άλλων οικογενειών ότι ο Βίνσεντ Μαγκάνο θα τον σκότωνε. Ως αποτέλεσμα, η Επιτροπή συμφώνησε να αναγνωρίσει τον Αναστάζια ως το νέο αφεντικό της οικογένειας. Μετά από αυτό, ο Γκαμπίνο έγινε ο υπαρχηγός και ο ξάδερφος του Πωλ Καστελάνο ανέλαβε την πρώην ομάδα του Γκαμπίνο ως Κάπο.

    Μετά την αναλήψη της ηγεσίας της οικογένειας Μανγκάνο απο τον Κάρλο Γκαμπίνο, η οποία μετονομάστηκε σε «οικογένεια Γκαμπίνο», αυτήν άνθισε και επέκτεινε τις σφαίρες επιρροής της. Νέες «ομάδες» δημιουργήθηκαν στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, το Λος Άντζελες, το Μαϊάμι, τη Βοστώνη, το Σαν Φρανσίσκο και το Λας Βέγκας. Οι Γκαμπίνο ανέλαβαν τον πλήρη έλεγχο του Μανχάταν και την εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση συλλογής και διάθεσης αποβλήτων και στους πέντε δήμους της πόλης. Με το διορισμό του υπαρχηγού του, Άντονο Σκόττο, ως προέδρου της Union Brooklyn Dockworkers, ο Κάρλο ενισχύσε τον έλεγχο στο λιμάνι του Μπρούκλιν. Ταυτόχρονα ξεκίνησε το λαθρεμπόριο ηρωίνης και κοκαΐνης, μιας πολύ επικερδής, αλλά πολύ επικίνδυνης δραστηριότητας, η οποία προσέλκυσε την προσοχή από τις διωκτικές αρχές και την κοινωνία. Ο Γκαμπίνο τότε αποαφασίσε να απαγόρευσει στα μέλη της οικογένειας να πωλούν ναρκωτικά, δηλώνοντας την αρχή του «Πουλήστε και πεθαίνετε» (αγγλ: Deal and Die).

    Το 1962, ο Κάρλο Γκαμπίνο, με την υποστήριξη του Κοστέλο και του Λουτσιάνο, γίνεται επικεφαλής της Επιτροπής. Την ίδια χρονιά, θέλοντας να ενισχύσει τους δεσμούς του με την οικογένεια των Λουτσέζε, πάντρεψε τον μεγαλύτερο γιο του Τόμας με την κόρη του αφεντικού Τόμμυ Λουτσέζε, Φρανσίς. Τον γάμο παρακολούθησαν περισσότεροι από 1000 επισκέπτες, συγγενείς και φίλοι. Φημολογήθηκε ότι ο Γκαμπίνο έδωσε προσωπικά στον Λουτσέζε 30.000 δολάρια ως «γαμήλιο δώρο». Μαζί με την οικογένεια Λουτσέζε, οι Γκαμπίνο ανέλαβαν τον έλεγχο του Διεθνούς Αεροδρομίου Τζον Φ. Κέννεντυ. Στη δεκαετία του 1960, η οικογένεια Γκαμπίνο αποτελούνταν από περίπου 30 «ομάδες» με περίπου 500 στρατιωτών (σύμφωνα με άλλες πηγές 700 ή 800). Το ετήσιο εισόδημα της οικογένειας εκτιμήθηκε σε 500 εκατομμύρια δολάρια.

    Ο Γκαμπίνο πέθανε στο κρεβάτι του από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 74 ετών στις 15 Οκτωβρίου 1976.

    ΑπάντησηΔιαγραφή