Ο όρκος των μελών της «Εθνικής Εταιρείας»
Ορκίζομαι, εις το ιερόν ευαγγέλιον πίστιν εις την αγαπητήν πατρίδα και εις το μεγαλείον της και ότι η δόξα της θα είναι ο παντοτεινός λογισμός μου.
Ορκίζομαι, να φυλάξω μυστικάς μέχρι του τάφου μου τας ενεργείας της εταιρίας και να μη ζητώ ποτέ να μάθω ούτε ποιοί την κυβερνούν ούτε πως κυβερνάται
Ορκίζομαι, να χύσω το αίμα μου, αν διαταχθώ, προς απελευθέρωσιν των σκλαβωμένων αδελφών μου και να προσφέρω ότι δύναμαι, χάριν του Αγίου Σκοπού της “Εθνικής Εταιρίας”
Η σφραγίδα της Εταιρείας, που φέρονταν στα διάφορα ψηφίσματα, προσκλητήρια κ.λπ. έφερε στο άνω ημικύκλιο τον 16άκτινο ισόκερο σταυρό με τη ρήση από κάτω «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», στο δε κάτω ημικύκλιο έφερε χιαστί δύο ξίφη μεταξύ των γραμμάτων Ε Ε (κεφαλαία) και κάτω δε απ΄ αυτό, επί της περιφέρειας τις λέξεις «Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΡΧΗ».
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (1894-1899)
Η Εθνική Εταιρεία ήταν μια ελληνική μυστική οργάνωση κυρίως από στρατιωτικού που οργανώθηκε κατά το σύστημα της Φιλικής Εταιρείας σε συνδυασμό με το αυστηρό απόρρητο τυπικό των Τεκτόνων. Συστήθηκε την Άνοιξη του 1894, αποτελούμενη αρχικά από 14 μέλη και αποκλείοντας από αυτή αξιωματικούς με βαθμό ανώτερο του υπολοχαγού. Ιδρυτές της Εθνικής Εταιρείας, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ήταν οι στρατιωτικοί Χρ. Σολιώτης, Πέτρος Λυκούδης, Νικόστρατος Καλομενόπουλος και Αλ. Σοφιανός. Ακολούθησε μύηση και άλλων αξιωματικών αλλά και προσώπων που κατείχαν εξαιρετικές θέσεις στην τότε Αθηναϊκή κοινωνία όπως καθηγητές, δικαστικοί κλπ. Στην ομάδα πρωτοστάτησαν οι Λ. Φωτιάδης, Γ. Σουλιώτης, Κ. Πάλλης, και Παύλος Μελάς, ενώ οι πλέον ενεργοί πυρήνες της βρίσκονταν στο Άργος και το Ναύπλιο. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1895, η Εθνική Εταιρεία διέθετε εξήντα μέλη και με νέο καταστατικό που συντάχθηκε το ίδιο έτος συγκροτήθηκε ενδεκαμελές συμβούλιο. Μέσα σε δύο χρόνια η Ε.Ε. απέκτησε μεγάλη ισχύ με την μύηση της πλειονότητας των αξιωματικών τόσο του στρατού ξηράς όσο και του ναυτικού καθώς και πολλών πολιτευτών και μεγάλου μέρους δημοσιοϋπαλληλικού και δικαστικού ακόμα κλάδου. Κατάφερε να προσελκύσει σημαντικούς παράγοντες της δημόσιας ζωής, καθώς και διανοούμενους ή καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Νικόλαος Λύτρας, ο Κωστής Παλαμάς, ο Νικόλαος Πολίτης και άλλοι. Χάρη στο μυστηρίου που την περιέβαλλε και την «αόρατη δύναμη» της «Υπέρτατης Αρχής» της, (όπως έλεγαν τότε), η εταιρεία επεκτάθηκε και εκτός των τότε συνόρων, στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, εξασφαλίζοντας έτσι τεράστια οικονομικά μέσα αλλά και ασφαλώς εξίσου μεγάλη ηθική επιρροή. Την Άνοιξη του 1896 η Εθνική Εταιρεία αριθμούσε ήδη 56 παραρτήματα σε διάφορες ελληνικές πόλεις της τότε Ελλάδας, με 83 υποοργανώσεις στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, ενώ ο συνολικός αριθμός των μελών της υπολογίζονταν σε 3.185 ενεργά μέλη.
Ένας από τους βασικός σκοπούς της εταιρείας ήταν η διενέργεια εράνων για αγορά οπλισμού που προοριζόταν όπου θεωρούσε αναγκαίο. Πολλές από τις ενέργειές της παρέμεναν μυστικές στα διάφορα τμήματά της, ενώ ακολουθούνταν ειδικά μέτρα ασφαλείας. Εν γένει απέδιδε μεγάλη σημασία στη συλλογή πληροφοριών. Ανέπτυξε σύστημα αστυνόμευσης και μια ιδιαίτερη υπηρεσία που εκτελούσε χρέη αντικατασκοπείας. Από τον Ιανουάριο του 1897, η δράση της Εθνικής Εταιρείας άρχιζε να παίρνει χαρακτήρα ακόμα και διοίκησης του κράτους με σαφή αντικυβερνητικό και αντικαθεστωτικό χαρακτήρα μη ελεγχόμενο αφενός, αλλά και να προβάλλεται ως πραγματικό εμπόδιο στις απόρρητες διασυμμαχικές δεσμεύσεις με τις οποίες κινούνταν η ελληνική διπλωματία. Ειδικότερα από τις αρχές του 1897 το Κρητικό Ζήτημα άρχισε να περιπλέκεται ακόμη περισσότερο λαμβάνοντας διεθνείς διαστάσεις.
Ένας από τους βασικός σκοπούς της εταιρείας ήταν η διενέργεια εράνων για αγορά οπλισμού που προοριζόταν όπου θεωρούσε αναγκαίο. Πολλές από τις ενέργειές της παρέμεναν μυστικές στα διάφορα τμήματά της, ενώ ακολουθούνταν ειδικά μέτρα ασφαλείας. Εν γένει απέδιδε μεγάλη σημασία στη συλλογή πληροφοριών. Ανέπτυξε σύστημα αστυνόμευσης και μια ιδιαίτερη υπηρεσία που εκτελούσε χρέη αντικατασκοπείας. Από τον Ιανουάριο του 1897, η δράση της Εθνικής Εταιρείας άρχιζε να παίρνει χαρακτήρα ακόμα και διοίκησης του κράτους με σαφή αντικυβερνητικό και αντικαθεστωτικό χαρακτήρα μη ελεγχόμενο αφενός, αλλά και να προβάλλεται ως πραγματικό εμπόδιο στις απόρρητες διασυμμαχικές δεσμεύσεις με τις οποίες κινούνταν η ελληνική διπλωματία. Ειδικότερα από τις αρχές του 1897 το Κρητικό Ζήτημα άρχισε να περιπλέκεται ακόμη περισσότερο λαμβάνοντας διεθνείς διαστάσεις.
Η τότε Κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη βρισκόμενη σε αδυναμία γνώσης της πλήρους έκτασης της οργάνωσης αυτής, αλλά και προ του επαπειλούμενου κινδύνου εμφυλίου, μη προβλέψιμου μεγέθους, εκ του δεσμευτικού όρκου που είχαν δώσει τα μέλη της, σε περίπτωση που θα επιχειρούσε να την πλήξη, προτίμησε να υποκύψει και να υιοθετήσει έστω και μερικώς την υποδεικνυόμενη απ΄ αυτή πολιτική στο Κρητικό ζήτημα. Έτσι απέστειλε ναυτική μοίρα υπό την ηγεσία του ναυάρχου Α. Ράινεκ και του Πρίγκιπα Γεωργίου, καθώς και μικτό ένοπλο απόσπασμα υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο με τα οποία και προσπάθησε να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό της Κρήτης από τουρκικές ενισχύσεις καθώς και την επιβολή της τάξης, παρά την αντίθετη θέση των Μεγάλων Δυνάμεων και στη συνέχεια την γενική επιστράτευση, όταν αρνήθηκε ο Σουλτάνος την πρόταση της Ελλάδας για διενέργεια δημοψηφίσματος, με αποτέλεσμα την εμπλοκή σε πολεμική σύρραξη, γνωστότερη ως Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Τα μεσάνυκτα της 28ης Μαρτίου του 1897 2.600 εξοπλισμένοι από την οργάνωση αυτή άτακτοι διέσχισαν την ελληνοτουρκική μεθόριο στο «Μέτωπο Θεσσαλίας» και επετέθηκαν κατά των τουρκικών θέσεων προσφέροντας έτσι στις τουρκικές μεραρχίες ίσως την αφορμή για τη κήρυξη του πολέμου.
Η αποτυχία όμως του πολέμου και η υποχώρηση που ακολούθησαν, ή καταστροφή όπως χαρακτηρίσθηκε τότε, υπήρξαν αρκετά όχι μόνο να μειώσουν το γόητρο της Εθνικής Εταιρείας, η οποία και θεωρήθηκε ως ο κύριος αίτιος του ατυχούς εκείνου πολέμου, αλλά και να καταστεί ο «αποδιοπομπαίος τράγος», με το κύρος της στους κόλπους του λαού να έχει καταρρακωθεί.
Η Εθνική Εταιρεία διαλύθηκε το 1899 αφού παρέδωσε, στο Εθνικό Σκοπευτήριο, όλο το υπό κατοχή της πολεμικό υλικό που κατείχε, καθώς και το ποσόν των τότε 300.000 δραχμών εκ της περιουσίας που παρουσίασε ότι διέθετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου