2/3/14

Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937)

Δημήτρης Λιπέρτης: o ποιητής της κυπριακής τοπολαλιάς

"Η ποίηση του Λιπέρτη είναι γραμμένη κυρίως στην κυπριακή διάλεκτο και εντάσσεται στο χώρο της ηθογραφικής παραγωγής με έμφαση στην εξιδανίκευση της αγροτικής επαρχιακής ζωής. Τιμήθηκε με το γαλλικό τίτλο Officier d’ Academie. Το έργο του στο κυπριακό ιδίωμα, επηρέασε τη λαϊκή ποίηση του τόπου και στάθηκε η αιτία της δημιουργίας μιας ολόκληρης γενιάς ποιητών που έγραψαν στην κυπριακή διάλεκτο, όπως ο Παύλος Λιασίδης, ο Αντώνης Κλόκκαρης, ο Κώστας Μαρκίδης, ο Κώστας Μόντης κ.ά. Γεννήθηκε το 1866 στη Λάρνακα και πέθανε στη Λευκωσία το 1937. Άφησε τη μικρή περιουσία του [800 λίρες], στα ορφανά της Κύπρου." 



Βούττημαν ήλιου
https://www.youtube.com/watch?v=HfNBEtRTF5A
Ποίηση: Δημήτρης Λιπέρτης
Στο πιάνο Σάββας Σάββα - Απαγγελία: Κώστας Χαραλαπίδης
Από το δίσκο " ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ"



Καρτερούμεν (Παιδική Χορωδία Animus)
https://www.youtube.com/watch?v=GGukymD1h5Y&spfreload=10
Ποίηση: Δημήτρης Λιπέρτης
Μελοποίηση: Δημήτρης Λάγιος
Πρώτη Εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας



 Αφιερωμένο σ'αυτούς που ξέχασαν...

2 σχόλια:

  1. Δημήτρης Λιπέρτης

    Βούττημα ήλιου

    Άρκον ποννά με παίρνουσιν οι τέσσερις κ̌ι εμέναν,
    μέσα σ’ κ̌ειν την ανακατωχ̌ιάν
    έλα κ̌ι εσού στην εκκληχ̌ιάν,
    μεν αντραπείς κανέναν.

    Αγάπουν σε εξωψυχ̌ής κ̌ι εννά σε καταχνώσουν·
    αν είσαι κόρη σπλαχνικ̌ή,
    μεν περαρκήσεις, έρκου κ̌ει,
    πριχού να με λουκκώσουν.

    Τους ζωντανούς εν πόχουσιν μάχ̌ην κ̌ι εν τους χωνεύκουν,
    τους πεθαμμένους συγχωρούν·
    εν φούχτα χώμαν κ̌ι εν μπορούν,
    κόρη, να τους παιδεύκουν.

    Ππέφτει τους πκιον μακάριση κ̌αι ψυσικόν διούσιν,
    γιατί ‘πού τον ψεματινόν
    πηαίνουν στον αληθινόν
    κόσμον, κ̌ι εννά κριθούσιν.

    Αν μεν μου κάμουν κόλλυφα στες τρεις, με σαραντάριν,
    μήτε στον χρόνον λουτουρκάν,
    πάρουμουν για παρηορκάν
    κάμε μου τουν την χάριν.

    Βούττημαν ήλιου κ̌ι ύστερις τέλεια ποννά σιγράσει
    κ̌αι πόνν’ αδκειάσουν τα στενά,
    πον έχ̌ει πλάσμα να περνά,
    για να σε ξηφαράσει,

    έλα κ̌ι εσού στο μνήμαν μου κ̌αι μες στον μπότην άψε
    αϊταφίτικον κ̌ερίν,
    κάπνισε, κόρη, νακκουρίν
    νομάτισ’ με κ̌αι κλάψε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καρτερούμεν μέραν νύχταν

    Καρτερούμεν μέραν νύχταν, να φυσήσει ένας αέρας
    σ' τούντον τόπον πόν' καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν,
    για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της μέρας,
    πον' να φέρει στον καθέναν τζαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν.
    Την Μανούλλαν μας για πάντα μιτσιοί μιάλοι καρτερούμεν
    για να μας σφιχταγγαλιάσει τζαι να νεκραναστηθούμεν.

    Η ζωή μας εν για τζείνην τζαι ζωή μας τζείνη ένι
    τζαι πως τρώμεν δίχα τζείνης τζι είμαστιν βασταεροί
    εν γιατί με τ' όνομάν της είμαστιν ποσκολισμένοι
    πον' το βκάλλουν που τον νουν μας μήτε χρόνια με τζαιροί
    ξυπνητοί τζαι τζοιμισμένοι εν για τζείνην η καρτκιά μας
    που διπλοφακκά για να ρτει τζαι να μείνει δα κοντά μας.

    Τα λαμπρά μας ούλλον τζι άφτουν τζι οι καμοί μας εν σιούσιν,
    εν' συμπούρκισμαν φουρτούνας των τζυμάτων του γιαλού
    ετσ' οι λας εν' που παθθαίνουν όντας ξένοι τζυβερνούνσιν
    έχουν μέσα τους φουρτούναν τζι αν τους έχουν προς καλού
    τζι όσον τούτοι τζι αν καρδκιούνται που την Μάναν χωρισένοι
    η αγάπη τους περίτου γίνεται δρακοντεμένη.

    Πκοιος αντίκοψεν ποττέ του, τον αέρα για το τζύμμαν
    τζι έκαμεν το για να αλλάξει φυσικόν τζαι να σταθεί;
    Ομπροστά στον Πλάστην ούλλοι εν είμαστιν παρά φτύμμαν,
    εν' αβόλετον ο νόμος ο δικός Του να χαθεί
    τζαι για τούτον μιτσιοί μιάλοι για την Μάναν λαχταρούσιν
    εν' η γέννα, εν' το γάλαν, εν' τα χνώτα που τραβούσιν.

    Είντα γάλαν ήταν τότες τζείντο γάλαν που βυζάσαν
    ας αμπλέψουν να το δούσιν, είμαστιν ούλλοι εμείς.
    Αν περνούσιν μαύρα χρόνια σγοιαν τζαι τζείνα που περάσαν
    'Πο μας ένας έντζε βκαίνει που την στράταν της τιμής
    Μητ' επλάστρηκεν ποττέ του, τζι αν πλαστεί τζι ανοίξει στόμαν
    νεκρόν εν να τον ξεράσει τζαι του τάφου του το χώμαν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή