3/3/14

Ο Σταυραετός του Μαχαιρά

Γρηγόρης Πιερή Αυξεντίου 
Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού
Υπαρχηγός της ΕΟΚΑ

«Ζήδρος», «Ρήγας», «Αίας», «Άρης», «Μάστρος», «Ανταίος», «Ζώτος», «Πατήρ Χρύσανθος» 

(Γράμμα του Γρηγόρη προς την αρραβωνιαστικιά του)
"Λυπούμαι γιατί η έναρξη του Αγώνα ματαίωσε το γάμο μας, πάνω από όλα όμως, στέκει το καθήκον για την Πατρίδα. Πειθαρχώντας την φωνή του χρέους τούτου έδωσα σ΄ αυτόν τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής, σε σένα έδωσα τον λόγο μου σαν άντρας και θα είμαι ιερός και απαραβίαστος. Επειδή όμως ο αγώνας μας θα είναι σκληρός και μακροχρόνιος, γι΄αυτό η σκέψη πώς μπορεί σε αυτό τον κόσμο με τις κακίες και τις προκαταλήψεις του για κάθε φτωχοκόριτσο ο χωρισμός να ερμηνευτεί σαν εγκατάλειψη και να σου είναι πιο βαρύ, με κάνει να σου γράψω πως είμαι έτοιμος αν και συ το θέλεις να παντρευτούμε. Αν ζήσω θα ΄σαι γυναίκα μου. Αν πεθάνω θα ΄σαι λεύτερη να κάμεις όπως νομίζεις."
Ο Αυξεντίου, αληθινός άντρας, δεν πάτησε το όρκο του προς την Βασιλού, την παντρεύτηκε κρυφά στις 10 Ιουνίου 1955 στο μοναστήρι Παναγίας Αχειροποιήτου στο Καραβά [1] και ο Ιερέας που τέλεσε το μυστήριο του γάμο τους ήταν ο ΠαπαΣταύρος Παπαγαθαγγέλου παρουσία τεσσάρων κουμπάρων χωρίς άλλους καλεσμένους. Μετά το τέλος του μυστηρίου την αποχαιρετά και φεύγει με τους αντάρτες του για τα βουνά. Μάλιστα σ΄ ένα από τα τελευταία του γράμματα προς την Βασιλού της γράφει: "Μην ανησυχής και ο κοκοβιός σου δεν το έχει να πιαστή έτσι εύκολα-εύκολα. Στην εσχάτην ανάγκη θα αγωνισθώ και θα πεθάνω σαν Έλληνας αλλά ζωντανό δεν θα με πιάσουν."

Και προς τους συναγωνιστές του δήλωνε: "Ακούστε δω, σε ένα αγώνα σαν το δικό μας δεν έχουν θέση τα καπετανάτα και ούτε βγήκαμε στα βουνά για να γίνουμε Χασαμπουλιά, δηλαδή λήσταρχοι με την κακή έννοια, ο στρατιώτης και προπάντων ο αξιωματικός οφείλει να εκτελεί τις διαταγές όσες σκληρές κι αν είναι για τον εαυτό του για μένα σε όποια ομάδα και να πάω το ίδιο κάνει φτάνει να πολεμήσω." Στο δε Ηγούμενο του Μαχαιρά Ειρηναίο δήλωνε "Καλόγερε θα σου κάμω Κούγκι το Μοναστήρι σου"

Η συνέχεια νομίζω είναι γνωστή σε όλους. [Α],[Β]
Στο Βρεττανικό Μουσείο Πολέμου υπάρχει ολόκληρη έκθεση για τη μάχη στο Μαχαιρά. 
Τραγούδια Αφιερωμένα στον Αυξεντίου: Εις του Μαχαιρά τα όρη, Ο Αντάρτης, Ένας αητός, Ζήδρο μου, Ένας λαός ορκίζεται, Αποχαιρετισμός, Γρηγόρη Αυξεντίου, Ξύπνα Γληόρη, Αφήνω γειά,
Ζήδρο μου
https://www.youtube.com/watch?v=kAMDIDE-k0M
Βασισμένο σε παλαιότερο τραγούδι του 1940 που στίχους μετέτρεψε ο Γιάγκος Σουρουλλάς (Αείμνηστος Δάσκαλος Βυζαντινής Μουσικής και Δήμαρχος Λύσης)
Εκτέλεση: Θεόδωρος Βασιλικός
Τραγούδι σε πλ. β' με διατονικό οξύ τετράχορδο (μακάμ χιτζάζ), σε καθαρό ψαλτικό ύφος


Στο Γρηγόρη Αυξεντίου 
https://www.youtube.com/watch?v=LAMutN7v3MA
Εκτέλεση από τη χορωδία και ορχήστρα του Δημοτικού Σχολείου Αγίας Βαρβάρας Λευκωσίας. Διεύθυνση: Στέλλα Στυλιανού  Διασκευή του παραδοσιακού τραγουδιού "Τούτο το μήνα" (Μαύρα μου μάτια) σε μουσική: Κώστας Βερδινάκης

Υπάρχει και μία ταινία βασισμένη στον γάμο του Γρηγόρη Αυξεντίου, με την Βασιλική Παναγή, με τίτλο «Ο μυστικός γάμος». Είναι η δεύτερη από τρεις αυτόνομες ιστορίες σε μια σπονδυλωτή ταινία με κεντρικό τίτλο «Το κανόνι και τ’ αηδόνι» του 1968, γραμμένη από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και δραματοποιημένη λυρικά από τον ίδιο και τον αδερφό του Γιώργο Καμπανέλλη. Πρωταγωνιστούν οι Νίκη Τριανταφυλλίδη και Γιώργος Τζώρτζης. Σε μουσική του υπέροχου Νίκου Μαμαγκάκη. Στη φωτογραφία, ο εξαίρετος Νίκος Καβουκίδης.
 https://www.youtube.com/watch?v=H8jOaK3vnBk

"Αποχαιρετισμός" 1957 http://www.youtube.com/watch?v=jO3PcG9vV94 Ποίηση: Γιάννη Ρίτσιυ (Απόσπασμα) Μελοποίηση: Μάριος Τόκας  Εκτέλεση: Κώστας Χατζηχριστοδούλου Ο Ρίτσος διαβάζει Ρίτσο -Αποχαιρετισμός 
 
Όπως γράφει ο Ρίτσος το ποίημα: ΑΦΙΕΡΩΝΕ­ΤΑΙ στον Ήρωα και Άγιο ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ. Στους Μεγάλους Νεκρούς Ποιητές και Διδασκάλους του Έθνους, ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ, ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ, ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ Και Σ' όλους τους Γνωστούς και Άγνωστους Μάρτυρες των Ελληνι­κών και Παγκόσμιων Αγώνων.
"Ίσως να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα ν΄ αντέξω την καταφρονιά ή τη συγγνώμη ή και τη λησμονία των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; Εκείνο το μέγα καρδιοκτύπι της Σημαίας μας;..." Αποχαιρετισμος Γ. Ριτσος. 1957
"Εκείνο το ΟΧΙ δεν το επανέλαβε η ηχώ, ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει..." Κώστας Μόντης

6 σχόλια:

  1. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1928 στο χωριό Λύση. Γονείς του ήταν ο Πιερής και η Αντωνία Αυξεντίου, και είχε μία μικρότερη αδελφή, την Χρυστάλα. Πήγε δημοτικό στο χωριό του, και μετά στο γυμνάσιο Αμμοχώστου. Μετά το γυμνάσιο πήγε στην Ελλάδα με σκοπό να φοιτήσει στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όμως στις εξετάσεις δεν κατάφερε να εισαχθεί. Κατετάχθη όμως στον Ελληνικό στρατό, ενώ παράλληλα μελετούσε φιλολογία για να μπει στην φιλοσοφική σχολή Αθηνών. Απολύθηκε από το Στρατό ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού και στη συνέχεια υπηρέτησε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, προτού και επιστρέψει στην Κύπρο το 1952, όπου εργάστηκε μαζί με τον πατέρα του.

    Με βοήθεια του Γρηγόρη Γρηγορά, εξάδελφος του Γρηγόρη Αυξεντίου, στις 20 Ιανουαρίου 1955, έγινε η πρώτη συνάντηση του Αυξεντίου με τον Γρίβα στον οποίο έδωσε τον λόγο της Στρατιωτικής του Τιμής αντί του καθιερωμένου όρκου της ΕΟΚΑ. και έτσι μπήκε στον αγώνα. Αμέσως άρχισε τη στρατολόγηση ανδρών στις τάξεις της ΕΟΚΑ σε συνεργασία με τις οραγανωμένες ήδη ομάδες της περιοχής, που δρούσαν στις τάξεις του ΕΜΑΚ Εθνικό Μέτωπο Απελευθερώσεως Κύπρου. Αγωνίστηκε σκληρά στην αντίσταση κατά των Άγγλων και πολύ γρήγορα του δόθηκε η θέση του Υπαρχηγού της ΕΟΚΑ.

    Ο Αυξεντίου υπήρξε ο πρώτος τομεάρχης της ΕΟΚΑ στην περιοχή Αμμοχώστου και την 1η Απριλίου 1955 ηγήθηκε των επιθέσεων εναντίον αγγλικών στόχων στον τομέα του. Επικηρύχθηκε από τους Άγγλους από την πρώτην εκέινη μέρα για το ποσό των 250 λιρών, το οποίο αργότερα αυξήθηκε σε 5000 χιλιάδες λίρες. Μετά την επικήρυξη του κατέφυγε στην οροσειρά Πενταδακτύλου και ηγήθηκε της πρώτης ορεινής αντάρτικης ομάδας στο Μαύρο Όρος, όπου ανέπτυξε πλούσια δράση. Από εκεί στις 29 Νοεμβρίου του 55 κλήθηκε από τον Διγενή στο αρχηγείο της ΕΟΚΑ στην περιοχή Σπήλιων, με σκοπό να αναλάβει τις αντάρτικες ομάδες της περιοχής. Στις 11 Δεκεμβρίου επέδειξε τις εξαίρετες στρατιωτικές του ικανότητες στην ιστορική μάχη των Σπηλιών, παρασύροντας δύο φάλαγγες Άγγλων στρατιωτών, που ανηφόριζαν προς τα κρησφύγετα, να συγκρουστούν μεταξύ τους. Ο Διγενής του ανέθεσε μαζί με τον τομέα Πιτσιλιάς και τα χωριά Ορεινής-Μαχαιρά.
    Ένα από τα σημαντικότερα κρησφύγετα που χρησιμοποίησε ο Γρηγόρης Αυξεντίου τον καιρό του Αγώνα βρίσκεται στην καρδιά του Παλαιχωρίου, δίπλα από την Εκκλησία της Παναγίας Χρυσοπαντάνασσας, στο υπόγειο του σπιτιού του Ανδρέα και της Μαρίτσας Καραολή. Κτίστηκε, με υπόδειξη του ιδίου του Αυξεντίου, το καλοκαίρι του 1956 (μετά από διαταγή του Διγενή για κατασκευή κρησφυγέτων και σε σπίτια, εκτός εκείνων που υπήρχαν στις ορεινές περιοχές), από τους αντάρτες του, Γεώργιο Μάτση, Λεωνίδα Στεφανίδη και Αντώνη Παπαδόπουλο σε συνεργασία με τον Ανδρέα Καραολή και την τεχνική βοήθεια του Σπύρου Μιχαηλίδη.

    Ποτέ οι Άγγλοι δεν μπόρεσαν να πιάσουν το «Ζήδρο». Κάποτε μεταμφιέστηκε σε καλόγερο στο μοναστήρι του Μαχαιρά, κοντά στο οποίο ήταν και το κρησφύγετό του. Πλησιάζοντας οι Άγγλοι στο μοναστήρι δεν έχασε το κουράγιο του και μεταμφιεσμένος πέρασε τους Άγγλους χωρίς να τον αναγνωρίσουν.

    Στις 3 Μαρτίου του 1957 οι Άγγλοι, ύστερα από προδοσία πληροφορήθηκαν το κρησφύγετό του κοντά στο Μαχαιρά. Το περικύκλωσαν με αυτοκίνητα και ελικόπτερα, μετά από πολύωρη μάχη και αρκετούς νεκρούς Άγγλους έριξαν βενζίνη στο κρησφύγετο και τον έκαψαν ζωντανό. Το καμένο σώμα του θάφτηκε στις 4 Μαρτίου στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στο χώρο που είναι γνωστός σήμερα ως «Τα φυλακισμένα μνήματα» από τους Άγγλους στρατιώτες από φόβο λαϊκών εκδηλώσεων. Ο τότε ανταποκριτής του Associated Pres sστην Κύπρο Άλεξ Ευθυβούλου μετέδωσε μεταξύ άλλων ότι η μάχη άρχισε 4.30΄ π.μ και έληξε στις 2.00΄ μ.μ . Η μάχη διεξαγόταν υπό ραγδαίας βροχής και πριν φονευθεί ο Γρηγόρης Αυξεντίου έρριψε περί τις 1000 σφαίρες και αρκετές χειροβομβίδες φονεύοντας 47 στρατιώτες. Την διεύθυνση της μάχης την είχε ο Υπολοχαγός Τζων Μίντλεττον .Πολλοί Έλληνες και ξένοι ποιητές εμπνεύστηκαν από τον αγώνα και το θάνατο του Γρηγόρη Αυξεντίου και έγραψαν ποιήματα προς τιμήν του, το σημαντικότερο εκ των οποίων Ο Αποχαιρετισμός του Γιάννη Ρίτσου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το ποίημα του Γ. Ρίτσου «Αποχαιρετισμός» (1957), αφιερωμένο στο ηρωικό τέλος του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου -που κάηκε ζωντανός από τους Άγγλους αποικιοκράτες- μεταφέρει στον ποιητικό λόγο την συγκίνηση για τον θάνατο του παλληκαριού. Όπως γράφει ο Ρίτσος το ποίημα: ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ στον Ήρωα και Άγιο ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ. Στους Μεγάλους Νεκρούς Ποιητές και Διδασκάλους του Έθνους, ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ, ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ, ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ Και Σ' όλους τους Γνωστούς και Άγνωστους Μάρτυρες των Ελληνικών και Παγκόσμιων Αγώνων. Κατόπιν ακολουθεί απόκομμα εφημερίδας 5 Μαρτίου 1957, που αναφέρεται στο τραγικό τέλος του Γρηγόρη Αυξεντίου «ηλικίας 29 ετών, το επάγγελμα του δε ήταν σωφέρ ταξί».
    Το ποίημα είναι ένας εσωτερικός μονόλογος του Γρηγόρη Αυξεντίου στην κρύπτη του λίγο πριν τον θάνατο του. Ο Αυξεντίου σκέπτεται το πέρασμα απ’ τη ζωή στον θάνατο. Συγκρίνει τις ευθύνες του αγώνα με την γοητεία της ειρηνικής ζωής. Οι τέσσερεις σύντροφοι που φύγανε και παραδόθηκαν καλώς κάνανε, όμως ο ίδιος λέει "να παραδώσω σα σκισμένη σημαία την ψυχή μου; κι άλλωστε "εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ' τον πόνο μου κι απ' το φόβο σας, όχι μονάχα το φόβο του κορμιού, μα και το φόβο της ψυχής. Ησυχία, ο χρόνος έχει σταματήσει. Ο ήρωας είναι μόνος του με την ιστορία, με τον λαό του, με την ύπαρξη του. Οι εικόνες απ' την ειρηνική ζωή -ο Ρίτσος είναι αριστοτέχνης εικονοποιός- έρχονται διαδοχικά στο μυαλό του για να κάνουν το δίλημμα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο πιο οδυνηρό: "Είμαι 29 μόλις χρονώ, και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ζήσω".
    Ο Ρίτσος κατανοεί το τραγικό μέγεθος της στιγμής: Η έξοδος του ήρωα από τον κόσμο, είναι το σημείο που ο χρόνος συναντά την αιωνιότητα. Ο χώρος διευρύνεται, η σπηλιά συλλέγει τα μαρτύρια της πατρίδας.
    O Γιάννης Ρίτσος κυνηγήθηκε και εξορίστηκε από τους "εθνικόφρονες" ως "μίασμα", ενώ η εξημερωμένη αριστερά των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που διακινεί από αφέλεια ή ιδιοτέλεια τα ιδεολογήματα του νεοφιλελευθερισμού και του αμερικανισμού, τον αντιμετωπίζει μάλλον αδιάφορα. Ο Ρίτσος οραματίστηκε την απελευθέρωση της πατρίδας ως προϋπόθεση για την απελευθέρωση του κόσμου. Το έργο του, σημαντικό σε εύρος και ποιότητα, ούτε έχει αποτιμηθεί πλήρως ούτε έχει μελετηθεί με τον οφειλόμενο σεβασμό σε όλες τις πλευρές του. Κατά ένα τρόπο παραμένει εξόριστο, καταδιωγμένο από την κυριαρχούσα ασημαντότητα και ευτέλεια.

    Πηγή www.ardin.gr/

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. "Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς
    μπορούσε νά χει τόση ευρυχωρία-μπορούσε να χωρέσει
    την πατρίδα με τις ελιές της, τ' ακρογιάλια της, τα βάσανα της,
    με τα καΐκια της μ' ολάνοιχτα πανιά στον αντρικών αγέρα της,
    τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα. Ανασαίνω,
    μέσα σ' αυτή την πέτρινη σήραγγα που η έξοδος της είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω: από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.”
    Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.

    'Ολο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας
    είναι η απόφαση του θανάτου μας, όταν υπάρχει κάποια διέξοδος,
    όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις
    σαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ' τις ανάγκες σου.
    'Οποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή ζωή του νικάει και το θάνατο. Το 'μαθα.
    Τα πάντα είναι ανύπαρχτα πριν τα σκεφτείς και πριν τα πράξεις.
    'Οχι μονάχα να τα σκεφτείς , ή μονάχα να τα πράξεις,
    μα να τα πράξεις και να τα σκεφτείς μαζί. Και σεις, αδέλφια μου,
    πολύ με βοηθήσατε. (Κανένας δεν υπάρχει μόνος χωρίς τη βοήθεια του άλλου).
    Εσύ που θα κλάψεις για το θάνατο μου, με βοήθησες να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά.
    Εσύ που θα πάρεις το ντουφέκι μου, να εκδικηθείς το θάνατό μου,
    με βοήθησες να πεθάνω ευτυχισμένος για σένα και για μένα.
    Με βοήθησαν κι αυτοί που πέσανε πριν από μένα. 'Οπως και γω θα σας βοηθήσω.
    Τούτη η ώρα δεν είναι για καυχησιές και ηρωισμούς,
    όταν βρίσκεσαι κατάφατσα με το θάνατο,
    και σας το λέω απλά, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου
    μιαν ανοιξιάτικη μέρα
    για ν' αποφύγω μια σύγκρουση μ' ένα κάρο που το οδηγάει ένας ατζαμής χωριάτης
    ή για να μη χτυπήσω ένα παιδί που παίζει ανύποπτο στη λιακάδα
    ή ακόμα, ναι, (και τούτη η τρυφερότητα δεν είναι αταίριαστη
    σ' έναν άντρα που πρόκειται να πεθάνει)
    για να μη λιώσω ένα αγριολούλουδο που πήγε το μπαστάρδικο
    και φύτρωσε καταμεσής στη δημοσιά
    αθώο-αθώο και γαλανό σαν το μισόκλειστο ματάκι της πλάσης-
    ναι, τόσο απλά μπορώ να σας το πω, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου:
    "Τ' αληθινό μπόι του ανθρώπου μετριέται με το μέτρο της λευτεριάς".
    Τίποτ' άλλο. Γεια σας.
    Αν λυπάμαι για κάτι είναι που δε θα μπορέσω να κάνω τίποτα για σας
    (όχι σα φήμη ή σαν ιδέα ή σα θρύλος, μα με τούτα τα ίδια μου τα χέρια),
    έτσι, να πούμε, να, να ρίξω και γω μια ντουφεκιά στον αέρα
    στη γιορτή της απελευθέρωσης
    ή να φορτώσω σ' ένα μεγάλο φορτηγό εκατό τσουβάλια ψωμί,
    διακόσια τσουβάλια πατάτες,
    να σηκώσω κείνης της γριούλας τη ζαλιά τα ξύλα μες στο δάσος
    να σηκώσω τ' άλογο του γέρου αγωγιάτη που 'πεσε μες στη λάσπη
    κάποιο βροχερό πρωινό
    να δώσω μια κλοτσιά κι εγώ στη μπάλα που παίζουν τα πατριωτάκια
    το δείλι στο γήπεδο
    ή να δώσω μια σβερκιά στο φίλο ένα βραδάκι που θα λέει ένα άνοστο αστείο
    ή να μοιράσω, μια μέρα, που η δουλειά πήγε καλά,
    μια χαρτοσακούλα καραμέλες στα πιτσιρίκια της γειτονιά μου
    ή ν' ακουμπήσω αυτά τα δυνατά μου χέρια, που σήμερα τα αγάπησα,
    σ' ένα εξοχικό τραπεζάκι της Αμμόχωστος
    και, δίχως να κοιτάω τα εργατικά μου χέρια, να τα νιώθω
    πως ξεκουράζονται πάνω στα πέτρινα γόνατα του φιλικού μας κόσμου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ΑΝΤΕ, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. - 'Οχι;
    - 'Ετσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω, λες, τη ζωή σου;
    Σου αφήνω την περφάνια σου. Δε θα σε ιδεί ο εχτρός καμπουριασμένη.
    Το ξέρω. Θα πεις: "Είμαι πέρφανη για το γιο μου, - κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη
    παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου." 'Ετσι. Γεια σου, μάνα.
    Ο πατέρας θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ' τις χοντρές ελληνικές κοκάλες μου,
    όμοιες με τις δικές του,
    κι απ' το σταυρό της πατρίδας που 'χα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου.
    Μιλάω για μένα σα να 'μαι ερωτευμένος με τα μένα,
    σα να vαι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα. Συγχωράτε με.
    Εσείς μου δώσατε τούτο το δικαίωμα. Ευχαριστώ.
    Τώρα λοιπόν, βαθιά και σίγουρα, μπορώ να σας το πω,
    σα να οδηγάω, και πάλι, το αμαξάκι μου σ' ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κύπρου,
    ίσια και παστρικά, ένα ολογάλανο κι ήρεμο πρωινό,
    - μπορώ να το πω: "Η αρετή μας είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα".
    Εντάξει, αδέλφια. Εδώ δεν είναι ακατόρθωτη η αδερφοσύνη για μας και για όλους.

    Με τούτη την αγάπη, λέω, πως μια μέρα, οι ξύλινοι σταυροί
    θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα- ναι, κι ο δικός μου o σταυρός,
    ο καμένος, ο πέτρινος∙ με τούτη, λέω, την αγάπη μια μέρα θα λυγίσουμε
    κείνους που φέρνουν τ' άδικο και σπέρνουνε το μίσος .
    Τούτη είναι η εντολή μου – μ' όλο που αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος
    σα να μην το' μαθα ποτές ή να το ξέχασα. Γεια σας .

    ΟΛΟ ετοιμάζουμαι να φύγω . 'Ολο σας αποχαιρετώ , κι ακόμα στέκω
    σαν κάτι να 'χω να προστέσω ακόμα στον κόσμο. Σα να' χω
    να προσφέρω λίγη ακόμα ευτυχία σε σας απ' το μεδούλι μου.
    Θυμάμαι- καλοκαιριάτικο σούρουπο ήταν- Σταμάτησα τ' αμάξι μπροστά
    σε μια καλύβα. Διψούσα.
    Μια μαυροφορεμένη γριά με φίλεψε με το κανάτι δροσερό νερό.
    "Φχαριστώ , γιαγιά, " της είπα. "Καλή λευτεριά,γιε μου", αποκρίθηκε.
    "Καλή λευτεριά, γιαγιά", της ξανάπα- κι ένιωσα πως της την χρωστάω.
    Μου 'βγαλε το κασκέτο και μου σφούγγισε με το χέρι της το κούτελό μου.
    (Ξέρετε, κι οι γριές μπορούνε να χαμογελάνε.)
    Τη λευτεριά το λοιπόν ο καθένας μας τήνε χρωστάει σ' όλους.
    Μια λευτεριά μονάχα για τον έναν, δε φελάει σε τίποτα (αν υπάρχει.)
    Τίποτα δεν είναι μήτε για τον ίδιον. "'Αντε , γεια σου, γιαγιά.
    Καλή λευτεριά, το λοιπόν"-
    κι έστριψα λίγο τα μάτια μου- έπεφτε κιόλας γαλανό το θάμπος της βραδιάς
    δεν καλόβλεπα.
    Κι όπως τράβηξα πάλι με χαμηλωμένα τα δυο φώτα μου ( γιατί έφεγγε ακόμα)
    ένιωθα ν' ανεβαίνω με τ' αμάξι μου, μαζί κι ο μέγας κάμπος της Μεσαορίας
    βαθύς και σιωπηλός , αχνισμένος απ' το αργό φεγγαρόφωτο,
    ένιωθα ν' ανεβαίνω ίσα στον ουρανό
    κι ένιωσα το φεγγάρι που με χτύπησε κατάστηθα ολόδροσο,
    σάμπως χρυσό κωνσταντινάτο το φεγγάρι κρεμασμένο
    μ' ένα σπάγκο απ' το λαιμό μου,
    να μου δροσίζει την καρδιά και λίγο-λίγο να ζεσταίνεται και ν' αχνίζει στον κόρφο μου.---

    Κι έλεγα μέσα μου: δε φτάνει το τραπέζι , μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη,
    μήτε το ψωμί και το φιλί , - δε φτάνει.
    Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ' την καθημερινή την έγνοια του.
    Κι έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει από την έγνοια του για το ψωμί
    Κι όλο τραβάει πιο πέρα απ' τη σκλαβιά του,
    από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα,
    απ' το ξεσκλάβωμα της πατρίδας, στο ξεσκλάβωμα του κόσμου,
    ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσια στον ουρανό,
    ν' αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του,
    ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο.
    'Ετσι, άφησα σ' ένα χαντάκι τ' αμάξι μου. Πήρα τ' όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. 'Ετσι βρέθηκα σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της
    βλέπει ολόισια στον ήλιο∙ - το στρογγυλό της στόμιο
    είναι ο ίδιος ο ήλιος που θα τον νιώσω πάλι δροσερό, καθώς θα με περνάνε,
    (όπως εκείνη τη νύχτα το φεγγάρι) θα τον νιώσω δροσερό κωνσταντινάτο
    να μου δροσίζει το καμένο στήθος, κι έτσι λίγο-λίγο
    να ζεσταίνεται ο ήλιος και ν' αχνίζει στον κόρφο μας. Γεια σας.

    ('Ολες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. 'Ολα τ' ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. 'Ολες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ' το δυνατό σαγόνι της κι είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της: "Είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου". Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ' τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου.)

    ΑΘΗΝΑ, Μάρτης 1957

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ του 1956: «Οι αντάρτες της περιοχής Πιτσιλιάς, ύστερα από την πίεση των Άγγλων και τις πληροφορίες ότι θα άρχιζαν νέες μεγαλύτερες έρευνες εναντίον τους, έπρεπε να σκορπιστούν. Αλλά προτού χωριστούν, μέσα σ’ εκείνες τις συνθήκες, τις τόσο αβέβαιες για την τύχη και την ίδια τη ζωή τους, είπαν να συγκεντρωθούν για τελευταία φορά μαζί στο σπίτι του παπά. Χριστούγεννα και το γιορταστικό τραπέζι ήταν έτοιμο. Οι αντάρτες ολόγυρα είχαν την αγριάδα που δίνει ο κατατρεγμός κι η κακοπέραση. Ο Αυξεντίου τους επέτρεψε να πιουν ένα ποτήρι κρασί. Σηκώνοντας το δικό του και στέκοντας όρθιος μίλησε αργά και σταθερά:

    - Τ Ω Ρ Α ΠΟΥ οι Άγγλοι τα έριξαν όλα εναντίον μας, δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει ο αγώνας και η μοίρα του καθενός. Όμως, είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε, ένα πρέπει να είναι μια μέρα το έπαθλο για νεκρούς και ζώντες. Να γίνει η Κύπρος ελληνική και να ζήσει ελεύθερη κι ευτυχισμένη. Ο αγώνας δεν είναι πάρε-δώσε. Κι όσοι επιζήσουν ας μην αναμένουν, ή ακόμα, πιο χειρότερο, ας μην επιδιώξουν άλλες ανταμοιβές κι αξιώματα, γιατί οι υπηρεσίες προς την πατρίδα δεν εξαργυρώνονται. Και πάνω απ’ όλα δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η αγάπη κι η ομόνοια είναι καθήκον και χρέος προς την πατρίδα. Ο διχασμός υπήρξε πολλές φορές κατάρα της φυλής μας και η διχόνοια παρά λίγο να καταστρέψει την επανάσταση του Εικοσιένα και να αφανίσει την Ελλάδα. Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο αποβλήθηκα από την τάξη στο μάθημα της Ιστορίας, γιατί αυθαδίασα υποστηρίζοντας τον Κολοκοτρώνη και τον Δημήτρη Υψηλάντη στη συζήτηση για τον Μαυροκορδάτο και τους πολιτικούς. Αυτά είχα να σας πω και καλά Χριστούγεννα» (Σπ. Παπαγεωργίου ΖΗΔΡΟΣ, εκδ. Επιφανίου σ.195)

    ΑπάντησηΔιαγραφή