1/7/14

Στέλιος Ρόκκος

Είδος: Λαϊκό, Έντεχνο, Ροκ, Ποπ
Ο Στέλιος Ρόκκος γεννήθηκε το 1965 στην Καλλιόπη της Λήμνου. Ξεκίνησε να τραγουδά και να παίζει κιθάρα επαγγελματικά στη Λήμνο το 1984 και από το 1988 εκτός Λήμνου. Από τότε έχει κυκλοφορήσει πάνω από 12 άλμπουμς, τα περισσότερα από τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Το μεγαλύτερο μέρος των τραγουδιών που έχει ερμηνεύσει είναι σε δικούς του στίχους και μουσική. Ενώ μία από τις πιο ολοκληρωμένες δουλειές του, είναι το αλμπουμ "Η Γυναικα μέσα μου" όπου ο Στέλιος πραγματικά δίνει ρέστα. Τέλος, από το 2008 ο Στέλιος, όπου εμφανίζεται είναι με το γιό του, τον Δημήτρη Ρόκκο στην κιθάρα.

Φίλοι
https://www.youtube.com/watch?v=VvoVCUyFKl8
Στίχοι-Μουσική: Στέλιος Ρόκκος
Εκτέλεση: Πασχάλης Τερζής / Στέλιος Ρόκκος (Ντουέτο)

 
Έμεινα εδώ
https://www.youtube.com/watch?v=C-p5vvkNGK4
Στίχοι-Μουσική-Εκτέλεση: Στέλιος Ρόκκος


Σμαράγδια και ρουμπίνια
https://www.youtube.com/watch?v=Six5jAX8k_I
Στίχοι-Μουσική-Εκτέλεση: Στέλιος Ρόκκος


2 σχόλια:

  1. *Το σμαράγδι ή σμάραγδος είναι μια διαφανής, βαθυπράσινη παραλλαγή της βηρύλλου, της οποίας το χρώμα αποδίδεται σε προσμίξεις χρωμίου και μερικές φορές βαναδίου. Το πράσινο χρώμα είναι αποτέλεσμα της παρουσιάς μπλε και κίτρινου χρώματος, ενώ η παρουσιά Cr2O3 μειώνει τη συνοχή των ατόμων με αποτέλεσμα να είναι εύθραστο. Είναι ένας από τους ακριβότερους πολύτιμους λίθους, χρησιμοποιούμενος ευρύτατα στην κοσμηματοποιία. Πολλές φορές οι κρύσταλλοί της περιέχουν εγκλείσματα θραυσμάτων άλλων ορυκτών, που δεν μειώνουν την αξία τους, αντίθετα διευκολύνουν την διάκριση του τεχνητού από τον φυσικό πολύτιμο λίθο. Παλαιότερα συγχεόταν με το περίδοτο, κυρίως λόγω του παρόμοιου χρώματος, από το οποίο διακρίνεται χάρη στην υψηλότερη σκληρότητά της.

    Το όνομα σμάραγδος το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες (Θεόφραστος) και εννοούσαν τους πολύτιμους πράσινους λίθους. Πιθανή προέλευση της λέξης είναι η σανσκριτική λέξη मरकत samaraka ή η περσική zamarrad. Από την ελληνική λέξη σμάραγδος προήλθε η λατινική Smaragdus (σμάραγδους), που στη Λαϊκή Λατινική γλώσσα έγινε Esmaralda/Esmaraldus (Εσμεράλδα/Εσμεράλδους). Απο αυτή τη λέξη προέρχεται και η αγγλική λέξη για το σμαράγδι Emerald (Έμεραλντ).

    Το σμαράγδι είναι γνωστό από την αρχαιότοητα. Τα πρώτα ορυχεία στην Ερυθρά θαλασσα και στην Αίγυπτο λειτουργούσαν από το 3000π.Χ. μέχρι το 1500 π.Χ. Τα ορυχεία αυτά έγιναν γνωστά ως τα ορυχεία της Κλεοπάτρας. Αναφορές για το σμαράγδι υπάρχουν στη Βίβλο, από τον Ηροδότο και το Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και στις Ινδουϊστικές Βέδες, όπου θεωρείται ο λίθος της τύχης και της καλής υγείας. Οι μονάρχες διέθεταν αρκετά σμαράγδια, από τα οποία τα περισσότερα σήμερα βρίσκονται σε συλλογές μουσείων.

    Σήμερα τα μεγαλύτερα ορυχεία σμαραγδιών βρίσκονται στην Κολομβία, όπου εξορύσονται κάθε χρόνο περισσότερα από τα μίσα σμαράγδια του κόσμου. Η επόμενη σε παραγωγή χώρα είναι η Ζάμπια, με τα ορυχεία στο ποταμό Καφούμπου, κοντά στη πόλη Κίτουε, τα οποία εξορύσουν περίπου το 20% των συνολικών σμαραγδιών κάθε χρόνο. Άλλες χώρες που εξορύσουν σμαράγδια είναι η Ζιμπάμπουε, με σμαραγδία ηλικίας 2,6 δις χρόνων, τα παλιότερα στη Γη, η Βραζιλία, η Ινδία, το Πακιστάν και η Μαδαγασκάρη. Εκτός από τα εξορυσσόμενα σμαράγδια υπάρχουν επίσης και τα σύνθετα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. * ο Ρουβίνιο, περισσότερο γνωστό ως ρουμπίνι εκ της αγγλικής "Rubin", είναι μια παραλλαγή του κουρούνδιου με κόκκινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στη παρουσία χρωμίου, όπου ανάλογα της περιεκτικότητας αυτού εμφανίζεται σε διάφορους τόνους. Όλα τα άλλου χρώματος κορούνδια είναι γνωστά ως ζαφείρια. Το όνομά του προέρχεται από λατινική λέξη ruber, ρούμπερ, η οποία σημαίνει κόκκινο. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό με την ονομασία «σάπφειρος πορφυρίτης» ή «σάπφειρος πορφυρίζων». Θεωρείται ένας από τους τέσσερις πολύτιμους λίθους, μαζί με το διαμάντι, το ζαφείρι και το σμαράγδι.

    Είναι πρωτογενές συστατικό συνήθως εκρηξιγενών πετρωμάτων και εμφανίζεται επίσης σε διάφορους σχιστόλιθους και μεταμορφωσιγενή πετρώματα. Είναι σκληρό ορυκτό, δεδομένου ότι το κορούνδιο είναι το δεύτερο σκληρότερο ορυκτό μετά το διαμάντι (σκληρότητα 9 στην κλίμακα Mohs). Το χρώμα του, εξαιτίας του χρωμίου, είναι κόκκινο, ενώ υπάρχουν ποικιλίες με ροζ, σκούρο κόκκινο και καφέ χρώμα. Το χρώμα και η επεξεργασία του είναι οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζει την αξία του ρουμπινιού, και το καλύτερο χρώμα θεωρείται το λεγόμενο «αίμα περιστεριού». Άλλοι παράγοντες είναι η ποιότητα, που καθορίζεται από τις εγκλείσεις. Το ρουμπίνι έχει εγκλείσεις ρουτιλίου, των οποίων η παρουσία δείχνει ότι το ρουμπίνι είναι φυσικό, όμως αν ο αριθμός αυτών των εγκλείσεων είναι μεγάλος αφαιρούνται.

    Το ιόν του χρωμίου (Cr3+) εξαιτίας της διαρρύθμισής του στη κρυσταλλική δομή του ρουμπινιού, απορροφά το φως στην κίτρινη-πράσινη περιοχή του φάσματος, με αποτέλεσμα να έχει κόκκινο χρώμα. Όταν κίτρινο-πράσινο φως απορροφάτε από το ιόν του χρωμίου, επανεκτεπέμπτεται ως φωταύγεια κόκκινου χρώματος. Αυτή η φωταύγεια συνεισφέρει στο κόκκινο χρώμα του ρουμπινιού που προκαλείται από την απορρόφηση των κίτρινων-πράσινων ακτίνων. Όταν η οπτική διατάξη είναι τέτοια ώστε η εκπομπή να διεγείρεται από φωτόνια 694nm, που αντανακλώνται μπρος-πίσω σε δύο καθρέπτες, τότε η εκπομπή ενισχύεται έντονα. Αυτό το φαινόμεννο χρησιμοποιήθηκε από τον Θίοντορ Μάιμαν το 1960 για την κατασκευή του πρώτου λέιζερ, το οποίο βασιζόταν στο ρουμπίνι.
    Το Ρουμπίνι, ένεκα της σκληρότητάς του, αλλά και της ιδιότητάς του να μη οξειδώνεται ούτε και να προσβάλλεται από οξέα, χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη ωρολογοποιία, στη συγκράτηση αξόνων στήριξης καθώς και λόγω του ειδικού βάρους στη κατασκευή άλλων λεπτών μηχανών ακριβείας, όπως π.χ. χρονόμετρα πλοίων.
    Συνθετικά ρουμπίνια παράγονται από το 1837, όταν ο Γκαουντίν σύντηξε άλουμ με λίγο χρώμιο σε υψηλές θερμοκρασίες. Το 1846, ο ζαν- Ζόσεφ Έλντεμαν κατασκεύασε ζαφείρια με την σύντηξη αλουμίνας και βορικού οξέως. Συνθετικά ρουμπίνια σήμερα κατασκευάζονται με μια μέθοδο που εφευρέθηκε από τον Βερνεουίλ, ο οποίος σύντηξε BaF2 και Al2O3 μαζί με διάπυρο χρώμιο. Ο Βενρεουίλ άρχισε την εμπορική παραγωγή συνθετικών ρουμπινών το 1903. Το συνθετικό ρουμπίνι είναι δύσκολο να εξακριβωθεί από μη-ειδικό. Ορυκτά τα οποία έχουν το ίδιο χρώμα με το ρουμπίνι είναι ο κόκκινος σπινέλιος, ο κόκκινος τουρμαλίνης, ο πυρωπός γρανάτης και το τοπάζι, που αναλογικά έχουν μικρότερη αξία ως ημιπολύτιμοι λίθοι.

    Η κύρια πηγή ρουμπινιών ήταν για αιώνες η κοιλάδα Μογκόκ, στη βόρεια Μυανμάρ, αλλά σήμερα πολύ λίγα ρουμπίνια καλής ποιότητας προέρχονται από εκεί. Σήμερα, κύρια πηγή είναι η Μονκ Σχου, στη κεντρική Μυανμάρ, όπου η εξόρυξη ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 που είναι το μεγαλύτερο ορυχείο ρουμπινιών στη Γη. Άλλο ένα σημαντικό κοίτασμα ρουμπινιών είναι το Νάμγια, στη βόρεια Μυανμάρ. Άλλες χώρες στις οποίες εξορύσσονται ρουμπίνια είναι οι: Σρι Λάνκα, Τανζανία, Κένυα, Μαδαγασκάρη, Αφγανιστάν, Βόρεια Καρολίνα και Καμπότζη.
    Στο εμπόριο το ρουμπίνι φέρεται με την επίσημη ονομασία με προσθήκη τον τόπο προέλευσης με εξαιρέσεις το "σιβηρικόν κορούνδιον", που πρόκειται για τον κόκκινο τουρμαλίνη και το "βραζιλιανόν κορούνδιον" που πρόκειται για το κόκκινο τοπάζιο

    ΑπάντησηΔιαγραφή