18/11/14

Όπερα

Η όπερα αποτελεί μουσικό θεατρικό είδος, είναι δηλ. μουσική σύνθεση που περιλαμβάνει συγχρόνως και σκηνική δράση. Οι διάλογοι των ηθοποιών της όπερας αποδίδονται με τη μορφή τραγουδιού ενώ η θεατρική παράσταση εκτυλίσσεται παρουσία ενός μουσικού συνόλου. Ως είδος θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού και παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη. Η λέξη opera αποτελεί πληθυντικός του λατινικού opus και σημαίνει το έργο, δηλώνοντας έτσι την ενσωμάτωση στην όπερα πολλών καλλιτεχνικών ειδών όπως η μουσική, το θέατρο, ο χορός και η σκηνογραφία. Αποδίδεται συχνά στα ελληνικά και ως μελόδραμα, αν και ο όρος αυτός είναι ευρύτερος. Όπερα ονομάζεται επίσης το θέατρο που φιλοξενεί τις παραστάσεις. Μουσκή: Η ποίηση της όπερας ή οι διάλογοι που αναδεικνύουν την πλοκή, αποτελεί το αποκαλούμενο λιμπρέτο (libretto), το οποίο ανάλογα με το είδος της όπερας μπορεί να είναι σοβαρό (opera seria) ή περισσότερο κωμικό  (opera buffa). Η μουσική είναι τις περισσότερες φορές συνεχής και έχει ως απώτερο στόχο τη δραματοποίηση των δρώμενων στη σκηνή. Οι πρώτες όπερες χαρακτηρίζονταν ως dramma per musica, δηλάδή το δράμα μέσω μουσικής και το 17ο ή 18ο αιώνα η πλοκή στις περισσότερες όπερες βασιζόταν στη μυθολογία ή σε ιστορικά γεγονότα.

Η παραδοσιακή όπερα αποτελείται από δύο είδη τραγουδιού για την αφήγηση της πλοκής του έργου: το ρετσιτατίβο, το μέρος του διαλόγου που κατά κύριο λόγο προάγει τη δράση και την άρια, όπου μέσω ενός μονολόγου αποκρυσταλλώνεται μια συναισθηματική κατάσταση. Αρκετές φορές έχουμε ντουέτα ή μεγαλύτερα ακόμα φωνητικά σύνολα, χωρίς να λείπουν -αν και είναι σπανιότερα- χορωδιακά μέρη. Η στερεότυπη δομή μιας πράξης της όπερας υπαγορεύει πως οι βασικοί ήρωες-χαρακτήρες πρέπει να έχουν μια άρια σε κάθε πράξη. Επιπλέον, αποφεύγονται δύο διαδοχικές άριες ίδιου χαρακτήρα ή για τον ίδιο τύπο φωνής, ενώ το ρεπερτόριο των πρωταγωνιστών περιλαμβάνει περισσότερες άριες από το ρεπερτόριο δευτερευόντων χαρακτήρων του έργου.

Το παλαιότερο ιστορικά έργο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως όπερα χρονολογείται στα 1597 και είναι η Δάφνη των Πέρι και Ρινουτσίνι. Το έργο αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά μια προσπάθεια μίμησης του κλασικού αρχαίου ελληνικού δράματος. Η Δάφνη δεν είχε διασωθεί. Ένα μεταγενέστερο έργο του Πέρι, η Ευρυδίκη, αποτελεί το παλαιότερο μουσικό κείμενο (παρτιτούρα) όπερας που διασώζεται έως σήμερα.

Παγκοσμίου φήμης τραγουδιστές και τραγουδίστριες της Όπερας: Luciano Pavarotti (Ιταλός), Plácido Domingo (Ισπανός), Josep Carreras (Ισπανός), Andrea Bocelli (Ιταλός), Μαρία Κάλλας (Ελληνίδα), Montserrat Caballé (Ισπανίδα), Elisabeth Schwarzkopf (Γερμανίδα), Nicolai Gedda.(Σουηδός), Μάριος Φραγκούλης (Έλληνας), Renee Fleming (Αμερικάνα)
Το φάντασμα της Όπερας (Mario Frangoulis & Deborah Myers)   
https://www.youtube.com/watch?v=1iLe0-uXuvI


Μάλα, η μουσική του ανέμου [FULL CONCERT | HQ]  
https://www.youtube.com/watch?v=yCeyPPoxtFo

6 σχόλια:

  1. Φωνές

    Οι φωνές των τραγουδιστών της όπερας διακρίνονται καταρχήν σε ανδρικές και γυναικείες. Ανάλογα με αυτή την κατηγοριοποίηση διακρίνουμε τους εξής τύπους φωνών:

    Τύποι ανδρικών φωνών
    • Βαθύφωνος ή μπάσσος (bass) - καλύπτει τις χαμηλότερες νότες
    • Βαρύτονος (baritone) - καλύπτει τις ενδιάμεσες περιοχές
    • Τενόρος (tenor) ή οξύφωνος - καλύπτει τις υψηλότερες νότες
    • Κόντρα-τενόρος (countertenor) - καλύπτει τις υψηλότερες νότες που μπορεί να φτάσει ανδρική φωνή. Επειδή υπάρχουν μόνο λίγοι κοντρα-τενόροι παγκοσμίως, συχνά οι ρόλοι τους ερμηνεύονται από γυναίκες

    Τύποι γυναικείων φωνών
    • Κοντράλτο (contralto) - καλύπτει τις χαμηλότερες νότες
    • Μεσόφωνος ή μέτσο-σοπράνο (mezzo soprano) - καλύπτει τις ενδιάμεσες περιοχές
    • Υψίφωνος ή σοπράνο (soprano) - καλύπτει τις υψηλότερες νότες

    Στους παραπάνω τύπους μπορούν να υπάρχουν και φωνές που ανήκουν σε ενδιάμεσες κατηγορίες.

    Συνθέτες όπερας
    • Αμίλκαρε Πονκιέλλι
    • Αμπρουάζ Τομά
    • Ανρύ Φεβριέ
    • Αρρίγκο Μπόιτο
    • Βίκτορ Χέρμπερτ
    • Βιντσέντσο Μπελλίνι
    • Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ
    • Γκαετάνο Ντονιτσέττι
    • Γκυστάβ Σαρπαντιέ
    • Ένγκελμπερτ Χούμπερντινγκ
    • Ερμάνο Βολφ-Φερράρι
    • Ζακ Αλεβύ
    • Ζακ Όφενμπαχ
    • Ζυλ Μασνέ
    • Ζωρζ Μπιζέ
    • Ιγκνάτς Παντερέφσκι
    • Ίταλο Μοντεμέτσι
    • Καμίγ Σαιν-Σανς
    • Καρλ Μαρία φον Βέμπερ
    • Καρλ φον Γκόλντμαρκ
    • Κλεμάν -Φιλιμπέρ
    • Λεό Ντελίμπ
    • Κλωντ Ντεμπυσσύ
    • Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ
    • Εκτόρ Μπερλιόζ
    • Λουίτζι Ρίτσι
    • Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
    • Μοντέστ Μουσσόργκσκυ
    • Μπέντριχ Σμέτανα
    • Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακοφ
    • Ντανιέλ Φρανσουά Εσπρί Ωμπέρ
    • Ουμπέρτο Τζιορντάνο
    • Πιέτρο Μασκάνι
    • Πωλ Ντυκά
    • Ρίχαρντ Βάγκνερ
    • Ρίχαρντ Στράους
    • Ρουτζέρο Λεονκαβάλλο
    • Σαρλ Γκουνώ
    • Τζάκομο Μέγιερμπεερ
    • Τζάκομο Πουτσίνι
    • Τζοακίνο Ροσσίνι
    • Τζουζέπε Βέρντι
    • Φεντερίκο Ρίτσι
    • Φερντινάν Ερόλντ
    • Φράνκο Λεόνι
    • Φρήντριχ φον Φλότοβ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ιστορία

    Σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του είδους ήταν και η μονωδία. Το είδος αυτό αναπτύχθηκε από τους Ιταλούς συνθέτες στα τέλη του 16ου αιώνα. Η γέννηση της όπερας τοποθετείται γεωγραφικά στην Ιταλία, ωστόσο έγινε τόσο δημοφιλές είδος που σύντομα εξαπλώθηκε και στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ισπανία και τη Ρωσία. Το 1637, στη Βενετία, κτίστηκε και το πρώτο θέατρο αποκλειστικά για παραστάσεις όπερας ενώ ακολούθησαν μόνο στην πόλη της Βενετίας επιπλέον 16 ανάλογα θέατρα, ενδεικτικό της απήχησης που είχε το είδος.

    Οι πρώτες όπερες χαρακτηρίζονταν ως dramma per musica, δηλάδή το δράμα μέσω μουσικής και το 17ο ή 18ο αιώνα η πλοκή στις περισσότερες όπερες βασιζόταν στη μυθολογία ή σε ιστορικά γεγονότα. Η θεματολογία τους ήταν σοβαρή (opera seria) ή ακόμα και κωμική (opera buffa).

    Μπαρόκ Όπερα
    Η ανάπτυξη της μπαρόκ όπερας συντελέστηκε κυρίως στη Ρώμη και τη Βενετία. Ένα από τα έργα που καθιέρωσαν την όπερα της Ρώμης ήταν το Sant'Alesio του Στέφανο Λάντι, στα 1632. Η παρουσία όμως του Κλάουντιο Μοντεβέρντι ήταν αυτή που βοήθησε την μπαρόκ όπερα να φθάσει στην ακμή της αλλά και να μετατραπεί από είδος ψυχαγωγίας της αριστοκρατίας της εποχής σε περισσότερο "λαϊκό" είδος ευρύτερης απήχησης. Το έργο Ορφέας του Μοντεβέρντι αποτελεί ίσως την παλαιότερη όπερα η οποία εκτελείται και σήμερα.
    Η ανάπτυξη της ιταλικής σοβαρής όπερας ξεκίνησε με το έργο του ποιητή Apostolo Zeno (1688-1750) ο οποίος απέκλεισε τα κωμικά επεισόδια και αφαίρεσε από τα λιμπρέτι τις περιττές σκηνές δίνοντας έμφαση στον διδακτικό χαρακτήρα της όπερας. Οι χαρακτήρες των έργων σταδιακά άρχισαν να αποτελούν περισσότερο σύμβολα συγκεκριμένων ηθικών αξιών ή αρετών. Σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση της μορφής της opera seria διαδραμάτισε και ο Pietro Trapassi (ή Metastasio), τα θέματα του οποίου στηρίζονταν πάνω σε μύθους της αρχαίας Ελλάδας και είχαν ως πρωταρχικό σκοπό την πνευματική και ηθική εξύψωση του ακροατή-θεατή. Μεταξύ των πράξεων μιας σοβαρής όπερας παρεμβαλλόταν συχνά και ένα σύντομο κωμικό ιντερλούδιο που αποσκοπούσε στη χαλάρωση των θεατών μέσω της σάτιρας ή της παρωδίας, μια μορφή διαλείμματος. Η πλοκή στα ιντερλούδια διέφερε συνήθως από αυτή της σοβαρής όπερας και σταδιακά αυτονομήθηκαν σχηματίζοντας έτσι ένα νέο είδος, το ιντερμέδιο (intermezzo), με σημαντική ανάπτυξη κυρίως στη Νάπολη την περίοδο 1710-1730.

    Γαλλική όπερα
    Σε αντιδιαστολή -- και ίσως ανταγωνισμό -- με την Ιταλική όπερα, αναπτύχθηκε μια ξεχωριστή παράδοση Γαλλικής όπερας, με έργα γραμμένα στη γαλλική γλώσσα, της οποίας ιδρυτής θεωρείται ο Ζαν Μπατίστ Λυλί. Η γέννηση της γαλλικής όπερας χρονολογείται επισήμως στα 1669 με την ταυτόχρονη επανασύσταση της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής από τον Lully. Ως πρόδρομοι της αναφέρονται συχνά η γαλλική τραγωδία, τα χορευτικά μπαλέτα στις βασιλικές αυλές αλλά και η ιταλική όπερα. Οι όπερες του Lully αποτελούνταν από πέντε πράξεις και έναν πρόλογο ενώ περιελάμβαναν και χορευτικά μέρη μπαλέτου. Η μουσική διαδραμάτιζε εξίσου σημαντικό ρόλο με το κείμενο, το οποίο συχνά περιείχε θετικές αναφορές στην βασιλική εξουσία. Οι μεταγενέστερες όπερες του Ζαν Φιλίπ Ραμώ δεν είχαν γενικά μεγάλη απήχηση ενώ οι μικρές αποκλίσεις τους από την παράδοση του Lully προκάλεσαν την αντίδραση αρκετών κριτικών της εποχής σε συνδυασμό και με την άνοδο της ιταλικής όπερας μέσα στην Γαλλία. Η ανάμιξη της παραδοσιακής γαλλικής όπερας του Lully με την ιταλική όπερα ή με άλλες επιρροές όπως το τραγούδι bel canto οδήγησε τελικά στη δημιουργία της Grand Opera (Μεγάλη Όπερα), ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα οπερετικά είδη του 19ου αιώνα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η μεταρρύθμιση στην όπερα
    Η δομή της σοβαρής όπερας θεωρήθηκε από αρκετούς Ιταλούς συνθέτες δύσκαμπτη και απόλυτη, γεγονός που τους οδήγησε σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων με απώτερο σκοπό να γίνει η όπερα περισσότερο φυσική και ρεαλιστική. Πρώτα δείγματα τροποποιήσεων ήταν νέες μορφές άριας, η χρήση μεγαλύτερων φωνητικών συνόλων και η ενίσχυση του ρόλου της ορχήστρας. Οι σημαντικότεροι συνθέτες της μεταρρύθμισης στην όπερα ήταν οι Ιταλοί Νικολό Τζομμέλλι (1714-1774) και Τομμάζο Τραέτα (1727-1779). Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός πως αυτοί οι συνθέτες είχαν εργαστεί και σε γαλλικές βασιλικές αυλές, με αποτέλεσμα οι όπερες τους να διακρίνονται από ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, συνδυάζοντας τη γαλλική με την ιταλική όπερα. Τελικά, ο συνθέτης που καθιέρωσε ένα νέο τύπο όπερας αναμιγνύοντας τη γαλλική με την ιταλική οπερετική παράδοση ήταν ο Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (1714-1787), γεννημένος στη Βαυαρία και βασιλικός συνθέτης στην αυλή της Βιέννης. Ο Γκλουκ απλοποίησε σημαντικά τη μουσική δομή της όπερας, πρόσθεσε την εισαγωγή ως αναπόσπαστο μέρος του δράματος, χρησιμοποίησε τη χορευτική μουσική της γαλλικής όπερας ενώ σε πολλές από τις δικές του όπερες συνέθεσε μεγάλες ενιαίες σκηνές με ανάμιξη ρετσιτατίβων και αριών. Σημαντικότερα έργα του θεωρούνται ο Ορφέας, το Ορφέας και Ευριδίκη, η Αρμίδα, η Ιφιγένεια εν Αυλίδι και η Ιφιγένεια εν Ταύροις. Η επιρροή του είναι εμφανής και σε μεταγενέστερες όπερες των Λουίτζι Κερουμπίνι (1760-1842), Γκασπάρο Σποντίνι (1774-1851) και Εκτόρ Μπερλιόζ (1803-1869).

    Γερμανική όπερα
    Στην Γερμανία παρατηρήθηκε η δημιουργία του αποκαλούμενου singspiel, ένα είδος γερμανικής κωμικής όπερας. Σημαντικότερο δείγμα αυτού του είδους αποτελεί κατά γενική ομολογία ο Μαγικός Αυλός (1791) του Μότσαρτ, που τοποθετείται πολύ υψηλά σε ολόκληρη τη γερμανική παράδοση και αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη της γερμανικής ρομαντικής όπερας. Στις αρχές του 19ου αιώνα παρουσιάζεται η μοναδική όπερα του Μπετόβεν (Fidelio) καθώς και οι όπερες των Καρλ Μαρία φον Βέμπερ και Χάινριχ Μάρσνερ, που περιέχουν στοιχεία του γερμανικού singspiel και μελοδράματος, ενώ αποτελούν σημαντικές επιρροές στα έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Οι όπερες του Βάγκνερ στιγμάτισαν το είδος με το μεγαλειώδες ύφος τους και καινοτόμησαν ως προς την ανάμειξη του ρετσιτατίβο και της άριας, ταυτόχρονα με τη διαρκή συνοδεία της ορχήστρας δημιουργώντας την αίσθηση μιας διαρκούς μελωδίας που διακόπτεται σε κεντρικά σημεία της πλοκής.

    Η όπερα τον 19ο αιώνα
    Πέρα από τη ρομαντική όπερα της Γερμανίας, η ιταλική όπερα, στις αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την παρουσία συνθετών όπως ο Τζουζέπε Βέρντι, ο Τζοακίνο Ροσσίνι, ο Γκαετάνο Ντονιτσέτι και ο Βιντσέντσο Μπελλίνι. Στην ιταλική όπερα της εποχής αυτής, οι άριες χωρίζονται συνήθως σε δύο μέρη, ένα μέρος αργού ρυθμού που διαδέχεται ένα γρήγορο ρυθμικά μουσικό τμήμα. Ανάμεσα στις σημαντικότερες όπερες αυτής της περιόδους ανήκουν ο Κουρέας της Σεβίλλης (1816), κωμική όπερα του Ροσσίνι, καθώς και αρκετές τραγωδίες του Ντονιτσέττι όπως η Lucia di Lammermoor (1835). Στο δεύτερο μισό του αιώνα κυριαρχεί η μορφή του συνθέτη Τζουζέπε Βέρντι με σημαντικές όπερες όπως το Rigoletto (1851), η Τραβιάτα και η Αΐντα. H τραγική όπερα του Βέρντι Οθέλος (1887) και η κωμική όπερα του Φάλσταφ (1893) περιέχουν λιμπρέτι του Αρρίγκο Μπόιτο βασισμένα σε έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Στα τέλη του 19ου αιώνα, έκανε την εμφάνισή του και το στυλ όπερας Βερισμός που χαρακτηρίζεται ως ένα συναισθηματικό και ρεαλιστικό μελόδραμα. Το είδος αυτό υπηρέτησε μεταξύ άλλων και ο Τζιάκομο Πουτσίνι, ένας από τους σημαντικότερους διαδόχους του Βέρντι, ειδικότερα με τις όπερες La Boheme (1896) και Tosca (1900).
    Στη Γερμανία του 19ου αιώνα ξεχώρισε το έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Στις 19 Ιανουαρίου 2002, "ανέβηκε" στην Αθήνα, η παράσταση του έργου ΜΑΛΑ, στο θέατρο Παλλάς, με πρωταγωνίστρια την Άννα Βίσση.
    Ο Νίκος Καρβέλας είναι ο εμπνευστής και δημιουργός του όλου έργου: για πολλά χρόνια ταξίδεψε, διάβασε και μελέτησε ιστορικά κείμενα, προκειμένου να δώσει τις πραγματικές διαστάσεις στην ιδέα, που από χρόνια είχε στο μυαλό του.
    Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος κι ένας "διαφορετικός" Καρβέλας βρήκε την δικαίωση στις ουρές των ταμείων του Παλλάς.
    Στην παράσταση η Άννα ήταν πλαισιωμένη από ένα ξεχωριστό επιτελείο 60 ηθοποιών (ανάμεσά τους και οι: Λεωνίδας Κακούρης, Αίας Μανθόπουλος, Κατερίνα Διδασκάλου, Έλενα Τυρέα, Σταύρος Γιαγκούλης, Μιχάλης Άνθης, Ζωή Ναλμπάντη, Ελπίδα Μπραουδάκη, Πάνος Μεταξόπουλος, Στέλιος Νικολαΐδης, Νίκη Παληκαράκη, Ελένη Τζώρτζη, Αλμπέρτο Εσκενάζυ) και ορχήστρα 40 μουσικών.
    Η ΜΑΛΑ είναι η μεγαλύτερη παραγωγή που είδαμε ποτέ στην Ελλάδα. Τα στοιχεία μίας υπερπαραγωγής, τέτοιας που μέχρι πρόσφατα, είχαν την τύχη να βλέπουν μόνο όσοι ταξιδεύουν στο εξωτερικό.
    Πρόκειται για μία αληθινή ιστορία αγάπης που διαδραματίζεται κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πόλεμου.

    Οι συντελεστές της θεατρικής παράστασης είναι: Νίκος Καρβέλας (Μουσική, Κείμενα, Λιμπρέτο), Γιάννης Κακλέας (Σκηνοθεσία), Γιώργος Νιάρχος (Μουσική διεύθυνση), Γιώργος Γαβαλάς (Σκηνογραφία), Γιάννης Μετζικώφ (Ενδυματολογία), Ελευθερία Ντεκώ (Σχεδιασμός φωτισμών) και Βελισάριος Δημόπουλος (Διεύθυνση ήχου).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ο Μάριος Φραγκούλης είναι Έλληνας τενόρος και ηθοποιός που έχει ακολουθήσει καριέρα στο ελαφρό τραγούδι, το μιούζικαλ, την όπερα και την αρχαία τραγωδία. Γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1967 στην τότε Ροδεσία (νυν Ζιμπάμπουε) της Αφρικής, αλλά μεγάλωσε και πήγε σχολείο στην Αθήνα, όπου τον μεγάλωσαν η αδελφή της μητέρας του και ο άντρας της, τους οποίους και θεωρεί τους αληθινούς του γονείς. Σπούδασε βιολί επί δώδεκα χρόνια. Σε ηλικία 11 ετών έκανε την πρώτη μινι-δισκογραφική του δουλειά, τραγουδώντας το ρόλο του ΄Ιζακα στο μιούζικαλ του «Joseph and his amazing technicolour raincoat». Τότε έκανε και την πρώτη του γνωριμία με το «Άξιον εστί» του Θεοδωράκη, όπου τραγούδησε ως σολίστ (το μέρος του Λαϊκού Τραγουδιστή), σε μια παράσταση η οποία κέρδισε στο διαγωνισμό καλύτερης χορωδίας. Φοιτούσε σε αγγλικό σχολείο, που οργάνωνε τακτικά θεατρικές παραστάσεις, κι έτσι από πολύ νωρίς δοκίμασε τις δυνάμεις του σε πολλά έργα: σε ηλικία 15 ετών, ας πούμε, ήταν ο κονφερανσιέ στο «Καμπαρέ» και 16 ετών έπαιξε τον Τόνυ στο «West Side Story». Το μέλλον του είχε αποφασιστεί: τέρμα το βιολί, ανήκε στο θέατρο!

    Στα δεκαοκτώ του πήγε στο Λονδίνο για σπουδές στη δραματική και μουσική σχολή Guildhall School of Music and Drama, στο Barbican Centre, όπου στεγάζεται και το Βασιλικό Σαιξπηρικό Θέατρο. Εκεί έγινε φανερό οτι η φωνή του είχε δυνατότητες πολύ ανώτερες από αυτές που απαιτεί το απλό θέατρο πρόζας ή ακόμα και το μουσικό θέατρο.
    Το Φεβρουάριο του 1988, ενώ ήταν στο Γ΄έτος της σχολής, και χωρίς να έχει κάνει ποτέ σχετικά μαθήματα, έδωσε ακρόαση για την Υποτροφία Μαρία Κάλλας, την οποία και κέρδισε. Λίγους μήνες αργότερα έδωσε ακρόαση για το ρόλο του Marius, του νεαρού πρωταγωνιστή στο μιούζικαλ «Les Misérables» («Οι Άθλιοι»). Με το τέλος των παραστάσεων των «Αθλίων», το Δεκέμβριο του 1989, ο Μάριος άφησε το Λονδίνο πηγαίνοντας στην Ιταλία, στην Ακαδημία Βέρντι στο Μπουσσέτο, γενέτειρα του συνθέτη, με δάσκαλο τον περίφημο τενόρο Κάρλο Μπεργκόντσι. ΄Εξι μήνες αργότερα πήρε το δίπλωμά του από την Ακαδημία. Όσο ήταν στην Ιταλία όμως, συνάντησε έναν άλλο κορυφαίο τενόρο, τον Αλφρέντο Κράους, και του ζήτησε να του διδάξει τις λεπτομέρειες της θρυλικής τεχνικής του. Χάρη στην υποτροφία Κάλλας, ο Μάριος μπόρεσε να το πετύχει αυτό ακολουθώντας το δάσκαλό του σε όλες του τις επαγγελματικές και άλλες μετακινήσεις σ'όλο τον κόσμο.
    Στις 18 Μαΐου του 1991, ο Sir Andrew Lloyd Webber τον κάλεσε να επιστρέψει στο Λονδίνο για να υποδυθεί το ρομαντικό ήρωα Ραούλ στο «Phantom of the Opera» («Το φάντασμα της ΄Οπερας»), στο Majesty’s Theatre.
    To 1992 κέρδισε την υποτροφία Ωνάση, με τη βοήθεια της οποίας συνέχισε τις σπουδές του στην όπερα στην περίφημη σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης, με την καθηγήτρια φωνητικής Dodi Protero, στην οποία τον είχε συστήσει η μέτζο-σοπράνο Marilyn Horne, άλλη μιά προσωπικότητα του λυρικού θεάτρου που πίστεψε σ’ αυτόν και τον βοήθησε αρκετές φορές στη δύσκολη περίοδο των σπουδών και των αποφάσεων. Το 1994 κέρδισε τον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Luciano Pavarotti στη Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α.
    Το 1995 το Φεστιβάλ Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου τον κάλεσε να υποδυθεί το ρομαντικό ήρωα Luntha στο γνωστό μιούζικαλ «The king and I» («Ο βασιλιάς και γω») των Rogers και Hammerstein, αποσπώντας πολύ καλές κριτικές από τους Times του Λονδίνου. Εκεί γνώρισε και τη σοπράνο Deborah Mayers, με την οποία έμελλε να συνεργαστεί και στο μέλλον…
    Ερμήνευσε επίσης τον Yusupov στο ομώνυμο μιούζικαλ που παρουσιάστηκε στην Οξφόρδη και τον Τζόννυ στο «Sail away» (θέατρο Savoy του Λονδίνου), καθώς και τον Jonathan στο καινούργιο μιούζικαλ «Nosferatu» του Βernard T.Taylor.
    Δούλεψε ως ηθοποιός σε γνωστές τηλεοπτικές σειρές στο Λονδίνο ενώ επί σκηνής υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία το ρόλο του Διόνυσου στις «Βάκχες» του Ευριπίδη καθώς και τον Puck στο «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας». Εκείνη την περίοδο τραγούδησε με τους Dimitri Hvorostowski, Samuel Ramey, Dennis O’ Neill και άλλους. Ως παραγωγός) δύο γκαλά όπερας στο Λονδίνο, με πρωταγωνιστές του χώρου του μιούζικαλ και της όπερας: Alfredo Kraus, Raoul Gimenez, κ.ά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. To μιούζικαλ είναι ένα είδος Θεάτρου που περιλαμβάνει τραγούδια, διαλόγους (πρόζα) και χορό. Είναι ένας τρόπος να πεις μια ιστορία και να εκφράσεις το συναισθηματικό περιεχόμενο της, δηλαδή το χιούμορ, το πάθος, τον έρωτα, το θυμό και πολλά άλλα κινητοποιώντας μέσα από το κείμενο, τη μουσική, την κίνηση καθώς και τις τεχνικές πτυχές της ψυχαγωγίας, όπως πχ τα οπτικά εφέ, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο σύνολο από το οποίο καμία από τις τέχνες που περιλαμβάνει να μην ξεχωρίζει από την άλλη με κανένα τρόπο. Παρ' όλο που το μιούζικαλ καλύπτεται από άλλες θεατρικές μορφές όπως η όπερα, αυτή του η ιδιαιτερότητα να έχει ίση αντιμετώπιση και να δίνει την ίδια σοβαρότητα σε όλες τις τέχνες που το αποτελούν, δίνει στο είδος έναν άλλο χαρακτήρα, ένα χαρακτήρα που αναγνωρίζεται ως το μουσικό θέατρο.

    Τα μιούζικαλ έχουν γίνει γνωστά κυρίως από τα μεγάλα θέατρα και τους υψηλούς προϋπολογισμούς του West End του Λονδίνου και του Broadway της Νέας Υόρκης αλλά στην πραγματικότητα παραγωγές ανεβάζουν παγκοσμίως ακόμα και στο πειραματικό θέατρο, στα off Broadway θέατρα (περιφερειακά της Νέας Υόρκης) ή και από ερασιτεχνικούς θιάσους και σχολεία. Εκτός από την Βρετανία και την Βόρεια Αμερική, υπάρχουν ζωντανές μουσικές σκηνές και σε πολλές χώρες σε Ευρώπη, Λατινική Αμερική, Αυστραλία και Ασία.

    Αν και η μουσική είναι ένα μέρος της δραματοποίησης από τους αρχαίους χρόνους και την Ελληνική τραγωδία και κωμωδία, το σύγχρονο μουσικό θέατρο εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με αποκορύφωμα τα έργα των Gilbert και Sullivan στη Βρετανία και των Harrigan και Hart στην Αμερική. Ακολουθούν πολυάριθμα Edwardian μιούζικαλ, κωμωδίες και έργα Αμερικανών δημιουργών όπως ο George Μ.Cohan. Στις αρχές του 20ού αιώνα το πριγκιπικό θέατρο παρουσίασε μιούζικαλ όπως το «Of Thee I Sing», παραστάσεις που θεωρούνται σπουδαία καλλιτεχνικά βήματα καθώς οδήγησαν σε πρωτοποριακά έργα όπως το Show Boat και το Oklahoma! Μερικά από τα πιο διάσημα μιούζικαλ στις δεκαετίες που ακολούθησαν ήταν τα West Side Story, The Fantasticks, Hair, A Chorus Line, Les Misérables, The Phantom of the Opera, Rent, The Producers και Wicked.

    ΑπάντησηΔιαγραφή