10/4/15

Το Θρήνος της Παναγίας

 Μοιρολόι της Παναγίας
http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/pasxa/o_8rhnos_ths_panagias.htm

Τὸ εὐρύτατα διαδεδομένο σ᾿ ὅλο τὸν ἑλληνικὸ χῶρο Μοιρολόϊ, ἢ Καταλόϊ τῆς Παναγιᾶς εἶναι ἕνα μεσαιωνικὸ μακροσκελὲς ὁμοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης, ἀλλὰ ἐντυπωσιακὰ πλατιᾶς λαϊκῆς ἀποδοχῆς. Ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὶς σχετικὲς περικοπὲς τῶν Εὐαγγελίων καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἕναν ἀνθρωποκεντρικὸ ἀφηγηματικὸ θρῆνο γιὰ τὴ μαρτυρικὴ πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν σταυρικὸ θάνατό Του, ἰδωμένη μέσα ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὰ συναισθήματα τῆς τραγικῆς του μάνας. Τραγουδισμένο ἀπὸ τὶς γυναῖκες γύρω ἀπὸ τὸν «τάφο» τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ ὕφος τῶν οἰκείων τους κοσμικῶν μοιρολογιῶν, ἐκφράζει τὴ συμπόνοια, τὴν ταύτισή τους μὲ τὴ μητρική, ἀνθρώπινη πλευρὰ τῆς Παναγιᾶς. Ὡστόσο ὁ τρόπος τῆς τελετουργικῆς του ἐπιτέλεσης ἀποκαλύπτει τὶς προχριστιανικὲς ρίζες τοῦ ἐθίμου. Ἂν καὶ ὑπάρχουν κατὰ τόπους διαφορές, σὲ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα τοῦ τραγουδιοῦ ἢ στὴ μελωδική του ἐκφορά, ἡ δομὴ καὶ ἡ φόρμα τοῦ Μοιρολογιοῦ καθὼς καὶ ἡ λειτουργία του παρουσιάζουν ἐντυπωσιακὲς ὁμοιότητες ἀπὸ τὴν Κάτω Ἰταλία μέχρι τὸν Πόντο καὶ τὴν Κύπρο. Ἡ συνέχεια τῆς ἀφηγηματικῆς ροῆς, ὅπως προκύπτει μέσα ἀπὸ τὴν ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν ἀποσπασμάτων διαφορετικῆς προέλευσης, τὸ καθιστᾷ ἐμφανές.

Θρήνοι της Παναγίας
https://www.youtube.com/watch?v=E66bY4daCGc&spfreload=10

Το Θρήνος της Παναγίας (Κύπρου) - Χριστάκης Κλεοβούλου
Το τραγούδι της Παναγίας ή Θρήνος της Παναγίας ή Μοιρολόι της Παναγίας το βρίσκουμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος με άλλους όμως στίχους. Είναι πάρα πολύ παλιό, έχει βρεθεί χειρόγραφο του 16ου αιώνα που μιλάει για το τραγούδι αυτό. Άδεται ή ψέλνεται την Μ. Παρασκευή μετά την περιφορά του Επιταφίου και ένας καλλίφωνος ψάλτης ή τραγουδιστής αναλαμβάνει την ευθύνη. Είναι 151 στίχοι και χρειάζεται περίπου 45 λεπτά για να τραγουδηθεί. Βεβαίως υπάρχουν και άλλες συντομευμένες εκδοχές.


Ἀδὲ μαντᾶτο σκοτεινὸ καὶ μέρα λυπημένη
ποὺ ἦλθεν σήμερα σὲ μέν᾿ τὴν πολλοπικραμένη
ἔπιασαν τὸν υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη.
ὁ κόσμος κλαίει καὶ θρηνεῖ κι ἡ γῆς σκοτεινιασμένη
Ἄρχοντες ἀγρικήσατε ὅσ᾿ εἶστε συναγμένοι
νὰ σᾶς εἰπῶ μίαν γραφὴ τὴν ἔχουσιν θεσμένη.
Ἀκούσατε μετὰ χαρᾶς Ἁγίας ἱστορίας
τὰ πάθη τοῦ Κυρίου μας, θρῆνον τῆς Παναγίας
καὶ πρῶτον πῶς ἐστάθηκε καὶ πῶς ἐμελετήθη,
πῶς ἐπροδόθη ὁ Χριστὸς καὶ πῶς ἐκατακρίθη.
Πρῶτον ἐσυμβουλεύθησαν οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι
οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ σοφοὶ αὐτοὶ οἱ Φαρισαῖοι
κατὰ Χριστοῦ ἐφρίαξαν καὶ νὰ ἐμελετῆσαν
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸν Χριστὸν τὴν γνώμη των ἐστῆσαν
ὅσοι προδώνουν τὸν Χριστὸν ἀργύρια νὰ τάξουν
κ᾿ ὅσοι γυρεύουν τὸν Χριστὸν νὰ πᾶν νὰ τὸν ἁρπάξουν.
Ἀπὸ τοὺς μαθητάδες του ἐδόθην ἡ αἰτία
καὶ ἐπροδόθην ὁ Χριστὸς μὲ τὴν φιλαργυρία.
Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν καθὼς εἶναι γραμμένον
καὶ ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν τὸ πάλαιγεγραμμενον.
Τρέχει ὁ τρισκατάρατος καὶ πάγει στοὺς Ἑβραίους
καὶ λέγει τους μιὰν ἀφορμὴ αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους
τί ἔχετε νὰ δώσετε γιὰ νὰ σᾶς βεβαιώσω
Ἐκεῖνον ποὺ γυρεύετε νὰ σᾶς τὸν παραδώσω.
Ἐκεῖνοι τοῦ ἐτάξασιν ἀργύρια τριάντα
καὶ νόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔχει πάντα.
Τότε εὐχαριστήθηκε καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσει
ἔκαμεν ὅρκον φοβερὸν νὰ τοὺς τὸν παραδώσει
ἐγὼ πηγαίνω ἔμπροσθεν κι ἐσεῖς λοιπὸν κοπιάστε
ὅποιον φιλήσω λέγει τοὺς αὐτὸς ἐστὶ τὸν πιάστε.
Ἔτρεξαν ὅλοι παρευθύς, ὡσὰν οἱ διαβόλοι
καὶ πῆγαν κ᾿ ηὗραν τὸν Χριστὸν μέσα στὸ περιβόλι
Ἰούδας τρέχει πιὸ μπροστὰ χαῖρε Ραββί, τοῦ λέγει
τάχα πὼς ἐλυπήθηκε κι ἀρχίνησεν νὰ κλαίει
τὰ βρομερὰ τὰ χείλη του τὸν Ἰησοῦ φιλῆσαν
καὶ στρατιῶτες παρευθὺς ὅλοι τους τὸν ἐστῆσαν
ὡσὰν φονιὰ τὸν πιάνουσιν κ᾿ ὡσὰν ληστὴ τὸν δίνουν
καὶ στοῦ Πιλάτου πῆραν τον κι ἐμπρός του τόνε στήνουν
ὁ δὲ Πιλᾶτος λέγει τους: ἔχετε μαρτυρία
κατ᾿ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ νὰ γράψω τὴν αἰτία.
Ὅλοι του ἀποκρίθηκαν ὅτι τὸ μαρτυροῦμε
πὼς εἶναι ἔνοχος σταυροῦ γιὰ τοῦτον τὸν διοῦμεν
ἐμπρός του τρεῖς ἐστάθησαν καθεὶς νὰ μαρτυρήσει
Γιατὶ εἶπε ὅτι τὸν Ναὸν θέλει τὸν καταλύσει
καὶ τρεῖς ἡμέρες ὕστερα θέλει τὸν ἀναστήσει.
Εἶπεν ὅτι εἶναι Υἱὸς Θεὸς κ᾿ ἐποίησεν τὴν χτίσην.
Ὁ δὲ Πιλάτος λέγει τους δὲν τοῦ ῾βρηκα αἰτίαν
οὔτε κανένα φταίξιμο οὔτε κἂν ἁμαρτίαν
ἀλλ᾿ ὅμως τοῦ ἐφώναξαν ἂν δὲν τόνε σταυρώσεις
ὅτ᾿ ἔλθη ποὺ τὸν Καίσαρα νὰ μὴν τὸ μετανιώσει
καὶ ὁ Πιλάτος φοβηθεὶς ῾στάθη καὶ συλλογίσθη
καὶ πρόσταξε καὶ φέραν του εὐθὺς νερὸ καὶ νίφθη
κι ἔδωσεν τὴν ἀπόφασιν γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν
ἀδίκως τὸν κατέκρινεν γιὰ νὰ τὸν ἠσταυρώσουν.
Πάλιν σᾶς λέγω ἄρχοντες νὰ πῶ στὴν ἀφεντιά σας
τὸ κρίμαν Του, τὸ αἷμα Του, ἂς τό ῾βρουν τὰ παιδιά σας
γιατὶ κακὸν δὲν ἔκαμεν πὼς νὰ τὸν κατακρίνω
ἀλλὰ σὰν μὲ βιάσατε στὴν γνώμη σας νὰ κλίνω
καὶ σεῖς ὅλοι σας ὄψεσθε ὡς λέγει ἡ γραφή σας
ἐπάρτε τον, σταυρῶστε τον, ὡς θέλετε ἀτοί σας.
Ἁρπάξαν τον οἱ ἄνομοι στὰ βρομερά τους χέρια
καὶ πίπταν του στὸ πρόσωπο μὲ βέργες μὲ μαχαίρια
ἐδίνασιν τὰ μάτια του κι ὅλοι τὸν ἐραπίζαν

ἐφτύναν του στὸ πρόσωπο κι ὀμπρός του γονατίζαν
κι ἐλέγαν του: προφήτεψε Χριστὲ ἡμᾶς νὰ δοῦμεν
ἂν βρεῖς ποῖος σὲ ράπισε τώρα νὰ πιστευτοῦμε.
Πολλὰ κακὰ τοῦ κάμασιν καθένας ὅτ᾿ ἐμπόρεν
ὕστερα τοῦ ἐβγάλασιν τὰ ροῦχα ποὺ ἐφόρεν
ἔπιασαν καὶ φορήσαν του χλαμύδα τὴν κοκκίνη
καὶ τὸν ἐπεριπέζασιν μὲ τόση κατασχύνη
ἔπλεξαν καὶ φορήσαν του στέφανον ἀκανθένον
τὸ γένος τὸ ἀχάριστον τὸ τρὶς καταραμένον.
Ἐπιάσαν τον καὶ πῆραν τον γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν
ἐπάνω εἰς τὸν Γολγοθᾶ γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν
τὸν Κυρηναῖο Σίμωνα ἠγγάρευσαν νὰ ἄρει
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ, Σταυρὸν γιὰ νὰ τοῦ πάρει
ἐπῆραν τον στὸν Γολγοθᾶ, ἐκεῖ καὶ σταύρωσάν τον
καὶ διορίσαν φύλακες ἐκεῖ καὶ ἔβλεπάν τον
πέντε καρφιὰ τοῦ βάλασιν, μεγάλα σιδερένια
στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια του ἐπίτηδες κομμένα·
ἕνα καρφὶ πυρούμενο ἔμπηξαν στὴν καρδιά του
ἔκρουσαν καὶ καήκασιν μέσα στὰ σωθικά του.
Βάλλει φωνή, ζητᾶ νερό, διψᾶ νὰ τὸν ποτίσουν
κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι δὲν θέ᾿ νὰ καηλίσουν.
Μὰ τῆς καρδιᾶς τὸ καρφὶ δὲν μπόρα νὰ ὑποφέρει
κι ὅταν τὸν ἐσταυρώσασιν ἤτανε μεσημέρι
ἐβάλαν ξύδι μὲ χολὴ σὲ σπόγγο στὸ καλάμι
κι ἐδῶσαν του το νὰ τὸ πιεῖ τὴν δίψα ν᾿ ἀποκάμει.
Ὅταν τοῦ τὰ ἐπότισαν τοῦτον τὸν λόγο εἶπε:
«Τώρα ἐτελειώθησαν τὰ λόγια τοὺς προφῆτες»
καὶ μὲ τὰ ταῦτα πάραυτα, ἔγειρε καὶ λιγώθη
Θεὲ Θεὸν ἐφώναξε τὸ πνεῦμα παρεδόθη
τότε ἐγίνηκε σεισμὸς ὡς τὴν ἐνάτην ὥρα
ὥστε πολλοὶ ἐλέγασιν θὲ νὰ χαλάσει ἡ χώρα
ἡ γῆ ὅλη ἐσίστηκεν τὰ μνήματα ἀνοιχτῆκαν
οἱ πέτρες ἐραγήστησαν κομμάτια ἐγινῆκαν
ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι γῆ χαμαὶ βρυχάτου
κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι κανεὶς δὲν ἐλυπάτουν.
Οἱ ἄγγελοι ἐτρόμαξαν τὸ θαῦμα ποὺ ἐγίνη
καὶ ὁ Ναὸς ἐσχίσθηκε δυὸ μερτικὰ ἐγίνη
Ὅλον τὸ καταπέτασμα τὸ τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη
ὅλη ἡ γῆ κι ὁ οὐρανὸς σὰν δέντρον ἐμποσείσθη.
Τότε ἡ Παναγία μου ἐστέκετουν κλαμένη,
θλιμμένη καὶ περίλυπη, χαμαὶ στὴ γῆ φυρμένη,
ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της, τὸ στῆθος της ἐχτύπαν
οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε, οὔτε φωνὲς ἀγρίκαν.
Ἔκλαιε καὶ ἐφώναζε: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου,
τί εἶναι ταῦτα ποὺ θωρῶ ποὺ δὲν εἶδα ποτέ μου.»
«Ἂχ τέκνον μου τί ἔπαθες καὶ εἶσαι τόσον θλιμένον
θλιμμένον καὶ περίλυπον, καταδεδικασμένον».
Υἱέ μου κανακάρη μου κ᾿ ἀκριβα αναγιωμένον
Ποιὸς μοῦ τὸ λάλεν νὰ σὲ δῶ στὸ ξύλο σταυρωμένον
ὅπου μαχαίρι νὰ σφαγῶ, κι ὅπου γκρεμὸς νὰ δώσω
κι ὅπου ποτάμι συνθολὸ νὰ μπῶ νὰ παραδώσω
εἰδὲ μαχαίρι κοφτερὸ ποὺ μπῆκε στὴν καρδιά μου
ἐμπῆκε καὶ κατέκοψε μέσα στὰ σωθικά μου
ὅπου τρομάρα τρέμουσιν, τὰ μέλη μου σπαράζουν,
τὰ σωθικά μου τρέμουσιν, τὰ σπλάχνα μου ταράσσουν.
Τί ἔκανες, τί ἔπταισες Υἱέ μου τῶν Ἑβραίων
καὶ τώρα μὲ ἐκάνασιν ἀληθινὰ νὰ κλαίω
τόσα καλὰ ποὺ ἔκανες τοῦ ἀχαρίστου γένους
κουτσούς, χωλοὺς ἐγιάτρεψες ὁμοῦ καὶ λεπρωμένους
τοὺς παραλύτους εγιάτρεψες καὶ τοὺς ἀρρωστημένους
τυφλοὺς τὸ φῶς ἐχάρισες, τοὺς ὄντως λαβωμένους
ἀνάστησες δὲ καὶ νεκροὺς μόνο μὲ τὴν φωνή σου
καὶ φεύγασιν οἱ δαίμονες μόνο μὲ τὴν βουλή σου.
Σαράντα χρόνια ἔτρωγαν στὴν ἔρημο τὸ μάννα
καὶ τώρα οἱ ἀχάριστοι εἰδὲ ἴντα σοῦ κάμαν.
Ἀντὶ τοῦ μάννα τὴν χολὴ καὶ ξύδι σὲ ποτίσαν
κι ἀντὶ τῆς πέτρας τὸ νερὸ μὲ ἅλυσον σ᾿ ἐδείσαν
ἀντὶ π᾿ ἀνάστησες νεκροὺς καὶ εἶδαν καὶ θαυμάσαν
τώρα οἱ σκύλοι οἱ ἄνομοι στὸ ξύλο σὲ κρεμάσαν.
Τοιαῦτα λόγια θλιβερὰ ἔλεγεν ἡ Κυρία
Ἡ Παναγία ἡ Δέσποινα ἡ ταπεινὴ Μαρία.
«Υἱέ μου, τὴν μητέρα σου ἰδέ την καὶ λυπήθου
Εἰδέ την καὶ λυπήθου την, εἰδέ την καὶ σπλαχνίθου.»
Τοῦτο τὸν λόγο εἶπε τὸν κι ἔγειρε καὶ λιγώθη
ἐφύρτην κι ἔπεσε χαμαὶ πάνω στὴ γῆ φυρμένη,
φυρμένη μαύρη σκοτεινὴ ὡσὰν ἀποθαμένη
κι ὅταν τὴν ἐποφύρασιν ἀρχίνησεν νὰ κλαίει
Τὸν Γιόν της τὸν Μονογενῆ καὶ πάλι νὰ τὸν λέγει:
Ἂχ τέκνον μου, γλυκύτατο καὶ φῶς τῶν ἀμαθκιῶν μου
καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου, οἱ ἑβδομήντα θκυό μου,
καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου ἡ πρώτη δωδεκάδα
καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικράδα
καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικρία
μὲ πόνους καὶ μὲ βάσανα τὴν ταπεινὴ Μαρία
καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ πορευθῶ καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ μείνω
τίνος τὸ σπίτι ἡ φτωχὴ τὴν κεφαλὴ νὰ κλίνω
ποίον νὰ ἔχω σύντροφο νὰ κάθομαι νὰ κλαίω,
τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα καὶ τίνος νὰ τὰ λέω
πότε νὰ ἔρθεις τέκνον μου ὥστε νὰ σὲ κατέχω
κλαίω ἀπαρηγόρητα, παρηγοριὰ δὲν ἔχω.
Ταις βοῦκκες της κατέσχισε, τὰ αἵματα ἐτρέχαν
τὰ δάκρυά τῆς ἔτρεχαν, χαμαὶ τὴ γῆ ἐβρέχαν
ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της, τὸ στῆθος της ἐκτύπαν
οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε οὔτε φωνὲς ἐγρίκαν
δυὸ βρύσες ἐγινήκασιν τὰ δύο της ἀμάτια
τὸ στῆθος της τὲς βοῦκες της ἐκάμεν τες κομμάτια.
Υἱέ μου ὅταν σὲ γέννησα δὲν εἶχα τέτοιους πόνους
καὶ τώρα πόνοι τετραπλοὶ τὰ σωθικά μου σπρώχνουν
ὅταν σὲ γαλακτότρεφα εἶχες Θεοῦ τὴν χάρη
ἐθώρουν σε καὶ χαιρόμουν καὶ βαστοῦν σὲ καμάρι
ὅταν σὲ ῾ποσαράντοννα τότε στὸν Ἱερέα
τὸν Συμεὼν τὸν θαυμαστὸ τότ᾿ ἔτσι τὸν ἐλέγαν
αὐτὸς μοῦ ἐπροφήτευσεν αὐτὴ τὴν προφητεία
πῶς μέλλει διελεύθουσα ῥομφαία στὴν καρδιά.
Αὐτὰ μοῦ ἐπροφήτευσεν ὁ Συμεὼν Θεόπτης.
Ἰδοὺ ῥομφαίαν καὶ σπαθὶν τὰ σωθικά μου κόπτει
ἰδοὺ θωρῶ τὸ τέκνο μου στὸ ξύλο σταυρωμένο
καὶ μέσα στὴν καρδίαν του ἔχουν το καρφωμένο,
ξύλο ὅπου σταυρώθηκε ὁ Πλάστης καὶ Θεός μου
Ὁ Ποιητὴς τοῦ Οὐρανοῦ τῆς γῆς κι ὅλου τοῦ κόσμου
ἐποίησε τὸν Οὐρανὸ τὸν ἥλιο τὸ φεγγάρι
τὴ γῆν ὁμοῦ τὴν θάλασσα μὲ κάθε λογῆς ψάρι.
Σταυρέ μου, ξύλο Ἅγιο ξύλο εὐλογημένο
ξύλο πανυπερθαύμαστο κι ὑπερδεδοξασμένο
ξύλο ὅπου ἐβλάστησες τὸ εἶδος τριῶν ξύλων
πεῦκος, κέδρος, κυπάρισσος τοῦ παραδείσου φύλλο.
Υἱέ μου τὴν μητέρα σου ἰδέ την καὶ λυπήθου
ἰδέ την καὶ λυπήθου την ἰδέ την καὶ σπλαχνίθου.
Υἱέ μου τὴν μητέρα σου ἰδὲ καὶ μίλησέ της
συντῆχε της δυὸ λόγια καὶ παρηγόρησέ την.
Εἰς ποίον μὲ παρέδωσες κ᾿ εἰς ποίον με ἀφήνεις
καὶ ἀπεκρίθη ὁ Χριστὸς τῆς Δέσποινας καὶ λέγει:
Μητέρα μου, μητέρα μου, σιώπησε μὴν κλαίεις
τὸν Ἰωάννη φίλο μου ἐγὼ σοῦ παραδίδω
νὰ σ᾿ ἔχει σὰν μητέρα του καὶ σὺ υἱὸν ἐκεῖνον.
Ὢ Ἰωάννη φίλε μου, ἔφθασε ἡ τιμή σου
ἔπαρε τὴν μητέρα μου καὶ ἔχε την μαζί σου.
Τότε τὴν ἐπαράλαβε, στὸ σπίτι του τὴν παίρνει
καὶ δὲν εἶχε παρηγοριὰν ἡ πολλοπικραμένη.
Πάλιν δευτεροφίρτηκεν φιρμένη δυὸ ὧρες
ῥαντίζαν την ῥοδόσταμμαν οἱ πέντε μυροφόρες
Μάρθα, Μαρία ἤτανε ὁμοῦ καὶ ἡ Σωσσάνα
κι ἄλλη Μαρία τοῦ Κλωπᾶ ὁμοῦ καὶ Ἰωάννα.
Τοῦτες οἱ πέντε ἤτανε ποὺ τὴν παραμυθοῦσαν
καὶ βλέπαν την μὴν σκοτωθεῖ καὶ τὴν παρηγοροῦσαν.
Ἔτρεξαν εἰς τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθίας
καὶ τὸν ἐπαρακάλεσαν νὰ πάει στοῦ Πιλάτου
γιατὶ αὐτοῦ τοῦ Ἰωσὴφ ἐπαίρναν ἡ ῥιτζιά του.
Ἔτρεξαν ὅλοι παρευθὺς στοῦ ἡγεμόν᾿ νὰ φτάσουν
τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν κατεβάσουν.
Ἐπήγαινε κι ἡ Δέσποινα μετὰ τοῦ Νικοδήμου
Τοῦ Μαθητοῦ τοῦ Ἰησοῦ, κείνου τοῦ περιφήμου.
Νικόδημος καὶ Ἰωσὴφ πηγαίνουν στοῦ Πιλάτου
κι ἡ Δέσποινα γονατιστὴ ἔκλαιε μπροστά του.
Νὰ σὲ παρακαλέσουμε ἀφέντη μου Πιλᾶτε
γιατί τὴν ἐξουσία σου ὁ κόσμος τὴν φοβᾶται
γιὰ νὰ μᾶς δώσεις τὸν Χριστό, κεῖνον τὸν σταυρωμένο
κεῖνο ποὺ πάνω στὸν σταυρό, Χριστὸ τὸν πεθαμένο
ἐκεῖνον ποὺ σταυρώσατε ἐχτὲς πάνω στὸ ξύλο
γιατὶ δὲν ἔχει συγγενεῖς οὔτε κανένα φίλο
δῶσ᾿ μας τον νὰ τὸν θάψουμε, καθὼς εἶναι ἡ τάξη
γιατὶ δὲν ἔχει συγγενεῖς τώρα νὰ τὸν κοιτάξει.
Πιλᾶτε, τί σὲ ὠφελεῖ κι ἂν εἶναι σταυρωμένος
κι ἂν εἶναι πάνω στὸ σταυρὸ τόσ᾿ ὧρες κρεμασμένος
νεκρὸς χλωμὸς κατάντησε νεκρὸς καὶ πεθαμένος.
Δῶσ᾿ μας τον νὰ τὸν θάψουμε κι εἶναι φτωχὸς καὶ ξένος
ἐχόρτασε ἡ δίψα τους τοὺς ἄνομους Ἑβραίους
τέλειωσε τὸ ἔργο τους αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους.
Τοιαῦτα λόγια θλιβερὰ ὁ Ἰωσὴφ ἐλάλεν
εἰς τὸν Πιλᾶτον τὸν κριτὴν καὶ τὸν ἐπαρακάλεν
καὶ ὁ Πιλᾶτος λέγει του: ποίον ἔχεις νὰ πέψεις
νὰ στείλει ἑκατόνταρχον γιὰ νὰ τὸν κονταρέψει,
ἂν ἴσως καὶ ἀπέθανε χαπάριν νὰ τοῦ πέψει.
Εὐθὺς ἐπῆγαν στὸν Χριστὸν καὶ ἐκονταρέψαν τον
ποὺ τὴν δεξιά του τὴν πλευρὰ αὐτοὶ ἐλόγχεψάν τον
ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐλόγχεψεν βγῆκε νερὸ καὶ αἷμα·
ἰδὼν ὁ ἑκατοντάρχος καὶ ὅλοι τους ἐτρέμαν,
ἐπιστεῦσαν πὼς εἶν᾿ Θεὸς κι ἤθελε ἑκουσίως
νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ σὰν θέλει αὐτεξουσίως.
Αὐτὸν τὸν ἑκατόνταρχον ἐλέγαν τον Λογγῖνο,
ἐπίστεψε στὰ χέρια του καὶ πίστεψε σ᾿ ἐκεῖνον
καὶ στὸν Πιλᾶτο ἔτρεξε διὰ νὰ τὸν προλάβει
πὼς εἶν᾿ νεκρὸς καὶ πέθανε νὰ μὴν ἀμφιβάλλει.
Καὶ ὁ Πιλᾶτος παρευθὺς τοῦ Ἰωσὴφ δανείζει
τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστό, χάρη μας τὸν χαρίζει
τότε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ ἔτρεξε νὰ προφθάσει
τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν κατεβάσει.
Πάνω στὸν Τίμιο Σταυρὸ ἔτρεξαν καθὼς ἦσαν
καὶ κατεβάσαν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἐπροσκυνῆσαν
ἡ Παναγία ἡ Δέσποινα ἦταν τοῦ πανωθκιόν τους
καὶ ἔσκιπτεν καὶ φίλαν το συχνὰ τὸ πρόσωπόν του
ἔκλαιεν καὶ ἐφώναζεν σὰν κλαῖσιν κι ἄλλες μάνες
καὶ τρεχασιν τὰ μάτια της σὰν τρέχουν οἱ φουντάνες.
Ὦ Μιχαὴλ Ἀρχάγγελε, ποῦ τοὖν᾿ ὁ λογισμός σου
κι εἶπες μου: Χαῖρε Δέσποινα ἐπιάσαν τὸν Υἱό σου
καλύτερα εἶχες μου πεῖ: δέχθου τὸν θάνατόν σου
ἔχει τρία μερόνυχτα ὅπου τὸν τυραννίζουν
ὁλόγυμνο τὸν γιούλην μου τὲς στράτες τὸν γυρίζουν
φορεῖ στεφάνι ἀγκαθὸ πάνω στὴν κεφαλή του
καὶ δὲν τὸ ξέρουν οἱ ἄνομοι πὼς -ε- μὲ τὴν βουλή του
Ἔβαλαν λίτρες ἑκατὸν σμύρναν μὲ τὸ λοβάρι
κι ἄλλα μυρωδικὰ πολλὰ στὸν τάφο γιὰ νὰ πάρει
ἐπῆραν τον καὶ θάψαν τον τὸν δίκαιο ἐκεῖνον
κι ἡ Παναγία ταπισὸν κάμνει μεγάλο θρῆνο.
Ἀλίμονο, ἀλίμονο Υἱέ μου καὶ Θεέ μου
τί εἶναι τοῦτα ποὺ θωρῶ, ποὺ δὲν εἶδα ποτέ μου.
Ἀλίμονο, ἀλίμονο Θεέ μου καὶ Πατέρα
καὶ πῶς μὲ παλλησμόνισες ἐτούτην τὴν ἡμέρα
ὅποιος διαβάζει τὴν γραφὴ ἐτούτη τοῦ Υἱοῦ μου
ἐρώτησιν νὰ μὴν ἔχει στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ μου
κι ἡ Δέσποινα ποὺ τὸ ἔβγαλεν πρέπει νὰ τὴν ὑμνᾶτε
πρέπει νὰ τὴν δοξάζετε καὶ νὰ τὴν προσκυνᾶτε
αὐτῆς πρέπει ἡ δόξαση κι ἐμένα τὸ σπολλᾶτε.
http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/pasxa/o_8rhnos_ths_panagias.htm

Ανδρέας Μαππούρας 
https://www.youtube.com/watch?v=aJF07fEmQ90

1 σχόλιο:

  1. Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μέρα απόλυτου πένθους για όλη την Χριστιανοσύνη, απόλυτης αργίας και νηστείας, η μέρα που γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος, όπου κορυφώνονται τα Πάθη του Χριστού και γίνεται η σταύρωση του Χριστού το ξημέρωμα τις ίδιας μέρας.

    Λειτουργία
    Την Ενάτη Ωρα της ημέρας λέει το «Τετέλεσται». Η θεία ψυχή Του κατεβαίνει στον Άδη. Το «Πρωτευαγγέλιο», η πρώτη χαρμόσυνη υπόσχεση του Θεού στους πεσμένους Προπάτορες, αρχίζει να εκπληρώνεται.Μέχρι λίγο πριν τις 11:00 το πρωί τελείται η λειτουργία των Μεγάλων Ωρών όπου οι γυναίκες μοιρολογούν και κλαίνε για τον Χριστό ενώ άλλοι προσκυνούν και αποτείνουν φόρο τιμής στον σταυρωθέντα Χριστό. Απ' τα ξημερώματα τις ίδιας μέρας ετοιμάζεται ο επιτάφιος και τελείται ολονυχτία στις περισσότερες εκκλησίες της Ελλάδας. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο Χριστός αποκαθηλώνεται και τοποθετείται στον Επιτάφιο όπου θα γίνει η περιφορά του το βράδυ.

    Έθιμα - Συνήθειες
    Στην Κύπρο πίνουν τρείς γουλιές ξύδι ενώ στην Κρήτη συνηθίζουν να βράζουν σαλιγκάρια και να πίνουν το ζουμί τους, που είναι σαν χολή. Το μεσημέρι, μετά την Αποκαθήλωση του Κυρίου,νεαρά κορίτσια στολίζουν τον επιτάφιο με ανοιξιάτικα λουλούδια (βιολέτες, τριαντάφυλλα και μενεξέδες) και φτιάχνουν στεφάνια ή γιρλάντες, ενώ ψέλνουν το μοιρολόι της Παναγίας. Μετά το στολισμό του επιταφίου οι πιστοί προσέρχονται στις εκκλησίες για να προσκυνήσουν και, όπως συνηθίζεται, γυναίκες και παιδιά περνάνε από κάτω “για να τους πιάσει η χάρη”. Όλη την ημέρα οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα σε όλη την Ελλάδα και παραδοσιακά απαγορεύεται πάσα εργασία και γίνεται αυστηρότατη νηστεία και απαγορεύεται και η κατάποση του λαδιού. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας εκείνη τη μέρα, φτιάχνεται ένα ομοίωμα του Ιούδα το οποίο είτε καίγεται είτε πυροβολείται και εν συνεχεία καίγεται. Επίσης την ίδια μέρα πολλοί πιστοί επισκέπτονται τους τάφους συγγενών και φίλων ή πραγματοποιείται η εκταφή των νεκρών αν έχει περάσει το απαιτούμενο διάστημα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή