8/4/15

Το Αμμάτιν της Μαρικκούς του Χαμπή Αχνιώτη


Ο Χαμπής Αχνιώτης ως ποιητής έχει εκδώσει εφτά ποιητικές συλλογές, έχει λάβει μέρος σε διαγωνισμούς όπου και έχει πάρει ισάριθμα βραβεία. Σε πολλές χώρες όπου υπάρχουν απόδημοι Κύπριοι τον έχουν καλέσει και τον έχουν τιμήσει, όπως Λονδίνο, Μπέρμιγχαμ, Σίδνεϊ, Αδελαίδα, Μελβούρνη. Ως Συγγραφέας έχει γράψει πολλά Κυπριώτικα Σκέτς για το ΡΙΚ με το οποίο συνεργάζεται και το ίδρυμα τον βράβευσε σε τρεις περιπτώσεις. Κατάγεται από την Άχνα και προσωρινά στο Ζύγι.

Ο ίδιος λέει για το Αμμάτι της Μαρικκούς:

"Όταν έγραψα ΤΟ ΑΜΜΑΤΙΝ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΚΟΥΣ δεν περίμενα ότι θα γινόταν τόσο αγαπητό και θα μου το ζητούσε τόσος κόσμος. Τόσο αγαπητό έγινε που το τραγούδησε ο εξαίρετος ερμηνευτής Χριστάκης Κλεοβούλου με τη γνωστή ποιητάρικη φωνή. Το ποίημα το έγραψα με μέτρο τρεις δεκαπεντασύλλαβους για κάθε στροφή. Για να τραγουδηθεί όμως το μετέτρεψα σε δυο δεκαπεντασύλλαβους για κάθε στροφή. Πιο κάτω το ποίημα και το τραγούδι." http://www.opsinews.com/?p=364
Το Αμμάτιν της Μαρικκούς
https://www.youtube.com/watch?v=pgsMk2_QsZk
Στίχοι: Χαμπής Αχνιώτης




«Η μητέρα μου είχε μόνο ένα μάτι. Την μισούσα για αυτό …
Ένιωθα ντροπή κάθε φορά που με έβλεπαν οι φίλοι μου μαζί της και αυτό συνέβαινε συχνά γιατί δούλευε στο σχολείο. Μαγείρευε για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια μας...

Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινα στο δημοτικό, ήρθε να με βρει η μητέρα μου για να μου πει ένα γεια. Με έφερε σε τόσο δύσκολη θέση. Πώς μπορούσε να μου το κάνει αυτό; Την αγνόησα. Της έριξα ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και έτρεξε έξω με τους φίλους μου. Την επόμενη μέρα στο σχολείο ένας από τους συμμαθητές μου, φώναξε μπροστά σε όλη την τάξη «Έ!! Η μαμά σου έχει μόνο ένα μάτι!»
Εκείνη τη στιγμή ήθελα να εξαφανιστώ. Αλλά ήθελα, επίσης, και η μαμά μου να εξαφανιστεί.

Μόλις πήγα σπίτι, την βρήκα και της είπα εκνευρισμένος «Με έχεις κάνει ρεζίλι, γιατί δεν μπορείς απλά να πεθάνεις;»

Η μαμά μου δεν μου απάντησε. Δεν είχα καν προλάβει να σκεφτώ τι θα της πω. Ήμουν τόσο θυμωμένος μαζί της που τα λόγια βγήκαν αυθόρμητα. Αδιαφορούσα για τα συναισθήματα της. Δεν με ένοιαζε καθόλου πως θα αισθανθεί μετά από αυτό. Δεν την ήθελα στο σπίτι και δεν επιθυμούσα να έχω καμία σχέση μαζί της. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που διάβασα τόσο πολύ, με τόσο πάθος, ώστε να μπορέσω κάποτε να φύγω εγώ από το σπίτι για σπουδές και να μην πρέπει να την βλέπω καθημερινά.

Στη συνέχεια, παντρεύτηκα. Αγόρασα ένα σπίτι δικό μου. Είχα τα δικά μου παιδιά. Ήμουν ευτυχισμένος με τη ζωή μου, με τα παιδιά μου και με τις ανέσεις μου. Τότε, μια μέρα, η μητέρα μου ήρθε στην πόλη που έμενα, για να με επισκεφθεί. Είχε να με δει πάρα πολλά χρόνια ενώ δεν είχε δει ποτέ ούτε την γυναίκα μου αλλά ούτε και τα εγγόνια της. Όταν μου χτύπησε την πόρτα και της άνοιξα, τα παιδιά μου την είδαν και γέλασαν δυνατά μαζί της. Γύρισα, την κοίταξα και της φώναξα θυμωμένος «Πώς τολμάς να έρχεσαι στο σπίτι μου απρόσκλητη και να τρομάζεις τα παιδιά μου! Φύγε από δω! ΤΩΡΑ !!!» Η μητέρα μου χαμήλωσε το πρόσωπο της και μου απάντησε με χαμηλή φωνή «Με συγχωρείς. Μάλλον έχω έρθει σε λάθος διεύθυνση». Έκλεισα την πόρτα με δύναμη και πήγα να παίξω με τα παιδιά μου.

Μια μέρα, χρόνια μετά, έλαβα μια επιστολή από έναν παλιό συμμαθητή μου από το λύκειο. Με ενημέρωνε ότι θα γίνει ένα πάρτι επανένωσης της τάξης μου και ότι θα ήθελε να πάω για να με δει. Είπα ψέματα στη γυναίκα μου ότι θα πάω σε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγα να συναντήσω τους φίλους μου. Μετά την εκδήλωση πήγα στο πατρικό μου σπίτι απλά και μόνο από περιέργεια.
Οι γείτονές μου είπαν ότι η μάνα μου είχε πεθάνει. Δεν δάκρυσα. Γιατί να το κάνω άλλωστε. Ήταν κάτι που το ήθελα από μικρός. Στη συνέχεια μου έδωσαν ένα γράμμα που μου είχε αφήσει εκείνη αν περνούσα από το σπίτι. 
Το γράμμα έγραφε:
«Αγαπημένο μου αγόρι,

Σε σκέφτομαι όλη την ώρα. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σας και τρόμαξα τα παιδιά σας. Ήμουν τόσο χαρούμενη όταν άκουσα ότι θα έρθεις για την σχολική σας επανένωση. Αλλά μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να σε δω. Λυπάμαι που σε έκανα να νιώθεις άσχημα με την εμφάνιση μου όταν μεγάλωνες. Λυπάμαι που σε ντρόπιαζα. Βλέπεις, όταν ήσουν πολύ μικρός είχες ένα ατύχημα και έχασες το μάτι σου. Ως μητέρα, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι το παιδί μου θα μεγαλώσει με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο περήφανη για το γιο μου που κατάφερε με το δικό μου μάτι να δει έναν ολόκληρο νέο κόσμο. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που μπόρεσα να σου το προσφέρω αυτό.

Σε αγαπώ πολύ,

Η μητέρα σου.»

2 σχόλια:

  1. ΤΟ ΑΜΜΑΤΙΝ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΚΟΥΣ

    Τον άντραν της εθάψαν τον, την ίδιαν ημέρα,
    τζι’η Μαρικκού πιον σκέφκεται, πώς θα τα φκάλει πέρα,
    μ’έναν μωρόν εφτά χρονών, που δεν θά σιει πατέρα; .

    Η Μαρικκού με βάσανα, τζιαι πίκρες εν χορτάτη!
    Πριν πέντε χρόνια έχασεν, το έναν της αμμάτι,
    τζι’εν η καρκιά της με καμούς, πραγματικά γεμάτη!

    Τωρά η μοίρ’ αλύπητα, πάλε ξαναχτυπά την!
    Επήρεν της τον άντραν της, τζι’άφηκεν την σιειράτην,
    τζιαι μια ζωή με βάσανα, τζιαι πίκρες καρτερά την.

    Εις την ζωήν που βρίσκεται, αβέβαιη μπροστά της,
    τον γιον της τον Κωστάκην της, εν νάσιει πιον κοντά της,
    που πρέπει τούτη να σταθεί, ποδά τζιαι δα προστάτης.

    Τζι’αφόσον με τον Κώσταν της, μόνοι τους πιον εμείναν,
    επήεν τζι’έπιασεν δουλειάν, από τον πρώτον μήναν,
    εις το σκολείον του Κωστή, μέσα εις την καττίναν.

    Όμως ο γιος της, της λαλεί, τζιαι θέμα επιμένει,
    μπροστά στους άλλους μαθητές, να φέρνεται σαν ξένη,
    γιατί αντρέπεται να πει, μάνα του ότι ένει!

    Είπεν μανά αντρέπουμαι, πάρα πολλά για σένα,
    διότι οι συμμαθητές, ούλοι τους ως τον ένα,
    εν να λαλούν τούτη στραβή, εν μάνα μου εμένα.

    Η Μαρικκού πληγώθηκεν, μα όμως συνεχίζει,
    στο σπίτι τον Κωστάκην της, μ’αγάπην να φροντίζει,
    μα στο σκολείον έδειχνεν, πως δεν τον ηγνωρίζει.

    Επέρασεν η Μαρικκού, μαράζια μεν ρωτήσεις!
    Εσάριζεν, σφουγγάριζεν, σπίθκια επιχειρήσεις,
    τζιαι σπούδασεν τον τελικά, με σιλιες δκυο στερήσεις.

    Τζιαι ο Κωστής κάποια στιγμήν, εγνώρισεν την Ξένια,
    που πότ’ εν να την παντρευτεί, ήσιεν για μόνην ένοια,
    αμμά να πέψ’ αντρέπετουν, την μάναν του προξένια.

    Σιγά–σιγά την μάναν του, αρκέφκει τζιαι μισά την!
    Τα πλάσματα εν πλούσια! Το σπίτιν τους παλάτιν!
    Πως εν να πέψει μιαν στραβήν, προξένια μ’ένα μμάτιν!

    Αφού προβληματίστηκεν, τζι’αφού καλά το σκέφτην,
    τζι’αφού την Ξένιαν πράγματι, παράφορα ρωτεύτην,
    μόνος του την εζήτησεν, τζιαι τελικά παντρεύτην.

    Η μάνα κλαίει τζιαι πονεί! Που τον καμόν εκάει!
    Ο γιος της επαντρεύτηκεν, δεκαεφτά του Μάη,
    τζι’ούτε που της επέτρεψεν, στον γάμον του να πάει.

    Ο Κώστας επροόδεψεν, χωρίς κανένα ζόρι,
    έκαμεν με την Ξένιαν του, δκυο γιούες τζιαι μιαν κόρη,
    όμως η μάνα του να πα, έσσω του εν ημπόρει,

    Τα δκυο σου πόδκια είπεν της, έσσω μου εν θα μπούσιν!
    Μ’έναν αμμάτιν άμανα, ένθελω να σε δούσιν,
    οι γιούες μου τζι” κόρη μου, γιατ’εν να φοηθούσιν.

    Που το μαράζιν το πολλύν, λειώννει η καημένη,
    γιατί το ξέρει δυστυχώς, εν καταδικασμένη,
    στην νύφην τζιαι στ’αγγόνια της, να παραμείνει ξένη.

    Μέχρι που μιαν Κυριακήν, την πολλοπικραμμένη,
    ήβρεν την μια γειτόνισσα, ονόματι Ελένη,
    ανήμπορην να σηκωστεί, τζιαι μισοπεθαμμένη.

    Ελένη, εμουρμούρισεν, τζιαι λούθηκεν το κλάμα,
    στον γιον μου τον Κωστάκην μου, κάμνω σου τουν το τάμα,
    άμα πεθάνω τζι’ήστερα, να δώκεις τουν το γράμμα.

    Τζι’η Μαρικκού τ’άλλον πρωίν, πάει να ησυχάσει!
    Επέθανεν τζιαι θάψαν την, επήεν πιον να πνάσει,
    τζι’έπιαν τζι’ο γιος το γράμμαν της, τζι’αννεί το να δκιαβάσει.

    Εδκιάβασεν το μ’άμελλεν ο Κώστας να βοβώσει!
    Εγείνηκεν ανήμπορος, βελόνιν να σηκώσει,
    τζι’αν του καχίσκαν μασιαιρκάν, έν ήταν να την νώσει.

    Έγραφεν του η μάνα του, με λόγια πονεμένα,
    πάντα ελάλες με στραβήν, γιε μου εσού εμένα,
    μαν εδιερωτήθηκες, γιατ’είχα μόνον ένα!

    Τότες θα ήσουν γιόκκα μου, δύο χρονών τζιαι κάτι,
    που έπαιζες τζιαι κόντεψες, στου λάκκου τ’αλακάτι,
    τζιαι γύρισεν τζιαι σούφκαλεν, το έναν σου αμμάτι.

    Επήραμεσσε στους γιατρούς, τους πιο καλούς του κόσμου,
    γιατί εγιώ το θέλησα, μάρτυρας ο Θεός μου,
    να δώκω τόναν μου εγιώ, για νάσιει δκυο ο γιος μου.


    Χαμπής Αχνιώτης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΧΑΜΠΗΣ ΑΧΝΙΩΤΗΣ – ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
    https://www.youtube.com/watch?v=PbHD16DFF58
    Γεννήθηκε στο κατεχόμενο σήμερα χωριό Άχνα της επαρχίας Αμμοχώστου. Αγαπούσε πολύ τα γράμματα όμως όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο ο πατέρας του, του εξήγησε ότι δεν είχε τα χρήματα για να σπουδάσει κανένα από τα παιδιά του. Ήταν παιδί φτωχής οικογένειας έτσι ο Χαμπής αρκέστηκε να δουλεύει και να σπουδάζει ηλεκτρολογία διά μέσου αλληλογραφίας. Πολύ μικρός ακόμα θα μεταναστεύσει για την Αγγλία και αρχίζει να δουλεύει σε ψαράδικο. Του έλειπε όμως πολύ ο τόπος του, έτσι γρήγορα θα γυρίσει πίσω. Το 1966-68 θα υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία και παράλληλα θα μάθει την ηλεκτρολογία. Θα παντρευτεί το 1966 και θα αποκτήσει δύο γιούς, παράλληλα θα αρχίσει το γράψιμο θεατρικών έργων και λαϊκής ποίησης. Μετά την βάρβαρη τουρκική εισβολή θα θα καταφύγει αρχικά στο γειτονικό Δασάκι της Άχνας και εν τέλει στο Ζύγι. Η δουλειά του ήταν ηλεκτρολόγος.
    Ως συγγραφέας ο Χαμπής Αχνιώτης βραβεύτηκε πολλές φορές για τα έργα του στην Κύπρο και κυρίως από το ΡΙΚ. Σαν ποιητής και τσιαττιστής έλαβε μέρος σε πολλούς διαγωνισμούς στην Κύπρο και το εξωτερικό. Έχει εκδώσει 7 ποιητικές συλλογές. Ενώ είναι γνωστός ανά το παγκύπριο και όχι μόνο, κυρίως μέσω του ραδιοφώνου του LGR (Λονδίνο), του 1683 AM (Σίδνεϋ )και στην Αμερική. Πολλοί ομότεχνοι και ειδικοί έχουν επισημάνει το σπουδαίο ταλέντο του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή