"Γεννήθηκε στο Κάιρο το 1952. Εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια,
στην παρακμή μιας μεγάλης ελληνικής παροικίας. Η καταγωγή του, είναι από τα
νησιά της Σάμου και της Κάσου. Στην Ελλάδα ήρθε το 1963, στο μεγαλύτερο κύμα
επιστροφής των Ελλήνων της Αιγύπτου. Η μουσική που γράφει, έντονα αναφέρεται σ'
αυτούς τους τόπους καταγωγής του και κυρίως στον αέρα ενός ολόκληρου κόσμου
ελληνικού που περιπλανιόταν σε τόπους άλλοτε ιερούς, άλλοτε κοσμοπολίτικους της
κοντινής Ανατολής αλλά και σε βιώματα αυστηρά προσωπικά. Σταθερός και επίμονος στις συνεργασίες του με στιχουργούς, ερμηνευτές και
μουσικούς, δίνει ιδιαίτερο βάρος στα λόγια των τραγουδιών. Συνεργάζεται σχεδόν
αποκλειστικά τα τελευταία χρόνια με τον Θοδωρή Γκόνη και τον Μιχάλη Γκανά, που
οι στίχοι τους προέρχονται από μία μεγάλη ποιητική παράδοση ελληνική αλλά και ξένη.Το συγκρότημα με το οποίο ηχογραφεί και εμφανίζεται ζωντανά αποτελείται
από εξαίρετους σολίστ ανατολικών οργάνων και δυτικών, οι οποίοι συνηχούν στην ατμόσφαιρα αυτής της μουσικής και την καθορίζουν."prospero.com.gr
Στο Σου-μι-τζου κάποια βραδιά https://www.youtube.com/watch?v=1kDli1JAQyo
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Εκτέλεση: Νίκος Ξυδάκης - Γεωργία Νταγάκη ( Ντούτο )
Απόσπασμα από την εκπομπή " Eλληνες δημιουργοί " του Δεύτερου προγράμματος
της Ελληνικής ραδιοφωνίας,103,7, αφιερωμένη στον Νίκο Ξυδάκη 15/3/12. Μαζί
του οι: Δημήτρης Μπουζάνης (πιάνο), Μιχάλης Πορφύλης (τσέλο), Δημήτρης
Χουντής (σαξόφωνο), Γιώργος Διαμαντόπουλος (πλήκτρα) και Γεωργία Νταγάκη
(λύρα, τραγούδι).
INFO: Η Αρετή Κετιμέ γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1989 στην Αθήνα από γονείς Μεσολογγίτες. Σε ηλικία έξι ετών, ξεκίνησε μαθήματα σαντουριούδίπλα στον μεγάλο δάσκαλο Αριστείδη Μόσχο και σε ηλικία εννιά χρονών, ξεκίνησε μαθήματα πιάνου και θεωρίας στο Ωδείο Αθηνών. Μετά τον θάνατο του Μόσχου συνέχισε σπουδάζοντας κλασικό σαντούρι με την Αγγελίνα Τκάτσιεβα. Παρά το νεαρό της ηλικίας, η Αρετή, λόγω του μεγάλου ταλέντου της κατάφερε να γίνε γνωστή μέσα από τις πολύ πετυχημένες συνεργασίες της.
Μαμά κοίτα, τα Ημισκούμπρια Οι τρείς καμπαλέρος της avant-garde
Real Name: Δημήτρης Μεντζέλος (MC) Also Known As: Delta Mee (Δέλτα Μι) Πρύτανης (DJ): Real Name: Κώστας Κωστάκος Also Known As: Πύθων Μιθριδάτης (MC): Real Name: Μιθριδάτης Χατζηχατζόγλου Also Known As: Μιθριδά
Όταν οι ρίμες δεν ήταν δήθεν !!!!! OuraniaTestaverde
Tα Ημισκούμπριαείναι ένα
από τα σπουδαιότερα ελληνικά χιπ χοπ συγκροτήματα αποτελούμενο από τους: Δημήτρη Μεντζέλο, Μιθριδάτη και Πρύτανη. Το όνομα του συγκροτήματος
είναι όρος παρεΐστικος που όπως οι ίδιοι δηλώνουν χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που
μπορεί και ελίσσεται στις δύσκολες ώρες, σαν το "σκουμπρί".Ήταν φίλοι πολλά χρόνια κι έγραφαν στίχους για ό,τι τους ενοχλούσε γύρω τους.
Τα Ημισκούμπρια, όπως και
άλλα hiphop συγκροτήματα της εποχής, γνωρίστηκαν μέσω της
ραδιοφωνικής εκπομπής του Δ. Μεντζέλου στο SPACEFM το 1992 και ξεκίνησαν
να κάνουν μουσική το 1993. Το 1995 αποφάσισαν να εισέλθουν στη δισκογραφία.
Εκείνη την εποχή ψάχνοντας o
Πρύτανης για κάποιο studio
ηχογραφήσεων, σε μία συζήτηση που είχε με τον Νίκο Βουρλιώτη (συνάδελφος εκείνη την περίοδο του Μιθριδάτη στο
δισκοπωλείο Metropolis), ο
Νίκος προτείνει τον συνεργάτη του στους Goin' Through Μιχάλη Παπαθανασίου. Ο Μιθριδάτης είναι και πολύ
καλός σκιτσογράφος, φοιτητής της Καλών Τεχνών που λόγω της εμπλοκής
του με τα Ημισκούμπρια και της ανεξέλεγκτης ανόδου της καριέρας τους, δεν
κατάφερε ποτέ να αποφοιτήσει.
Τα Ημισκουμπρια έχουν ένα δικό τους label με τον αρχικό τίτλο HMI-REC που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε IMIZBIZENTERTAINMENT, το οποίο έχει συγκεντρώσει καλλιτέχνες
όπως τον Dr.Dreez (1997), τους Καβουροδεινόσαυρους
(1999-2001), τη Klikaria
(2000), τους Έτσι Ντε (2001-2005), τον B-Sykes (2005), τον DonFreaka (2012), τον StereoMike (2012) και τους ΤΡΙ.Π.Α. (2012).
Ημιζ - Μπραζίλ https://www.youtube.com/watch?v=P3_nSZnXy1A
Στο2:55 του Video Clip είναι και Τζένη Μελιτά. ΘΕΑ
Ημιζ - Ο Μοναχός (live edit)
https://www.youtube.com/watch?v=JWUcZtPMiPg
γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύσαμε στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε.
Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα.
Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας;" ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
https://www.youtube.com/watch?v=IsYbuqHVh_k
Ζήνωνος https://www.youtube.com/watch?v=xLld0QLRmLM Στίχοι-Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης Πρώτη Εκτέλεση: Αλκίννος Ιωαννίδης
«Για μένα η μουσική ήταν πάντα υπόθεση σχέσεων. Βαριόμουν τη
συνεργασία με μουσικούς που όλη η σχέση μας ήταν απλώς η συνάντηση στο
στούντιο. Εμένα με ενδιαφέρει να κάνω μουσική με φίλους, με παρέες, με
ερασιτέχνες. Η χαρά του να προετοιμάζουμε κάτι είναι σπουδαιότερη από
το να το παρουσιάζουμε. Οταν λοιπόν σταματά να υπάρχει αυτή η
συντροφικότητα σε μια ομάδα, δεν έχει πια κανένα νόημα και δεν έχω και
καμιά όρεξη να κάνω μουσική μαζί της. Εγώ πιστεύω μόνο στη χημεία των
ανθρώπων. Αν δεν υπάρχει χημεία, δεν υπάρχει και κανένα νόημα».Συνέντευξη στο Γιάννη Ζουμπουλάκη «Το Βήμα».
" Η ζωή του μοναδικού αυτού καλλιτέχνη μέσα από την ματιά της Αγγελικής Αριστομενοπούλου. Μια
ταινία για εναν μουσικό που με τους στίχους του σημάδεψε την εναλλακτική
ροκ σκηνή της χώρας μας. Ο Γιάννης Αγγελάκας ξεκίνησε το μουσικό του
ταξίδι την δεκαετία του 80 και ως σήμερα η ποίηση του παραμένει το ίδιο
επίκαιρη. Η ταινία τον ακολουθεί στην καθημερινότητά του. Θίγει μέσα από
τη ματιά του το πολιτικό αδιέξοδο της χώρας, τον τρόπο που διαμορφώνει
την πραγματικότητα η τηλεόραση και αναζητά τη διέξοδο από τις πόλεις
προς τους αγαπημένους τόπους που εγκαταλείψαμε. Στα 2 χρόνια που
διήρκεσαν τα γυρίσματα, βλέπουμε τις μουσικές συναντήσεις με τους
συντρόφους του και την εξέλιξη των μουσικών διαδρομών τους μέσα από μια
αναζήτηση στα ακούσματα της παιδικής τους ηλικίας, το ρεμπέτικο, τα
ηπειρώτικα πολυφωνικά, τις κρητικές μελωδίες.". ddionisis
Σιγά μην κλάψω ( Live Αγγελάκας & Επισκέπτες)
http://www.youtube.com/watch?v=cipxhUl5olE
Στίχοι-Μουσική-Ερμηνεία: Γιάννης Αγγελάκας
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1957 στον Πειραιά. Η καριέρα της ξεκίνησε το 1979 όταν έγινε μέλος στην Οπισθοδρομική Κομπανία, μια μπάντα φοιτητών που έπαιζαν ρεμπέτικα και λαϊκά, ερασιτεχνικά, σε διάφορα κέντρα της Αθήνας. Συνεργάστηκε με πολλούς και σημαντικούς συνθέτες όπως ο Μαμαγκάκης, ο Σαββόπουλος, ο Αντώνης Μιτζέλος, ο Νίκος Ζούδιαρης, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Πορτοκάλογλου, ο Ara Dinkjian κ.ά. Έχει εμφανιστεί με μεγάλη επιτυχία σε διεθνή φεστιβάλ του εξωτερικού και έχει περιοδεύσει σε πολλές χώρες όπως η Ισπανία, το Μεξικό, η Αγγλία, η Γερμανία αλλά και η Αυστραλία.
Οι Kiss Μαδιάμ είναι μια λαϊκή τετραμελής ανδρική μπάντα που κατάφερε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής Tv. Είναι οι μεγάλοι νικητές του Ελλάδα έχεις Ταλέντο (2009). Δεν αποκάλυψαν ποτέ τα πραγματικά τους ονόματα, την ηλικία τους, ενώ ήταν πάντα βαμμένα τα πρόσωπα τους με make up όπως ακριβώς και το πρότυπό τους οι KISS. Οι Kiss Μαδιάμ έπαιρναν δημοφιλή ξένα τραγούδια αλλάζοντας τους στίχους και μετατρέποντας τους σε εύθυμο και σατιρικό άκουσμα. Μερικά από τα τραγούδια τους είναι το "Dolce Gabbana" (βασισμένο στο "Baila Morena"), το "Διακοπές" (βασισμένο από το θρυλικό "Holiday" των Scorpions), και το "Πρόβατο" (βασισμένο στο Hotel California των Eagles). Έκανα και ένα cd single.
Kiss ΜαΔιαΜ
https://www.youtube.com/watch?v=HjhzVzL04pY
"Είμαστε οι kiss madiam κι αν έχετε μικρά παιδιά.... αφήστε τα να βλέπουν!"
Μαδιάμ ήταν η χώρα των Μαδιανιτών τους οποίους οι Ισραηλίτες
εξόντωσαν και κατέστρεψαν τις πόλεις τους (Κριταί κεφ. ΣΤ'-Ζ) και από
αυτή την λαίλαπα βγήκε η φράση τα έκανε γης Μαδιάμ
"Το καλοκαίρι του 2009 μαζευτήκαμε σε ένα ικαριώτικο μεζεδοπωλείο μια Κυριακή μεσημέρι και μετά από κάποια ώρα, ανεβήκαμε στο πάλκο και παίξαμε γνωστά τραγούδια. Επειδή ο ήλιος μας στράβωνε, φορέσαμε γυαλιά ηλίου. Ξαφνικά όλο το μαγαζί φόρεσε γυαλιά ηλίου και φώναζαν "Οι Αόματοι" και έτσι και έμεινε." Γιώργος Μίχας
"Τους γνωρίσαμε μέσα από το "Ελλάδα έχεις ταλέντο". Η μουσικη τους, που είναι ένα μείγμα ρεμπετολαικορέγγε, σίγουρα είναι ικανή να ξεσηκώσει τους ακροατές. Το όνομα προέκειψε εντελώς τυχαία. Πηγή: gr8media.gr
Κυριακή στην παραλία( Home Edition )
http://www.youtube.com/watch?v=ISNnPcPwTdc
Καλοκαιρινές Ιστορίας από τους Aommatoi Productions
Κυριακή στην παραλία ( Mμμ Μμμ Μμμ Μμμ ) Πήραμε τα μπρατσάκια μας και τα σωσίβιά μας
την Κυριακή πρωί-πρωί με τα κουτσούβελά μας
ξεκίνησα να οδηγώ να πάω παραλία
μπήκα στην Αττική Οδό κι ώρα ήταν μία
σαν πλήρωσα διόδια και γκρίνιαζε η γυναίκα
είδα μπροστά μου μια ούρα έγινα σαν το Πρέκα
Φτάνω πληρώνω είσοδο 50 ευρουλάκια
και άλλα 20 μετά καφέ και πατατάκια
άραξα στην ξαπλώστρα μου λιγάκι να μαυρίσω
να πάρω χρώμα μπρούτζινο και μαύρος να γυρίσω
πάω να μπώ στη θάλασσα και αχινό πατάω
και μακροβούτι έκανα και τσούχτρα πάω πάνω
Σκάει ο μαύρος με CD και παίρνω χαλασμένο
δαγκώνω ένα λουκουμά φεύγει το σφραγισμένο
ρακέτες παίζουν τα μικρά η μπάλα σκάει στη μύτη
μαζεύω τις πετσέτες μου και φεύγω για το σπίτι
στο δρόμο πάλι κίνηση μου άναψε το αμάξι
και την "Express" εκάλεσα να ΄ρθεί να μου το φτιάξει
Σμυρναίικη Σχολή (Παν. Τούντας, Βαγ. Παπάζογλου) αποτελεί
γέφυρα της πρώιμης ρεμπέτικης περιόδου (1890-1922) και της κλασσικής
περιόδου (1922-1940). Αναπτύσσεται στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της
Σμύρνης, με τα «Καφέ Αμάν» και τα «Καφέ Σαντάν». Χρησημοποιούν κυρίως
σαντούρι, μαντόλες και βιολί, ρυθμοί εννιάσημοι (καρσιλαμάς,
ζεϊμπέκικο).
Πειραιώτικη Σχολή του κλασικού
ρεμπέτικου (1934-1937) (Βαμβακάρης, Μπάτης, Δελιάς, Παγιουμτζής),
καθιερώνει το μπουζούκι και το μπαγλαμά (Ζεϊμπέκικο, χασάπικο).
Ο
Γιώργος Παπαστεφάνου μας ταξιδεύει στις περιοχές όπου γεννήθηκε και
άνθισε το ρεμπέτικο τραγούδι.
https://www.youtube.com/watch?v=yYzGQQl9Gcg
H ιστορική διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, 63 χρόνια πριν, 31η Ιανουαρίου 1949. Καθημερινή της Κυριακής.φωτογραφίααπό το panagiotisandriopoulos.blogspot
"Θα ήθελα
προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε
θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με
σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με
κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού
της πόλης.[..].Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια
επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά,
είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει
δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’
αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και
ποιοτική εξέλιξη του είδους.
..Οι κύριοι αυτοί
αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική
ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας
ολάκερης εποχής. [..] Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα
του B΄ παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και
μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που
δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας
μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και
στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί,
σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη,
μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό.
..Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη
στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να
ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που
αναφέραμε πιο πάνω ως κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα
σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα
αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει
η θεματολογία του. Eπαναλαμβάνω
- ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του
προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την
πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα
ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το
μεταχειρίζεται.
Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το
ελληνικόν του είδος.[..]. Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι
συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα
από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του. Το ρεμπέτικο κατορθώνει με
μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη
σύνθεση μέχρι την εκτέλεση.[..]. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω
στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον
χασάπικο και τον σέρβικο.[..] τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής
το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί
και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν
υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει
πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατιά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με
μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το
κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή;"
Λιάβας Λάμπρος, Το Ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950, εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2009, Ολόκληρη η ομιλία στο elwikipedia
Το παράπονο του ξενιτεμένου - Σαν απόκληρος
http://www.youtube.com/watch?v=5Ftvb635Q_U
Στίχοι-Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης Εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου
Άλλες εκτελέσεις: Άννα Χρυσάφη, Λουκάς Νταράλας Στέλιος Καζαντζίδης
" H μισή Ελλάδα σε ένα βίντεο.. "
TheGreenramone
Το 1970 ο Μάνος Χατζιδάκις στην Αμερική, συναντά για πρώτη φορά την Φλέρυ Νταντωνάκη ακούγοντας τη φωνή της
εντυπωσιάστηκε· ηχογράφησαν στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη μια σειρά από
κλασικά ρεμπέτικα των Τσιτσάνη, Μάρκου Βαμβακάρη κ.ά. Πολλά χρόνια αργότερα, η ηχογράφηση αυτή κυκλοφόρησε ως δίσκος με τίτλο Η Φλέρυ Νταντωνάκη στα Λειτουργικά του Μάνου Χατζιδάκι και αποτελεί την τελευταία δισκογραφική ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα
ρεμπέτικα τραγούδια.
Η "Χιώτισσα" του Βασίλη Μιχαηλίδη είναι ένα εκτενές ποίημα 419 στίχων που γράφτηκε γύρω στο 1895 και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1911. Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Χιώτισσα Ελένη η οποία και αφηγείται η ίδια την περιπέτεια της. Η Ελένη καταγόταν από τη Χίο και Τούρκοι την άρπαξαν από το σπίτι της και την πούλησαν σε ένα χαρέμι ενός Τούρκου Μπέη στη Λεμεσό. Μια μέρα όμως κατάφερε να δραπετεύσει από την τούρκικη αυλή και βρέθηκε ντυμένη σαν γριά ζητιάνα στην Αγία Νάπα. Μία καλή Τουρκάλα η Κιουλσαπά την περιμαζεύει στο σπίτι της μαζί με άλλες σκλάβες και την βοηθά να κρυφτεί. Ο σύζυγος της Τουρκάλας μαθαίνει ότι έχει φανεί το καράβι του αδελφού της και έτσι η Ελένη μαζί με μία ακόμη Ελληνίδα σκλάβα από τη Χίο θα σάλπαραν προς την ελευθερία.
Αντάν εκόψαν τους Δεσποτάες Μες’ σ’ κ` είν τα βάσανα τα πολλά, πούρταν καμπόσοι Αρναουτάες στην Λεμεσόν με το Χατζιαλάν κ`’ είχαν τον μαύρον Χάρον μιτά τους κ`’ ο κόσμος έτρεμεν τάρματά τους, πούτουν οι τόποι νεκατσ`ιασμένοι κάθε καντούνιν κ`αι μαχαλλάς κ`’ ήτουν στα σπίδκια τους τρυπωμένοι που τα σουρούπκια του φού οι λάς,
10
πάνω στην βράσην κ` είν’ του θανάτου εις της Αγιάνναπας την μερκάν τα λιοβουττήματα ‘νού Σαββάτου πώξω μιας πόρτας είχ`εν μιάν ρκάν δκιακονητίναν κ`’ επαρακάλεν με την βραγνήν της φωνήν κ`’ ελάλεν: -Κάμε, κ`υρά μου, το ψυχ`ικόν σου κ`’ εμέν τανήμπορου του μιστού, να σου χαρύν’ ο Θεός το φώς σου κ`ι’ άς έν για τώνομαν του Γριστού.
20
Ευτύς αννοίει κ`αι πος`κ`επάζει πώναν πορτίν του παναθυρκού πουπανωθκιόν της κ`ι’αναστενάζει σγιάν την αγ`γ`έλισαν μια Τουρκού. Θωρεί την ρκάν κ`αι πάλε θωρεί την κ`αι με το νέψιμόν της καλιεί την. Η ρκα εβώβωσεν στην θωρκάν της κ`’ έν είπεν λόον ποκ`εί κ`αι κ`εί, γιατ’ είδεν άρπα την ομορφκιάν της κ`’ εστάθην κ`’ έμεινεν ξηστηκ`ή.
30
Αναστενάζ’ η Τουρκού παππέσσω κ`’ είπεν περίλυπη σιανά: -Βουράτε, σκλάβες, φέρτε την έσσω τούν την Ρωμαίσσαν πού δκιακονά. Κ`’ ευτύς οι σκλάβες με την χαράν τους βουρούν, κ`’ εφέραν την στην κ`υράν τους. Ότι κ`’ εστράφησαν κ`’ εσταθήκαν κ`’ εκαρτερούσασιν να τους πή, μ’ έναν της νέψιμον εχαθήκαν άψαν κ`’ εσβήσασιν σγιάν στραπή.
40
Πριχού ν’ αρκέψη να πή το πείν της η πληξημιά η Τουρκού στην ρκάν, το κλάμαν έπνιξεν την φωνήν της κ`αι πκιόν δεν είχ`εν παρηορκάν. Αννοίει η ρκά κ`αι παρηορά την κ`ι’ ούλα την μάναν της αρωτά την: -Είντα ‘χ`εις, κόρη μου, πικραμμένη κ`’ έχ`εις τα μμάδκια σου ποταμούς; πέ μου κ`αι μεν πής πως είμαι ξένη· δεν έχ`ει πλάσμαν δίχως καμούς.
50
Μέσ’ στούν τον κόσμον, κόρη μου, ζ`ούμεν κ`’ έχομεν ούλλοι μας το γραφτόν· που την βουλήν του Θεού να βκούμεν δεν είναι, κόρη μου, βουλετόν. Έχουμεν ούλλοι δικούς θαμμένους· ο Χάρος πκοιούς δεν έχ`ει καμένους; Ή πλήξη πώπαθεν η καρδκιά σου σφάζει κ`αι Τούρκον κ`αι Γρισκιανόν· θέλω να μείνω κόμα μιτά σου κ`’ ας πα’ να χάσω το Σπερινόν.
60
Περίτου άψασιν τα λαμπρά της, περίτου η πλήξη την συμπουρκά, περίτου έκρουσεν η καρκιά της απού τα λόγια πούπεν η ρκά. Κ`αι σαν αρνάδα ωεροκαμένη ππεφτει στο στήθος της ρκάς κλαμένη κ`ι’ αρκ`εύκει φίλημαν του σταυρού της κ`’ η σκοτωμένη της η φωνή κρυφή εξέβηκ`εν του λαιμού της: -Άχ! είμαι, θκειούλλα μου, Γριστιανή.
70
-Πάψε τα δάρκα σου, πκιον κανέι σε πάνω στες βούκ`κ`ες σου να κ`υλούν κ`αι πέ μου, κόρη μου, πόθθεν είσαι κ`αι τώνομάν σου πώς το λαλούν. -Από την Χίον την μακ`ελλεμένην κ`αι τώνομάν μου λαλούν μ’ Ελένη. -Κ`αι πκοιοί, κορούλλα μου, σ’ ετουρκ`έψαν; κ`αι πκοιοί σου κάμαν τούν’ το κακόν; γονιούς δεν είχ`ες, κ`’ εν σε γυρέψαν; μαγκου δεν είχ`ες μακροδικόν;
80
-Κ`αι που εν κ`είνος ο νούς, α θκειούλλα, κ`αι κ`είν’ η όρεξη κ`’ η ζωή, κ`αι που εν κ`είν’ η γερή καρτούλλα πων να τα πή κ`αι να μέν ραή· θωρώ νεκρούς ‘κόμα ομπροστά μου· κ`’ εν ο βασμός ‘κόμα μέσ’ στα φκιά μου· ήτουν της σόρτας μου, θκειά, κ`’ εμέναν να δώ την Χίον μου μακ`ελλειόν, να ππέσω δίχως γονιούς στα ξένα κ`αι να με τρώη το νεκαλειόν.
90
Η Τρίτη εν μέρα καταραμένη κ`’ ήτουν η μέρα τούν’ του κακού κ`’ είμαστον έσσω μας τρυπωμένοι απού τον φόον του μαχ`αιρκού· κ`αι με τον φόον εις την καρκιάν τους οι λας εβκήκαν εις την δουλειάν τους. Που τον κ`αιρόν της Λαμπρής που κάμαν κ`ειν ταλλησμόνητον μακ`ελλειόν που τότες έν μας λείπει το κλάμαν· πάντα με πίκρες κ`αι νεκαλειόν.
100
Κ`είν’ την ημέραν κ`αι κ`είν’ την ώραν που γίνην πάλε τούν’ το κακόν αρφός μου ήτουν έξω στην Χώραν κ`ι’ ο κ`ύρης μούτουν εις το χωρκόν κ`’ οι Τούρκ`οι έξω αρματωμένοι εκαρτερούσαν τριβικ`ιασμένοι· Εγιώ κ`’ η μάνα μου οι πικραμμένες είχαμεν πάντα παραγ`γ`ελιάν κ`’ ήμαστον έσσω ρωμανισμένες προσκολισμένες εις την δουλειάν.
110
Εγιώνη επότιζα τα καβάκ`ια κ`’ ήτουν το χώμαν πολλά σκλερόν κ`’ είχαν κ`αι σύρτην πολλήν ταυλάκ`ια κ`ι’ ούλλον κ`’ εστ’αλωνεν το νερόν· κ`’ ήμουν βκιαστή κ`αι δισπιρκασμένη κ`’ ήμουν δρωμένη κ`αι ποσταμένη· η μάνα μώθεν να ξηντιλήση του πιθαρκού τον καταστατόν κ`’ επεριπκοιέτουν ν’ ανανακ`ινήση νάκκον προζύμιν για ζυμωτόν.
120
Θεέ μου, μεν δώκης έτσι σόρταν! κάλλιον το πλάσμαν να μέν πλαστή: Ακούω μιάν πουμπουρκάν στην πόρταω κ`αι ππέφτ’ η πόρτα χαμαί σωστή κ`αι μ’έναν βρύχος κ`’ έναν χωχώιν εδωκεν έσσω το Τουρκολόιν. Εγιώ τιτσίρα, μεσοντυμένη, που την πολλήν μου την αντροπήν έμεινα μεσ’ στα δέντρα χωσμένη κ`’ είχα τα μμάδκια μου σαν στραπήν.
130
Επεριπκοιούνταν να μπούν να σφάξουν να μπούν ν’ αρπάξουσιν, κ`αι πριχού που την αυλήν κόμα να δκιαλλάξουν έμπην της πόρτας κατά λαχού αρματωμένος ευτύς ο αρφός μου κ`ι’ ούλλα που νάμπηκεν ο Θεός μου. Λαλεί τους-Τούρκ`οι, σταθήτε πίσω· αν ηδκιαλλάξετε ας`κ`ελλιάν εν να βουττήσω να σας μελίσω· κ`αι κ`είν’ επαίξαν μιάν πιστολιάν.
140
Ότι κ`ι’ ακούστην η πιστολιά τους ευτύς σκουλλίζει τον ο θυμός κ`’ επλατυδκιάστηκ`εν ομπροστά τους κ`’ εγίνην κόκ`κ`ινος κ`αι χλωμός κ`αι θαμπωμένος απού το γαίμαν άρκ`εψεν πόλεμον κ`’ επολέμαν· τάρματα πκιόν εστραφτοκοπούσαν, επουμπουρίζαν οι πιστολιές κ`αι τα κορμιά εκουτρουμπελλούσαν κατακομμένα που τες ππαλιές.
150
Έτυχ`εν ένας να με πεισκάση κ`’ έρκετουν ούλλα τον ποταμόν, ούλλα τον σίφφουναν να με πκιάση κ`’ εφώναξα του με τον θυμόν: -Φύε, παράπλασμαν, μέν με πκιάσης, φύε κοντά μου μέν κοστερκάσης. Έβλεπου πάνω μου μεν δικλήσης γιατι στραώννει σε ο σταυρός. Έβλεπου πάνω μου μέν τανύσης, γιατι μεινείσκεις ευτύς λορός.
160
Σύρνω την τσάππαν μου πηλωμένην να τον ηρτώσω μεσ’ στα μυαλά μα κ`είνος έρριψεν με φυρμένην με μιαν γροθκιάν του μεσ’ στα πηλά. Δεν είχα μάναν, δεν είχα κ`ύρην μήτε κανέναν να με ποφύρη κ`αι πκιόν δεν ένωθα, θκειούλλα, τάξην· έμεινα τέλεια σαν την νεκρήν· ήτουν καλλιόν μου νείεν με σφάξη παρά να ζ`ώ ‘τσι ζωήν πικρήν.
170
Ύστερα, πώφερα τα μυαλά μου, άκουσα τούρκ`ικ`ην συντυχ`ιάν· είδα Τουρκούδες πολλές κοντά μου κ`’ εφόρουν τούρκ`ικ`ην φορες`ιάν· τούρκ`ικον σπίτιν, τούρκ`ικα ούλλα, που νείεν μεν είεν πλαστώ, θκειούλλα. Γυρέυκω; έλειπεν ο σταυρός μου, πούχα κρεμμάμενον στον λαιμόν. ‘Αχ! είπα· αρνήθην με ο Χριστός μου κ`αι πκιόν εγύρευκα σκοτωμόν.
180
Γύριση μέρα πρίν να χαράξη, πριχού να κράξουν οι πετεινοί, κ`αι κόμα πλάσμαν πρίν να δκιαλλάξη μεσ’ σ’ κ`είν την Χώραν την σκοτεινήν, με τουν τον μπέην, πού να λορώση, παίρνουν με κάμποσες κ`αι καμπόσοι σ’ έναν καράβιν σαρπαρισμένον κ`’ ηύρεν τον άνεμον περισσόν κ`’ ευτύς ελάμνισεν το κλεισμένον κ`’ ήρταμεν ις`α στην Λεμεσόν.
190
Πάσκισε, θκειούλλα μου, να γλυτώσω κ`αι σαν να χτίζης μιάν εκκλης`ιάν. -Μπορώ το γαίμαν μου να χ`ονώσω, μα δεν σε ‘φήννω μεσ’ στην Τοθρκ`ιάν· μπορώ τον κόσμον να τον χαλάσω, για ναύρω τρόπον να σε ποσπάσω. -Νά, δκυό γρουσά ν’ άψης δκυό λαμπάες στην Παναγίαν κ`’ εις τον Χριστόν· κάμε παράκλησην με παπάες να βοηθήσουν να ποσπαστώ.
200
Βκαίνν’ η γερόντισσα, πκιάννει στράταν κ`αι μπαίνν’ ο Μπέης με μιάν Τουρκούν κ`υπαρισσόκορμην, μαυρομμάταν, μεσόγλωμην κ`αι στεγνοβουκκούν. Θωρεί την καλήν του δαρκωμένην· στα γόνατά της πουκουππισμένην. Λαλεί της: Είντα ‘χ`εις, Κιουλσαπά μου, κ`’ είσαι κλαμένη πάλε τωρά; Που τον κ`αιρόν που σ’ έχω μιτά μου, δεν είδες στάξην κ`ι’ εσού χαράν.
210
Έχω σε μεσ’ στα γρουσά χωσμένην, είσαι χωσμένη μεσ’ στα καλά είντα ‘χ`εις κ`’ είσαι πάντα κλαμένη κ`αι η μουτσούνα σου δεν γελά; Αν έχ`εις τίποτε που σε λείπει, πέ μου· γιατί να σε τρώη η λύπη; Αν πής που σκλάβες; έχ`εις βριμίδιν· αν πής που σκλάβους; έχ`εις κοπήν· αν πής που ρούχα, που στολίδιν; έχω σου στοίβες, δεν θέλω πείν.
220
Εσέν ‘πο ούλλες σας, Κιουλσαπά μου, ήρτεν η σόρτα σου βολικά κ`’ έππεσες άρπα στα μερτικά μου για να δκιαβαίννης βασιλικά. Είντα κακόν εν τούτον μιτά σου κ`’ έν ημπορεί να χαρή η καρδκιά σου; αν τύχ`η κ`’ είπεν καμμιά Ρωμαίσσα πως έχ`εις Τούρκον να σ’ αγαπά κ`αι η καρδκιά σου κρούζη που μέσα, πέ μου το, μεν κρυφτής, Κιουλσαπά.
230
Κάμνω να κλάψουν ευτύς μανάες, τον κόσμον κάμνω τον γερημιάν· στήννω σου πύρκους με κ`εφαλάες, στήννω σου κάστρα με τα κορμιά· κάμνω σου θάλασσαν με το γαίμαν ευτύς σ`αι βρίσκω πκοιός εν το θέμαν. Κ`ι΄αν θέλης, σφάξε τον μανιχ`ή σου, αν θέλης, κάψε τον ζωντανόν, αν θέλης, μέλισ’ τον απατή σου, ναύρης σιούρκασην κ`αι παμόν.
240
-Μούλλωσε, μεν μου πής παραπάνω· δεν θέλω φόνους κ`αι μακ`ελλειά· ακούω κ`’ έν μπορώ νανασάνω· βρίξε πκιόν π’ε μου για τα παλιά. Εμέναν άλλος εν ο καμός μου: ζ`ούν οι γονιοί μου κ`αι ζ`ή κ`ι’ ο αρφός μου; -Ο ένας, έν-ι-ξέρς, ο γονιός σου· να πώ το ψέμαν είντα φελά; όμως η μάνα σου κ`ι’ ο αρφός σου ζ`ούσιν κ`ι’ οι δκυό τους κ`’ έν κ`αι καλά.
250
Τούτ’ η χανούμισσα η νιώτατη ήτουν κλαμένη μεσ’ στα στενά, που τον αγάν της ήτουν φευκάτη κ`αι για να μεν μείνη να πεινά, άησ’ την έσσω να ζ`ή μιτά μας, νάν με τες άλλες σκλάβες κοντά μας. Τότες ο Μπέης δειπνά κ`αι φεύκει κ`αι πάει έσσω του Χατζ`αλά κ`αι η χαρά του κ`εί περισσεύκει, γιατ’ ήτουν φίλοι κ`’ οι δκυό πολλά.
260
-Τότες ρωτά η κ`υρά την ξένην μισοκλαμένη κ`αι σιανά πως την λαλούσιν κ`αι πόθθεν ένι κ`αι πως ευρέθην μεσ’ στα στεν’α. -Μεν μ’ αρωτάς, κ`υρά μου, κ`’ η καμένη είμαι πολλές πίκρες ποτισμένη. Είμαι νωστάρμαστη με τρείς άλλες μ’ έναν κ`’ οι τέσσερεις ασκερλήν κ`’ ελοοφέραμεν τες προάλλες κ`αι το κακόν εγίνην πολλύν.
270
‘Εχ`ει που τότες καστιορούν με κ`αι μέραν νύχταν ξητιμασιές· ό,τι κ`αν τύχ`η κακολοούν με· η φάκκα πάνω της Αϊς`ές. ‘Αννοιξα κ`’ εβκήκα γιάλι γιάλι κ`’ έπκιασα στράταν κ`ι’ όπου με βκάλη. Είμαι, χανούμγκατη, που την Χώραν κ`αι που γενιάν κ`αι σόρταν καλήν· που νείεν κάψ’ ο Θεός την ώραν που εγεννιούμουν εις το σελλίν.
280
Ήρτεν η Πέφτη κ`αι, πρίν σιγράση, τριβικ`ιασμέν’ η Τουρκού σ`κ`υφτή θωρεί π’ αππέσω που το καφάσιν κ`’ η ρκά χαρούμενη κ`αι βκιαστή έρκετουν έσσω της ‘σκομαχώντα. Πέμπει τες κλάβες ευτύς βουρώντα κ`αι πάν κι’ εφέραν της την κοντά της. Κ`’ είδαν πως ένεψεν την κ`υράν κ`’ ευτύς εφύασιν π’ ομπροστά της κ`’ αρκέφκ’ η ρκά γεμάτη χαράν:
290
-Ήρτεν, Ελένη μου, ο αρφός σου κ`’ εκούκ`κ`ισά του τα μια χαρά κ`’ εσυνορκ`ιάσαμεν τον φευκόν σου κ`’ εν το καράβιν κ`αι καρτερά. Άρκοψες νάσαι συνορκ`ιασμένη, νάσαι σασμένη, περιποιμένη, κ`’ εν να σου φέρω κ`’ εν να φορήσης, ρούχα τους ναύτες μιάν φορησ`ιάν, να βκης μιτά μου να μου κλουθήσης εις τον γιαλόν σε μιάν εκκλησ`ιάν.
300
Η Αϊς`έ, π’ ακούει χωσμένη που την αρκήν ως την υστερκάν, χ`ονώννετ’ έσσω σαν πελλαμένη κ`αι βάλλει μιαν φωνήν εις την ρκάν: -Εις τον Χριστόν μας κ`’ εις τα παιδκιά σου, να φέρης δκυό φορης`ιές μιτά σου· λαλούν με Άνναν κ`’ είμ’ αρπαμένη από την Χίον, κ`αι ταπισών είμαι η άχαρη πουλημένη κ`αι γορασμένη στην Λεμεσόν.
310
Κόρη μου, σφάζουν μας σαν αρνάες· βρίξε, για όνομαν του Θεού. Δεν είδες, κόρη μου, οι Δεσποτάες είνταν πωπάθασιν κ`ιαμπροού; Βλέπεστε, κόρη μου, με τον νούν σας, να μεν πολλύνετε τους καμούς σας. Εγιώ ‘ν να φύω κ`’ εσείς σαστήτε· να μεν σας νώση η μιά σας μερκά, αν πεθυμάτε να ποσπαστήτε. Είπεν τους. Κ`’ έφυεν πκιόν η ρκά.
320
Άρκ`εψαν πκιόν να περιποιθούσιν κ`αι τους αγιούς να τάσσουν κ`ερκά κ`αι τους αγιούς να παρακαλούσιν, για νάρτ’ η ώρα πων νάρτ’ η ρκά. Ήρτεν ο μπέης κ` ενέην έσσω Κ`’ είδεν την κ`ι’ άψεν ευτύς π’αππέσσω. Λαλεί-χαίρ ολλα, Κιουλσαπά μου! θωρώ τα χ`είλη σου γελαστά, είσαι χαρούμενη κ`’ η καρδκιά μου που την χαράν φτεροπετά.
330
Πάλ’ εν να γράψω για τους γνιούς σου, πάλ’ εν να μάθω κ`αι να σου πώ, να σε ποσπάσω που τους καμούς σου να μ’ αγαπάς κ`αι να σ’ αγαπώ. Ψής κ`ι’ ο παρ’αδεισος εν ομπρός μου κ`ι΄ο κόσμος ούλλος ψής κ`’ εν δικός μου. Έδκιουν το γαίμαν μου να ξεννοιάσης να σου γυρίσ’ η πλήξη χαρά, για να σε δώ να χαμογελάσης. για να σε δω σαν είσαι τωρά.
340
Είδα σε κ`ι’ άννοιξεν η καρκιά μου· ποττέ μου δεν είδα έτσι χαράν· θέλω να χ`αίρεσαι, Κιουλσαπά μου, να σ’ εύρω κ`ι’ άρκοψες σαν τωρά. -Ένας Θεός ηξέρει που πάνω· μπορεί να χ`αίρουμαι παραπάνω· μπορεί να χ`αίρουμ’ εγιώ περιτού· μπορεί να πλήσσης εσού πολλά· στον κόσμον γένεται η βουλή του κ`είνου ταθώρητου στα ψηλά.
350
‘Ο,τ’ εν γραφτόν σου κ`’ εσέν κ`’ εμέναν απού τον Πλάστην μας εν δεχτόν· για νάν’ ο άθρωπος πάντα έναν εν εν, Αλή (μ)πεη, βολετόν. -Τούτα τα λόγια σου τα μελένα που την καρκιάν σου εν εβκαρμένα· κ`’ εν ούλλον δίκ`ιον κ`αι μετρημένος ο κάθε λόος σου που λαλείς. Κ`ι’ ευτύς χαρούμενος κ`ι΄αππωμένος δειπνά κ`’ εξέβηκ`εν ο Αλής.
360
Γύριση μέρα λαλεί: σαστήτε ούλλες οι σκλάβες τα δειλινά να πάτε νάκκον να δκιανευτήτε εις τα περβόλια κ`’ εις τα οτενά. Παρασκ`ευκήν ημέραν εν’ κρίμαν νάσαστον έσσω σαν μεσ’ στο μνήμαν. Εσού, Αϊς`ιέ, να μεν πας μιτά τους· με τουν’ τα ρούχα σου δεν φελάς κ`αι δεν ταιρκάζουν με τα δικά τους, να μεν αντρέπουνται που τους λάς.
370
Ήρτεν το δείλις κ`’ οι σκλάβες πάσιν να δκιανευτούσιν κ`αι να χαρούν κ`αι κ`είνες πόσσω που το καφάσιν θωρούν την στράταν κ`αι καρτερούν· κ`΄είχαν χαράν κ`’ εστενεχωρκούνταν κ`’ απού τα χ`αίρουνταν εθαρκούνταν πως ήτουν Πάσκαν τους κ`είν’ η μέρα, πως ήτουν ζάχαρης οι καμοί κ`ι’ απού τα ‘δέ κ`ι΄απού τα καρτέρα πως ήτουν γρόνος η σταλαμή.
380
Βουττά ο ήλιος κ`’΄η ρκά εφάνην κ`’ αντάν την είδασιν πκιόν την ρκάν, σγιάν να ποσπαστήκαν με φερμάνιν απού την μαύρην κρεμμασταρκάν. Έρκεται κ`’ εμπήκεν ποσταμένη, δκιά τους τα ρούχα τρεμουσ`ιασμένη κ`αι-“Γληοράτε, βκιαστήτε νάκκον, να βκούμεν έξω με το καλόν κ`αι καρτερούν μας άλλοι στον λάκκον κ`ι’ άλλοι στην βάρκαν εις τον γιαλόν”.
390
Ότι κ`’ εντυθήκαν κ`’ εξεβήκαν τέσσερ’ ας`κ`έλλια κ`’ έναν κ`αιρόν εις την Μητρόπολην ευρεθήκαν κ`’ ελακκοσύρναν ναύτες νερόν. Ήτουν ο αρφός της με τα κοπέλλια του καραβκιού κ`αι με τα βαρέλλια τάχα πως ήρτασιν για να πκιάσουν νάκκον νερόν που την εκκλης`ιάν· μήαρε ήρταν για να ποσπάσουν τες δκυό κοπέλλες που την Τουρκ`ιάν.
400
Λαλούν της: Θκειούλλα ΧατζηΜαρία, εν ν’αγρυπνούμεν στες εκκλης`ιές για σεν που γίνηκεςς η αιτία κ`’ εποσπαστήκαμεν δκυό φτωχ`ές. Κ`ι’ ευτύς αρπάξαν με τα κοπέλλια πως ετανούσαν εις τα βαρέλλια· κ`αι μεσ’ στην βάρκαν εκατεβήκαν κ`αι μεσ’ στην βάρκαν με δκυό κουπκιές εις το καράβιν τους ευρεθήκαν κ`αι ποσπασμένες κ`αι χαροπκοιές.
410
Που το καράβιν πκιόν εδικλούσαν Κ`’ είχαν ταμμάτιν τους στην στερκάν· κ`αι τον Θεόν επαρακαλούσαν να ξαναδούσιν νάκκον την ρκάν. Πώξω η ρκά που κρυφοπελλέταν που την πολλήν την χαράν επέταν. Τότες ευτύς τα παννιά ορσάραν κ`’ επκιάσαν πέλαος τον γιαλόν, τον Κάβο-γάττην εκαβαντζάραν κ`αι πκιόν επήαν εις το καλόν. Η Χιώτισσα εν Λεμεσῴ, κατά το 1821 (Απόσπασμα) https://www.youtube.com/watch?v=EgPsxc03G_w Ποίηση: Βασίλης Μιχαηλίδης Μουσική- ενορχήστρωση- επιλογές στίχων: Λάρκος Λάρκου Ερμηνεία: Χρήστος Σίκκη
Ρκα: Άλκηστη Παυλίδου Χιώτισσα: Χριστίνα Χριστόφια Συμμετέχει η Βυζαντινή χορωδία «Ρωμανός ο Μελωδός»
« Πιστεύω μόνο στη χημεία των ανθρώπων »
Όταν χαράζει
http://www.youtube.com/watch?v=ii8pDdC8AiQ
Στίχοι - Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Εκτέλεση: Γιάννης Αγγελάκας
Η ταινία-αφιέρωμα στον Γ. Αγγελάκα-full
http://www.youtube.com/watch?v=KOXGmuz4e4U
Σιγά μην κλάψω ( Live Αγγελάκας & Επισκέπτες)
http://www.youtube.com/watch?v=cipxhUl5olE
Στίχοι-Μουσική-Ερμηνεία: Γιάννης Αγγελάκας