18/8/14

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)


Ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξεν ἕνας μεγάλος συγγραφέας καὶ μεγάλος πνευματικὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἔζησε μία ζωὴ στὰ πλαίσια τῆς ἁγιοσύνης, ἔχοντας γιὰ συντροφιὰ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του γιὰ τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους τοῦ νησιοῦ του καὶ τῆς πόλης, τὸν ἄσβεστο ἔρωτά του πρὸς τὴ φύση, καὶ τὴ θρησκευτικὴ λατρεία του πρὸς τὶς παραδόσεις, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς πατρίδας μας.  Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση του ίδιου
«Το έπ' έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο (μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα και θρησκευτικού περιεχομένου ποιήματα), μιλάει για την αρετή και την κακία, για τον αγώνα της εξύψωσης του ελληνικού έθνους, για τον Χριστιανισμό ως σύστημα ζωής και αλήθειας. Μιλάει για την πολιτική κατάντια του καιρού του και προτείνει μέτρα για την ηθική ανάπλαση, μέτρα για την παιδεία, το χτύπημα του λογιοτατισμού και την αληθινή ανόρθωση της παιδείας, με το ζωντανό πνεύμα της λαϊκής παράδοσης. Χτυπά τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους και τους δημαγωγούς. Παρουσιάζεται πατριώτης με τα μάτια της ψυχής του γυρισμένα σε ένδοξες εποχές και κλαίει την παρακμή του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στις ψυχές των συγχρόνων του. Μιλάει με πόνο για τη λαϊκή ζωή και για το σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητά του με τις βαθύτερες μελέτες του για την αρχαιότητα, την Αλεξανδρινή εποχή, τη Βυζαντινή εποχή, την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όπως και τη νεώτερη. Με την ιδιότυπη γλώσσα του, που με τη συνεχή της εξέλιξη έφτασε στον ατόφιο δημοτικό λόγο, παρουσίασε μια θρησκευτικότητα βασισμένη στις αρχές των πρώτων Χριστιανών. Υποστήριξε την πνευματική αναγέννηση, ενώ από την άλλη, στενά δεμένος με την παράδοση, προσπάθησε να την ανασύρει στη ζωή. Μακριά, από τους λογίους, τους δημοσιογράφους και την κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια, στους απλούς κι αδιάφθορους ανθρώπους του λαού, στη φύση, στη μοναξιά και τη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία του για τη ζωή, για το «μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρώπινης αξίας».

Στα μάτια τα ψιχαλιστά -Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
https://www.youtube.com/watch?v=YYsDvopFuTA
Μελοποίηση:  Μανώλης Λιαπάκης
Εκτέλεση: Σωκράτης Μάλαμας
CD: "Το σκοτεινό τρυγόνι" 2006



Νύχτα βασάνου 
https://www.youtube.com/watch?v=e-vugEMRyTg
Ποίηση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  Μελοποίηση: Νίκος Μαστοράκης
Εκτέλεση: Νίκη Τσαϊρέλη
CD: "Το σκοτεινό τρυγόνι" 2006

 

http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=1647

4 σχόλια:

  1. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε 9 παιδιά και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, που διατήρησε πειστά ως το τέλος της ζωής του. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε εσωτερικός στην Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε στο Γυμνάσιο (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στη Χαλκίδα και στον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, την οποία, ‘ομως δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμά του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του.
    Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, γλώσσες που είχε μάθει σε βάθος και που λίγοι τις γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Η θέση του καλυτέρευσε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα Ακρόπολη. Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200-250 δραχμές το μήνα), ενώ κέρδιζε αρκετά και από τις -περιζήτητες- συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό». Η βασανισμένη ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, καθώς και το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.

    Γενικά στη ζωή του φαινόταν απλησίαστος. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του. Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στον Ι. Ναό του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και εφημέριος ήταν ο (στις μέρες μας ανακηρυγμένος Άγιος) παπα Νικόλας Πλανάς.

    Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε. Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια. Ορισμένοι ποιητές συνέθεσαν εγκωμιαστικά έργα (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.ά.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους 11 τόμους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του.

    Οι ήρωές του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές, αλλά και κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες. Το υπόστρωμα συνήθως είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα βάθη του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση, τόσο στους μετέπειτα χρόνους όσο και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίασαν με τον Ντοστογιέφσκι. Προσέδωσε στο έργο του τέτοια ποιότητα, που τον καθιέρωσε ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Οι εμπνεύσεις του, τροφοδοτούμενες από ένα απόθεμα μνήμης, διαποτίζονται από τον ποιητικό οίστρο και τη μαγεία του λόγου. Οι ήρωές του, απλοί, ταπεινοί, γραφικοί, βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους με τη ζωή.

    Η καθαρεύουσα, που χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Ωστόσο, σιγά-σιγά απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατό του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος, γόνιμη φαντασία και θρησκευτική κατάνυξη, η οποία τον συγκλόνιζε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στις εικόνες του, που έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στο Αιγαίο, είτε σε φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει το βυζαντινό μυστικισμό του και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιανικής του αγάπης.

    Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Παναγία. Κι όμως ο Παπαδιαμάντης, που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δε θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια, πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.

    Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τα τρία μυθιστορήματα και τα τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες), έγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη ανήκουν στην τρίτη περίοδο της εξέλιξής του, τη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, που αρχίζει με το πρώτο του διήγημα το 1887 και φτάνει ως το 1892. Τα διηγήματα του είναι περιγραφικά, φυσιολατρικά, με έντονο χρωματισμό στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, υποταγμένα σε κανόνες και σχέδιο. Σε αυτά μπορεί να καταταχθεί και το Έρως-ήρως'. Με το αριστούργημά του Ολόγυρα στη λίμνη, ο συγγραφέας αγγίζει όλες τις μορφές της ηθογραφίας, δημιουργώντας δική του τεχνική, και ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία του.

    Από το 1892 ως το 1897, περίοδο όπου η Ελλάδα είδε τη χρεωκοπία, την πτώση του Τρικούπη και τον αποτυχημένο πόλεμο του '97, ο Παπαδιαμάντης, αληθινός πατριώτης και ζωντανός άνθρωπος, στηλιτεύει την κοινωνική διαφθορά και την πολιτική κατάσταση της χώρας. Τα διηγήματα του είναι κοινωνικής, σατιρικής, απόχρωσης. Με τη σάτιρά του προσπαθεί να ξυπνήσει την κοινωνία και να την οδηγήσει στην εθνική ανόρθωση.
    Από το 1897 αρχίζει η τρίτη περίοδος του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, που την ονόμασαν περίοδο λυρισμού και πάθους. Ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί τώρα για να γίνει σκηνικό περίγραμμα, που μέσα του θα φωτιστούν οι μορφές του εσωτερικού κόσμου. Ο ζωγράφος γίνεται ποιητής, ο ηθογράφος λυρικός, ο σατιριστής δραματικός, ο νοσταλγός ψυχογράφος και πλάστης ανθρώπινων χαρακτήρων. Τα διηγήματα του ξεπέρασαν την εποχή του και έγιναν διαχρονικά για την ελληνική λογοτεχνία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Νύχτα βασάνου
    Περ. «Η Μούσα», 1903.

    Πότε, μάτια μου καημένα,
    θὰ κλειστῆτε στὴ σιγή,
    νὰ χαρίσετε σ' ἐμένα
    ὕπνο, ἀνάπαψη πικρή;

    Ἁφουγκράσου! Πῶς τ' ἀηδόνι
    λούφαξε στὴν ἐρημιά.
    Ἄκουσ' ἄκουσε τὸν γκιόνη,
    παύει νὰ μοιρολογᾶ...

    Καὶ τ' ἀστέρια, μαραμένα
    λουλουδάκια τοῦ θεοῦ,
    σβυόνται, πέφτουν ὁλοένα
    ἀπ' τὸν κάμπο τ' οὐρανοῦ.

    Καὶ τὸ πυροφάνι ἐχάθη,
    ποὺ στὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰ
    φέγγει τοῦ γιαλοῦ τὰ βάθη
    κι' ἀντιλάμπει στὴ στεριά.

    Κι' ἡ Λαλιὼ ποὺ τ' ἀγναντεύει
    μὲ λαχτάρα ἡ λυγερή,
    σφάλησε τὸ τζάμι, φεύγει·
    ἄχ! τί ὄνειρο θὰ ἰδεῖ...

    Μοναχὸς ἐγὼ ἀγρυπνάω,
    νυχτερεύω μοναχός·
    λεημοσύνη σᾶς ζητάω
    νύχτα, δόλι' ἀγάπη, φῶς!

    Ναί, μὰ τὸ ἱερὸ σκοτάδι,
    ναί, μὰ τ' ἄστρο τῆς αὐγῆς,
    οὔτε ὕπνος, γιὰ σημάδι,
    στὴ γαλήνη αὐτῆς τῆς γῆς!

    Γίνε, νύχτα, συντροφιά μου,
    στὴ βαθειά, ἄπειρη σιγή·
    ἔλα μὲς στὴν ἀγκαλιά μου,
    δός μου ἀνάπαψη πικρή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Απόσπασμα από το διήγημα "Θέρος Έρος"

    Εικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ' είχα,
    κ' είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.

    Ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
    σαν περιστέρι στη σπηλιά μ' ετάραξαν για σένα.

    Κίνδυνο, μαύρο σύννεφο, οι μάγισσες μου λένε·
    τ' αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται να κλαίνε.

    Να σε χαρή κ' η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
    οπού 'ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά τραγούδια (!)

    Συ στο σκολειό δεν έμαθες να γράφης ραβασάκια·
    στα χείλη σου τα ρόδινα πού τά 'βρες τα φαρμάκια;

    Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ' έρωτας καρτέρι,
    πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.

    Τα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ' εμέ, πουλί μου,
    αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.

    Κι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
    αν έσφιξε ή το 'σφιξαν ένας Θεός το ξέρει.

    Τη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής, αρνί μου,
    αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή