«Γίνεσαι Τοῦρκος Διάκο μου,
τὴν πίστη σου ν᾿ἀλλάξεις,
νὰ προσκυνήσεις στὸ τζαμί
τὴν ἐκκλησιὰ ν᾿ἀφήσεις;»
Κι ἐκεῖνος τ᾿ἀποκρίθηκε
καὶ στρίφτει τὸ μουστάκι:
«Πᾶτε κι ἐσεῖς κι ἡ πίστη σας,
μουρτάτες νὰ χαθεῖτε!
Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα
Γραικὸς θὲ ν΄ἀποθάνω»
Ο Αθανάσιος Γραμματικός σε ηλικία 12 ετών στάλθηκε από τη μητέρα του στο μοναστήρι του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος και από το οποίο απέκτησε έτσι και το νέο του επώνυμο. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι του Προδρόμου με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου και μετά από καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης. Αρχικά βρισκόταν υπό την εξουσία διαφόρων καπετανέων της Ρούμελης και διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Αργότερα οι Κλέφτες λόγω της καταδίωξης τους από τις τουρκικές αρχές χωρίστηκαν σε μπουλούκια (μικρές ομάδες) υπό το Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο. Περίπου εκείνο τον καιρό, ο Αθανάσιος Διάκος πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας του Νικόλαος κι ένας από τους αδερφούς του ο Απόστολος δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους στις φυλακές. Ο Διάκος ορκίζεται να πάρει εκδίκηση και το καταφέρνει με τα παλληκάρια του αποδεκατίζοντας το τουρκικό απόσπασμα που βρισκόταν στην περιοχή τους. Μετά απαγάγουν την κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας, την μετέφεραν στο λημέρι τους στην Καρυά και ζητούν από τον Μπαμπαλή, να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει, ώστε να τους δώσουν οι Τούρκοι το αρματολίκι και πράγματι το πέτυχαν. Ο Διάκος υπήρξε αρματολός για δύο χρόνια (1814-16) στο στρατό του Αλή Πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσου, του οποίου υπήρξε και για ένα περίπου χρόνο πρωτοπαλίκαρο.
Μετά από το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψη της. Στις 1 Απριλίου του 1821, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά και στις 4 Απριλίου στην κατάληψη του κάστρου. Η πόλη έπεσε, η Λιβαδειά ήταν ελεύθερη. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, στέλνει δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ' τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ-Μεχμέτ πασά, επικεφαλής 8.000 πεζών και 1.000 ιππέων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από το Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφασίζουν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη και η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας και ο Διάκος το γιοφύρι της Αλαμάνας. Τελικά παρά την ηρωική αντίσταση, οι Τούρκοι θα επιβλήθούν κατά κράτος και ο σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο Διάκος συλλαμβάνεται. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Μπακογιάννης που όρμησαν να το σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους. Ο Διάκος μεταφέρθηκε στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος τον γνώριζε από την κοινή θητεία τους παλιότερα στην αυλή του Αλή Πασά, τον εκτιμούσε πολύ και προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε και ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης ικέτευσε για την άμεση θανάτωσή του, επηρεάζοντας και τον Κιοσέ-Μεχμέτ, που ιεραρχικά ήταν ανώτερος του Ομέρ Βρυώνη. Την επόμενη μέρα στις 24 Απριλίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος αντιμετωπίζει το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Οι Τούρκοι θα τον καρφώσουν τότε σε μιτερό πάσαλλο και μετά τον θάνατό του θα πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι.
τὴν πίστη σου ν᾿ἀλλάξεις,
νὰ προσκυνήσεις στὸ τζαμί
τὴν ἐκκλησιὰ ν᾿ἀφήσεις;»
Κι ἐκεῖνος τ᾿ἀποκρίθηκε
καὶ στρίφτει τὸ μουστάκι:
«Πᾶτε κι ἐσεῖς κι ἡ πίστη σας,
μουρτάτες νὰ χαθεῖτε!
Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα
Γραικὸς θὲ ν΄ἀποθάνω»
Ο Αθανάσιος Γραμματικός σε ηλικία 12 ετών στάλθηκε από τη μητέρα του στο μοναστήρι του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος και από το οποίο απέκτησε έτσι και το νέο του επώνυμο. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι του Προδρόμου με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου και μετά από καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης. Αρχικά βρισκόταν υπό την εξουσία διαφόρων καπετανέων της Ρούμελης και διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Αργότερα οι Κλέφτες λόγω της καταδίωξης τους από τις τουρκικές αρχές χωρίστηκαν σε μπουλούκια (μικρές ομάδες) υπό το Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο. Περίπου εκείνο τον καιρό, ο Αθανάσιος Διάκος πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας του Νικόλαος κι ένας από τους αδερφούς του ο Απόστολος δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους στις φυλακές. Ο Διάκος ορκίζεται να πάρει εκδίκηση και το καταφέρνει με τα παλληκάρια του αποδεκατίζοντας το τουρκικό απόσπασμα που βρισκόταν στην περιοχή τους. Μετά απαγάγουν την κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας, την μετέφεραν στο λημέρι τους στην Καρυά και ζητούν από τον Μπαμπαλή, να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει, ώστε να τους δώσουν οι Τούρκοι το αρματολίκι και πράγματι το πέτυχαν. Ο Διάκος υπήρξε αρματολός για δύο χρόνια (1814-16) στο στρατό του Αλή Πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσου, του οποίου υπήρξε και για ένα περίπου χρόνο πρωτοπαλίκαρο.
Μετά από το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψη της. Στις 1 Απριλίου του 1821, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά και στις 4 Απριλίου στην κατάληψη του κάστρου. Η πόλη έπεσε, η Λιβαδειά ήταν ελεύθερη. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, στέλνει δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ' τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ-Μεχμέτ πασά, επικεφαλής 8.000 πεζών και 1.000 ιππέων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από το Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφασίζουν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη και η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας και ο Διάκος το γιοφύρι της Αλαμάνας. Τελικά παρά την ηρωική αντίσταση, οι Τούρκοι θα επιβλήθούν κατά κράτος και ο σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο Διάκος συλλαμβάνεται. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Μπακογιάννης που όρμησαν να το σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους. Ο Διάκος μεταφέρθηκε στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος τον γνώριζε από την κοινή θητεία τους παλιότερα στην αυλή του Αλή Πασά, τον εκτιμούσε πολύ και προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε και ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης ικέτευσε για την άμεση θανάτωσή του, επηρεάζοντας και τον Κιοσέ-Μεχμέτ, που ιεραρχικά ήταν ανώτερος του Ομέρ Βρυώνη. Την επόμενη μέρα στις 24 Απριλίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος αντιμετωπίζει το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Οι Τούρκοι θα τον καρφώσουν τότε σε μιτερό πάσαλλο και μετά τον θάνατό του θα πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι.
Η μνήμη του Αθανάσιου Διάκου πέρασε στο θρύλο, ενέπνευσε πολλούς ποιητές, καλλιτέχνες και συγγραφείς ακόμα και εκτός Ελλάδος. Στις αρχές του 20ου αιώνα στήθηκε ο μαρμάρινος αδριάντας του στη Λαμία, έργο του γλύπτη Ιωάννη Καρακατσάνη, και αργότερα προτομές του στην Αθήνα και τη Μουσουνίτσα (Αθ. Διάκος). Ζωγραφικές παραστάσεις του έγιναν από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, τον Παρθένη, τον Φώτη Κόντογλου και τον Μποστ. Σαν λαϊκός ήρωας εμφανίζεται και στο θέατρο σκιών ("Καραγκιόζη") και αρκετοί καραγκιοζοπαίχτες φιλοτέχνησαν φιγούρες του, όπως ο Κούζαρος, ο Βασίλαρος και ο Ευγένιος Σπαθάρης. Η λαϊκή μούσα, μέσα από τη δημοτική μας ποίηση αλλά και διαπρεπείς ποιητές, όπως ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Κωστής Παλαμάς κ. ά, εμπνεύστηκαν από την ηρωϊκή και συνάμα μαρτυρική μορφή του.
Ανθίζουν δένδρα και κλαδιά; Τσάμικο
https://www.youtube.com/watch?v=l8ipfTujRsw
Του Αθανάσιου Διάκου
https://www.youtube.com/watch?v=Msx8yFFZdSA
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Παραδοσιακή
CD: "Ο ΡΑΣΟΥΛΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΡΑΣΟΥΛΗ-ΝΑΙ ΣΤΟ ΝΑΙ ΚΑΙ ΝΑΙ ΣΤΟ ΟΧΙ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου