ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΓΩΝΙΑ
Εδώ θα βρείτε μερικά από τα πιο ωραία ποιήματα, στιχουργήματα και τσιαττιστά που εγνώριζε ο μακαρίτης ο παππούς μου και μου είχε πει. Παλιές ιστορίες, αινίγματα, παραμύθια, συμβουλές, τραγούδια και άγνωστες λέξεις.
Το Φτερικούδι του χθές και του σήμερα
Εδώ θα βρείτε μερικά από τα πιο ωραία ποιήματα, στιχουργήματα και τσιαττιστά που εγνώριζε ο μακαρίτης ο παππούς μου και μου είχε πει. Παλιές ιστορίες, αινίγματα, παραμύθια, συμβουλές, τραγούδια και άγνωστες λέξεις.
Το Φτερικούδι του χθές και του σήμερα
Πλατανιστάσα να καεί τζι Άλωνα να βρουλλίσει,
τζαι το Φτερικούδι που λαλούν βασίλειον να χτίσει.
Πλατανιστάσα τζι Άλωνα, Ασκάς τζαι Φτερικούδι,
άμα θωρούν το ζαπτιέ χώνουνται μες το ρούδι.
Πλατανιστάσα τζι Άλωνα, Ασκάς τζαι Φτερικούδι
που τουν τα τέσσερα χωρκά να μεν μεινεί ρουθούνι.
.....
Στον ουρανό η Άρτεμις, στα νέφη η Περσεφόνη,
στην θάλασσα ο Ποσειδών στη γη εσύ ΄σαι μόνη.
Χίτλερ μου εις τον πόλεμο, βάλε ανθρώπους νέους,
τζαι άφησ΄ τις Γερμανίδες σου δώρο για τους Κυπραίους.
Στον ουρανό η Άρτεμις, στα νέφη η Περσεφόνη,
στην θάλασσα ο Ποσειδών στη γη εσύ ΄σαι μόνη.
Χίτλερ μου εις τον πόλεμο, βάλε ανθρώπους νέους,
τζαι άφησ΄ τις Γερμανίδες σου δώρο για τους Κυπραίους.
.....
Η μάνα που σε γέννησε εγύριζε τα όρη,
έκοφκε μούττες των δεντρών τζαι έκαμεν τέθκοιαν κόρη.
Η μάνα που σε γέννησε ήταν χρυσή η καρκιά της,
έκαμεν κόρην όμορφη τζαι λάμπει η γειτονιά της.
Με τα άσπρα είσαι άγγελος, με τα καφέ λεβέντης
και με τα στρατιωτικά όπου δκιαλλάξεις φέγγεις.
Έρεσσεν η βασιλιτζιά τζ΄είπεν ο δκιόσμις γειά σου,
είπεν της πόθεν έρκεσαι τζαι βκαίνει η μυρωθκιά σου;
Βασιλιτζιά στο κρόδωμα τζαι λασμαρίν στον πόρο,
τζι αν δε σε δώ αγάπη μου καθόλου δεν ημπόρω.
.....
Εν νά γενώ ενα σύννεφο όπου σταθείς να βρέχω,
τα στήθκια της μυλααύλακο τζαι ΄γιώ μεσά να τρέχω.
Εν νά γενώ ενα σύννεφο να ΄ρτώ που πάνω θκιό σου,
να στάξω μια σταξιά νερό στην δίπλη των βυζιών σου.
.....
-Τραούθκια ξέρες κάμποσα ένα σατσί γεμάτο
μα ετρύπησεν ο κώλος τους τζαι πίασιν που κάτω.
που κάμνουν παλιοκόσσινα τζαι παλιοττενεκκούθκια.
γιατί βάλλω σε μες τον γουμά σαν πετεινό τζαι κράζεις.
-Σιώπα ρε τραουδιστή μεν ρέξω που κοντά σου
τζαι πιάω τζαι την ππάλα μου τζαι κόψω σου τ΄ άφκιά σου.
.....
είχαν τα πόθκια στέκοντα τζι ο κώλος τους εφύσαν.
Η μάνα της τζι ο τζύρης της εν που το Μηλικούρι
το ΄να της πόι εν μακρύ το άλλο εν κουντούρη.
.....
Αππήδησα του ποταμού τζαι πάτησα νοιχτάρι
τζαι είπα μου πως εφίλησα την κόρη του μουχτάρη.
Αππήδησα του ποταμού τζαι πάτησα μαούνα
τζαι είπα μου πως εφίλησα τουτήν την μαϊμούνα.....
Αππήδησα του ποταμού τζ΄ έμεινα μες την μέση
έφυεν μου το κουρουκλί τζ΄ έμεινα με το φέσι.
Τζι ο κουρκουτάς αππήδησεν από το παραθύρι,
Η μάνα που σε γέννησε εγύριζε τα όρη,
έκοφκε μούττες των δεντρών τζαι έκαμεν τέθκοιαν κόρη.
Η μάνα που σε γέννησε ήταν χρυσή η καρκιά της,
έκαμεν κόρην όμορφη τζαι λάμπει η γειτονιά της.
Με τα άσπρα είσαι άγγελος, με τα καφέ λεβέντης
και με τα στρατιωτικά όπου δκιαλλάξεις φέγγεις.
Ήντα τραούδιν να σου πω μάνα μου να σ΄ αρέσει
που ΄σιεις αγγελικό κορμί τζαι ενά πιθάρι μέση
.....Έρεσσεν η βασιλιτζιά τζ΄είπεν ο δκιόσμις γειά σου,
είπεν της πόθεν έρκεσαι τζαι βκαίνει η μυρωθκιά σου;
Βασιλιτζιά στο κρόδωμα τζαι λασμαρίν στον πόρο,
τζι αν δε σε δώ αγάπη μου καθόλου δεν ημπόρω.
.....
Εν νά γενώ ενα σύννεφο όπου σταθείς να βρέχω,
τα στήθκια της μυλααύλακο τζαι ΄γιώ μεσά να τρέχω.
Εν νά γενώ ενα σύννεφο να ΄ρτώ που πάνω θκιό σου,
να στάξω μια σταξιά νερό στην δίπλη των βυζιών σου.
.....
-Τραούθκια ξέρες κάμποσα ένα σατσί γεμάτο
μα ετρύπησεν ο κώλος τους τζαι πίασιν που κάτω.
-Τουν΄ντά τραούθκια που λαλείς έννεν δικά σου ωσένα
τζείνος που σου τα μαθέν εν μαθητής μου ωμένα.
-Τούντα τα τραούθκια που λαλείς λαλούντα τα μαντούθκιαπου κάμνουν παλιοκόσσινα τζαι παλιοττενεκκούθκια.
-Τούτον που ετραούδησεν τωρά φκάρτε τον πας τα ανώι
τζαι ΄χω του κοτσιρόσουπα να δείτε ήντα την τρώει.
-Σιώπα ρε τραουδιστή τζαι μεν πολλο φωνάζειςγιατί βάλλω σε μες τον γουμά σαν πετεινό τζαι κράζεις.
-Σιώπα ρε τραουδιστή μεν ρέξω που κοντά σου
τζαι πιάω τζαι την ππάλα μου τζαι κόψω σου τ΄ άφκιά σου.
.....
Ο Τζιάρταρος εις την νοθκιάν ήτουν πολλά πρησμένος
τζαι νόμιζεν η Μαριού πως εν αγκαστρωμένος.
Ο Τζιάρτζαρος εις το βκιολή τζι ο Καρκιαβλής στην λύρα
επαίζαν τζαι εχορεύκασιν τζι δκυό τους με την γύρα.
Παίξε βκιολάρη το βκιολί τζαι γιω εννα τραουδήσω
τες όμορφες του μαχαλλά να σου τες κουβαλήσω.
Παίξε βκιολάρι το βκιολί τζαι πάτα τζαι τα ττέλια
τζαι τούτοι που χορεύκουσιν εν τζαι τα θκυό κοπέλια.
Ο γέρος ο Γεράσιμος τζ΄ η ΄ρκά η ΠαραδείσαΠαίξε βκιολάρη το βκιολί τζαι γιω εννα τραουδήσω
τες όμορφες του μαχαλλά να σου τες κουβαλήσω.
Παίξε βκιολάρι το βκιολί τζαι πάτα τζαι τα ττέλια
τζαι τούτοι που χορεύκουσιν εν τζαι τα θκυό κοπέλια.
είχαν τα πόθκια στέκοντα τζι ο κώλος τους εφύσαν.
Η μάνα της τζι ο τζύρης της εν που το Μηλικούρι
το ΄να της πόι εν μακρύ το άλλο εν κουντούρη.
.....
Αππήδησα του ποταμού τζαι πάτησα νοιχτάρι
τζαι είπα μου πως εφίλησα την κόρη του μουχτάρη.
Αππήδησα του ποταμού τζαι πάτησα μαούνα
τζαι είπα μου πως εφίλησα τουτήν την μαϊμούνα.....
Αππήδησα του ποταμού τζ΄ έμεινα μες την μέση
έφυεν μου το κουρουκλί τζ΄ έμεινα με το φέσι.
Τζι ο κουρκουτάς αππήδησεν από το παραθύρι,
τζαι λέει του η μάνα του που πάεις βρε Σωτήρη;
-Μάνα εννά πάω στη Λάρνακα να μάθω το ψαλτήρι που λεν οι καλοήροι
Του Σωτήρη τ΄άλογο στην κοφκά εψόφησε
τζι ο Σωτήρης έκλαιε τζαι λαλεί του η Σωτήραινα:
τζι ο Σωτήρης έκλαιε τζαι λαλεί του η Σωτήραινα:
-Μην κλαίεις Σωτήρη μου, τα πετσιά του τα κάμνω βούρνα,
τ' άντερα του μακαρούνια, το νουρί του κουμπιστήρι
να περνούμε το γιοφύρι.
.....
Που το στενό της έρεσσα πατή-πατή τζα σφύρουν
τζαι έππεσα ο σιυλλόστραος μες το βουρνί του σιοίρου.
Που το στενό σου έρεσσα με το ποδήλατο μου,
τζαι έπαιξα το καμπανελλί τζαι ήτρες ταπισών μου.
Που το στενό σου έρεσσα τζ΄ είδα την πιπεριά σου,
είχε πιπέρια κόκκινα ως αν την αφεντιά σου.
Που το στενό σου έρεσσα τζ΄είχες γερτό το φέσι,
τζαι πολοήθεις τζ΄ είπες μου ίσιωστω τζαι να ππέσει.
Που το στενό σου έρεσσα τζαι τάιζες τον βόρτο,
τζαι είπα σου δως μου ένα φιλί τζαι έσυρες μου τον πόρτο.
....
Τέσσερα μήλα κότσινα εν πάνω που τ΄αρμάρι,
που τα παιθκιά της μάνας σου, εσού ΄σαι το καμάρι.
Τέσσερις Καρπασίτισσες μες το στενό με κόψαν,
ένα βερκί ολόχρυσο ήταν της μιάς η κόξα.
Αχ Καρπασιτοπούλα μου και πάλι Καρπασίτα
τα δκυό βυζιά του κόρφου σου, η φούχτα μου χωρεί τα.
.....
τ' άντερα του μακαρούνια, το νουρί του κουμπιστήρι
να περνούμε το γιοφύρι.
.....
Που το στενό της έρεσσα πατή-πατή τζα σφύρουν
τζαι έππεσα ο σιυλλόστραος μες το βουρνί του σιοίρου.
Που το στενό σου έρεσσα με το ποδήλατο μου,
τζαι έπαιξα το καμπανελλί τζαι ήτρες ταπισών μου.
Που το στενό σου έρεσσα τζ΄ είδα την πιπεριά σου,
είχε πιπέρια κόκκινα ως αν την αφεντιά σου.
Που το στενό σου έρεσσα τζ΄είχες γερτό το φέσι,
τζαι πολοήθεις τζ΄ είπες μου ίσιωστω τζαι να ππέσει.
Που το στενό σου έρεσσα τζαι τάιζες τον βόρτο,
τζαι είπα σου δως μου ένα φιλί τζαι έσυρες μου τον πόρτο.
....
Τέσσερα μήλα κότσινα εν πάνω που τ΄αρμάρι,
που τα παιθκιά της μάνας σου, εσού ΄σαι το καμάρι.
Τέσσερις Καρπασίτισσες μες το στενό με κόψαν,
ένα βερκί ολόχρυσο ήταν της μιάς η κόξα.
Αχ Καρπασιτοπούλα μου και πάλι Καρπασίτα
τα δκυό βυζιά του κόρφου σου, η φούχτα μου χωρεί τα.
.....
-Τί παράπονον έχεις γλυκύτατη ψυχή μου
εις όλον το διάστημα που βρίσκεσουν μαζί μου;
-Πώς να μην παραπονεθώ που ΄χες την λαιμαργία
και δι΄ εμένα την ψυχή δεν είχες καμία χρεία:
Αγάπας τους καλλοπισμούς, τις αρπαγές επίσης
και δι΄ εμένα την ψυχή δεν είχες καμίαν φροντίδα
-Σκέπασμε τάφε σκέπασμε, να λείψουν οι κλαθμοί μου
γιατί υπάρχει κόσμος άφθονος εδώ η στην ταφή μου.
Σκέπασμε τάφε σκέπασμε, να προφυλαχτούν τα άνθη και τα κάλλη
-Ωσάν τα κάλλη που ΄φορες πολλά εφέραν κι άλλοι,
αλλ΄όμως δεν εμείνασην εξόν που οι κοκκάλοι…
......
Έχε τους πόδας σου ζεστούς, την κεφαλή σου κρύαν
δια να μην έχεις ποτέ του ιατρού την χρείαν.
Εμείς οι τρεις οι γάροι που τρώμε το κριθάρι
τζαι ΄σεις οι δκυό οι φίλοι που τρώτε το σταφύλι.
Ο Γρηγόρης εγρηγόρει κι ο Μελέτης εμελέτα κι ο Γρηγόρης την επήρε του Μελέτη τη γυναίκα.
............
Έχε τους πόδας σου ζεστούς, την κεφαλή σου κρύαν
δια να μην έχεις ποτέ του ιατρού την χρείαν.
Εμείς οι τρεις οι γάροι που τρώμε το κριθάρι
τζαι ΄σεις οι δκυό οι φίλοι που τρώτε το σταφύλι.
Ο Γρηγόρης εγρηγόρει κι ο Μελέτης εμελέτα κι ο Γρηγόρης την επήρε του Μελέτη τη γυναίκα.
............
Δευτέρα: Μεγάλη μαχαίρα
Τρίτη: Μεγάλη λύπη
Τετάρτη: Ο Χριστός εταράχθη
Πέμπτη: Ο Χριστός επαιδεύθη
Παρασκεύ: Ο Χριστός στη φυλακή
Σάββατο: Ο Χριστός στο θάνατο
Κυριακή: Χριστός Ανέστη
............
Δευτέρα μέρα του Χριστού
Τρίτης της Παναγίας
Τετάρτη των Αμαρτολών
και Πέμπτη των Δικαίων
Παρασκευή των Άνομων
Σάββατο των Εβραίων
και Κυριακή των Χριστιανών των μυροβαφτισμένων
...........................
Το τραούδιν του Τζυπριανού (Τζυπρή)
Έστραψεν η Ανατολή τζαι βρόντισεν η Δύση
τζαι χαμηλοπουμπούρησεν η πέτρα του Λημνίσι
πέτρα τεσσαρακάντουνη που πάνω στο Κρεάτη
εκάθουνταν στον καβενέ οι τέσσερεις νομάτοι.
Που το προάτου το βυζί φκάλλει ο βοσκός το γάλα
εκαρτερούσαν το Τζυπρή να φκει που μες τη σκάλα
ίσια τους ογδονταεφτά τον ίδιο το γρόνο
επήασιν τζαι κάτσασιν ομπρός του μες το δρόμο
επήασιν τζαι κάτσασιν ομπρός του μες το δρόμο
Από τις τέσσερεις μερκές ο ουρανός ιστράφτει
τζαι καρτερούσαν τον Τζυπρή τζείν΄ το κανίσσι να ΄ρτει
εγέλλετου τ΄ αμμάτι του τζ΄ εν άννοιε το πλευρό του
πηδά τζαι εκαβαλλίτζεψεν το βόρδον το δικό του
μα ' ντα έσιεις μούλα μου τζαι δεν πάεις
ή ένωσες κανένα κλέφτη τζαι ξυντήσασιν το ιδικό μου γαίμα
ή ένωσες κανένα κλέφτη τζαι ξυντήσασιν το ιδικό μου γαίμα
μα είδεν τους με τ΄ αμμάτιν του έναν ως τον ένα
πέτρα τεσσαρακάντουνη που πάνω στο Κρεάτη
εκάθουνταν στον καβενέ οι τέσσερεις νομάτοι.
.......
Το τραούδιν του Παρασκευά
Έστραψεν η Ανατολή τζαι βρόντησεν η Δύση
που ΄χει πλατήν όρεξη ας έρτει να γροικίσει
τες τέχνες του Παρασκευά να μεν αλησμονήσει
έστραφτεν τζαι ο ήλιος τζαι εφάνη το φεγγάρι
ένα Γερολατσίτικο όμορφο παλληκάρι
είχεν αμμάθκια ολόμαυρα τζαι βρύδκια σαν λουλάκι
τζαι νιότην αξιόλογη τζι ολόμαυρο μουστάκι
ο νέος ήτουν όμορφος αλλά εξέβην σέρτης
μες τα κατάυρα χωρκά εστάθην μέγας κλέφτης
ανάμεσα απ΄ την κόξαν του έδενεν τα κιμέρια
και το σελάχι πάνω θκιόν μαζί με τα μαχαίρια
σαν να ΄τουν Εκατόνταρχος οσάν που την Αθήνα
τραβά τουφέκι δίκαννο μαζί τζαι καραμπίνα
τη ρίζα της τριανταφυλλιάς εβλάστησε αγρέλι
ο ένας εφοήθηκε τζαι τ ΄άλλου παραγγέλλει:
"το Κιόνελι να μεν πάμε εν κλέφτες με το νάμι
σκοτώνουν μας τελειώνουν μας και η ζωή μας πάει"
πιάνουσιν τζι αρματώνουνται το Κιόνελι να πάσιν
ύστερης εφοήθησαν τζαι άλλο τόπο πάσιν
.......
Άουστος παλ' Άουστος τζαι πάλαι αρκές τ΄Αούστου
(Μηναλλάγια: 3 Αυγούστου -14 Αυγούστου
Παραδοσιακός τρόπος πρόγνωσης των κλιματικών συνθηκών και του καιρού. Οι 12 αυτές μέρες του Αυγούστου θεωρητικά αντιστοιχούν στους 12 μήνες του επόμενου χρόνου, ξεκινώντας από τις 3/8 όπου είναι ο μήνας Αύγουστος, 4/8 ο Σεπτέμβριος κ.ο.κ.)
.......
Άουστος παλ' Άουστος τζαι πάλαι αρκές τ΄Αούστου
(Μηναλλάγια: 3 Αυγούστου -14 Αυγούστου
Παραδοσιακός τρόπος πρόγνωσης των κλιματικών συνθηκών και του καιρού. Οι 12 αυτές μέρες του Αυγούστου θεωρητικά αντιστοιχούν στους 12 μήνες του επόμενου χρόνου, ξεκινώντας από τις 3/8 όπου είναι ο μήνας Αύγουστος, 4/8 ο Σεπτέμβριος κ.ο.κ.)
.......
Το κούι κούι τέσσερεις τζαι το πεμπέρι πέντε
τζαι το σιυλλί τζαι το καττί μέρες εξηνταπέντε
.......
Το γιαλέλι του Αράπη
Πες πουτσιάτα καρτιρμάς αρτή μα την αλήρη
το άζυρο ηλέιντι τα οκλαννίβυβιτα κάλη
αλόγιαννα πρακόγιαννα στο κώλο τους να μπούσιν
.......
Ίννι μινίννι άντα ντι
Γιόρτου πουρίκκα σίντεσι
άμπουρλε τσιάμπουρλε όμπρεβιτ άλε
Α Ταλλού που το Πυρπόι τζαι καταραμένο σόι,
Α Ταλλού που την Γεράσα τα βρατζιά σου εκατεβάσαν,
Α Ταλλού μου τη Χούλου τζαι τα φκιά σου εν του μούλου,
Α Ταλλού μου που την Τάλα ήντα όνομα σου φκάλαν,
Α Ταλλού μου που την Φλάσου πιας τα ρούχα σου τζαι χάθου.
Τζι ο Παπάς που την Ορούντα την γαούρα του εκούντα
Τζι ο Παπάς που την Αρκάκα ελειτούρκαν δίχα βράκα.
.....
Άθρωπος άσπρος, μάθκια γαλανά, παιδί του Σατανά.
Άθρωπος μαύρος, μαύρα μαλλιά, αρφός του Σατανά.
μάθκια καστανά, παιδί του Σατανά
…….
Απ΄την Λάρνακα και ΄κει, καμμιά τους δεν φορεί βρατζί
Τζαι τους κάττους λατζινάρι τζαι τους ποντικούς φανάρι
…….
.......
Ίννι μινίννι άντα ντι
Γιόρτου πουρίκκα σίντεσι
άμπουρλε τσιάμπουρλε όμπρεβιτ άλε
.......
Βρέσιει σιονίζει τα μάρμαρα ποτίζει
τζι κάττα μαϊρεύκει τζι ποντικός χορεύκει
τζι μούγια μαντατεύκει του δάσκαλου του ψεύτη
..... Α Ταλλού που το Πυρπόι τζαι καταραμένο σόι,
Α Ταλλού που την Γεράσα τα βρατζιά σου εκατεβάσαν,
Α Ταλλού μου τη Χούλου τζαι τα φκιά σου εν του μούλου,
Α Ταλλού μου που την Τάλα ήντα όνομα σου φκάλαν,
Α Ταλλού μου που την Φλάσου πιας τα ρούχα σου τζαι χάθου.
Τζι ο Παπάς που την Ορούντα την γαούρα του εκούντα
Τζι ο Παπάς που την Αρκάκα ελειτούρκαν δίχα βράκα.
.....
Άθρωπος άσπρος, μάθκια γαλανά, παιδί του Σατανά.
Άθρωπος μαύρος, μαύρα μαλλιά, αρφός του Σατανά.
μάθκια καστανά, παιδί του Σατανά
…….
Απ΄την Λάρνακα και ΄κει, καμμιά τους δεν φορεί βρατζί
Τζαι τους κάττους λατζινάρι τζαι τους ποντικούς φανάρι
…….
Άλωνα τζιαι Πολύστηπος, Ασκάς τζαι Φτερικούι
ΑπάντησηΔιαγραφήσ' τούτα τα τέσσερα χωρκά καμι' άφορει βρακούι