6/9/19

HALL OF FAME: Οι τρεις καλύτεροι Έλληνες καλαθοσφαιριστές

Οι τρεις καλύτεροι Έλληνες μπασκετμπολίστες

Ο Νίκος Γκάλης (Nick Galis) γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1957  στο Νιού Τζέρσεϊ των ΗΠΑ από Έλληνες γονείς μετανάστες. Ο ίδιος παρότι αρχικά ασχολήθηκε με την πυγμαχία πολύ γρήγορα θα στραφεί προς την καλαθοσφαίριση και το 1975 θα εισαχθεί στο Seton Hall University του New Jersey. Εκεί ξεχωρίζει αμέσως για τις ικανότητές του και γόνεται ένας από τους καλύτερους καλαθοσφαιριστές του κολλεγιακού πρωταθλήματος. Ο Γκάλης (1.83μ) αγωνιζόταν στη θέση του σούτιγκ γκαρντ και σκόραρε με μεγάλη ποικιλία κινήσεων. Την περίοδο 1978-79 αναδείχθηκε τρίτος σκόρερ στο κολεγιακό πρωτάθλημα του NCAA με 27,5 πόντους μ.ο. πίσω από τον δεύτερο. Στο τέλος εκείνης της σεζόν συμμετείχε στο ντραφτ (θεσμοθετημένη διαδικασία επιλογής μελλοντικών επαγγελματιών από αθλητικά σωματεία στις Η.Π.Α.) του NBA και επιλέχθηκε από την ομάδα Boston Celtics μόλις στον τρίτο γύρο της διαδικασίας και συνολικά την 68η θέση. Το καλοκαίρι του 1979 οι ελληνικές ομάδες του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους για να τον αποκτήσουν όμως τελικά ο ίδιος προτίμησε να ενταχθεί στην ομάδα Άρη Θεσσαλονίκης ο οποίος είχε αναδειχθεί πρωταθλητής Ελλάδας. Ο Γκάλης θα δοξαστεί με τον Άρη σε μία υπέροχη τετραετία και ακολούθως με τον Παναθηναϊκό σε μία ακόμη τριετία κερδίζοντας συνολικά 8 πρωταθλήματα και 7 κύπελλα. Αναμφίβολα όμως η σημαντικότερη στιγμή της καριέρας του ήταν στο Ευρομπάσκετ του 1987 όπου και αναδείχθηκε σαν ο MVP της διοργάνωσης. Ο Γκάλης θεωρείται ως η σημαντικότερη μορφή στην ιστορία του αθλήματος στην Ελλάδα και ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής. Το 2017 έγινε και ο πρώτος Έλληνας καλαθοσφαιριστής που εντάχθηκε στο Hall Of Fame, περνώντας έτσι στο "πάνθεον" του παγκόσμιου μπάσκετ.

Ο 
Παναγιώτης Γιαννάκης γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1959 στη Νίκαια του Πειραιά. Ο Γιαννάκης αναμφίβολα αποτελεί  μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που έχει αναδείξει ποτέ το ελληνικό μπάσκετ. Υπήρξε κορυφαίος play maker της εποχής του σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μαζί με τον Νίκο Γκάλη, αποτελούν τους σπουδαιότερους Έλληνες παίκτες. Ως αθλητής έχει κατακτήσει δεκάδες τίτλους και ατομικές διακρίσεις σε επίπεδο συλλόγων αλλά και εθνικών ομάδων, ενώ είναι ο μόνος στο ευρωπαϊκό μπάσκετ που έχει κατακτήσει Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και ως παίκτης και ως προπονητής. Το 2021 εισήχθη στο Hall of Fame της Διεθνoύς Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης.



Ο Δημήτρης Διαμαντίδης, o εμβληματικός αρχηγός του Παναθηναϊκού γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1980 στη Καστοριά. Ο Δημήτρης ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ σε ηλικία 14 ετών και μέχρι τα 19 του αγωνίστηκε στην ομάδα της γενέτειρας του. Το καλοκαίρι του 1999, σε ηλικία 19 ετών, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα, όταν πήρε μεταγραφή για να αγωνιστεί στον Ηρακλή όπου και παρέμεινε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Με την ομάδα του Ηρακλή συμμετείχε σε 124 παιχνίδια πρωταθλήματος σκοράροντας 1121 πόντους με 592 ριμπάουντ, 225 κλεψίματα και 413 ασίστς. Το καλοκαίρι του 2004 υπογράφει συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό. Με τον ΠΑΟ ο Διαμαντίδης (1.96 μ.) θα κερδίσει κυριολεκτικά τα πάντα αφού έχει τις περισσότερες διακρίσεις σε ατομικό, επίπεδο για τον 21ο αιώνα στην Ευρώπη, αλλά και σε συλλογικό επίπεδο κατέκτησε συνολικά 22 τίτλους (9 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 10 Κύπελλα Ελλάδος και 3 Πρωταθλήματα Ευρώπης). Αποτελεί μέλος της καλύτερης δεκάδας για την πρώτη δεκαετία στην ιστορία της Ευρωλίγκα (2001-2010), ενώ ήταν υποψήφιος για να αναδειχθεί μία από τις πενήντα σημαντικότερες προσωπικότητες της Ευρωλίγκα ,για τα πενήντα χρόνια της διοργάνωσης (1958-2008). Επίσης ο ρόλος του στην επανάκαμψη της εθνικής ομάδας μπάσκετ, υπήρξε καθοριστικός για τις μεγάλες επιτυχίες με το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ 2005 και το αργυρό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών 2006. Ο Διαμαντίδης, σφράγισε με τον πολυδιάστατο τρόπο παιχνιδιού του μια ολόκληρη εποχή, μένοντας στην ιστορία του Ελληνικού και Ευρωπαϊκού μπάσκετ και αποτελώντας πρότυπο αθλητή για τις επόμενες γενιές καλαθοσφαιριστών.

Tο τραγούδι του Ζουγανέλη για τον Γκάλη 27/9/15
https://www.youtube.com/watch?v=MagMY5PuBSA


Κορυφαίοι Ξένοι που έπαιξαν στο ελληνικό πρωτάθλημα
Ντέγιαν Μποτίρογκα 
Πέτζα Στογιάκοβιτς 
Ντομινίγκ Ουίλκινς
Σαρούνας Γιασκεβίτσιους
Μάικ Μπατίστ

Καλύτεροι Προπονητές
Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς
Ντούσαν Ίβκοβιτς
Παναγιώτης Γιαννάκης

2 σχόλια:

  1. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1994, στην Αθήνα και μεγάλωσε στη περιοχή του Ζωγράφου. Οι γονείς του, Νηγηριανοι μετανάστες ήρθαν στην Ελλάδα το 1991. Ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Φράνσις, παρέμεινε πίσω στο Λάγος με τον παππού και την γιαγιά του. Οι γονείς του απέκτησαν άλλα 3 αγόρια στην Ελλάδα, το Θανάση, τον Κώστα και τον Αλέξη. Ο πατέρας, ήταν πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στην Νιγηρία, ενώ η μητέρα του αθλήτρια του άλματος εις ύψος. Η οικογένεια απέκτησε πέντε παιδιά, τα οποία πήραν ένα ελληνικό κι ένα νιγηριανό όνομα. Το νιγηριανό όνομα του Γιάννη είναι «Σίνα-Ούγκο». Ο Γιάννης ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην Α2 ως παίκτης του Φιλαθλητικού. Κατόπιν, επιλέχθηκε στο ΝΒΑ Ντραφτ στη θέση 15 από τους Μιλγουόκι Μπακς το 2013. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της ελληνικού κράτους του έδωσαν την ελληνική υπηκοότητα επίσημα στις 9 Μαΐου του 2013, δηλαδή
    ένα μήνα μετά την επιλογή του στα Ντραφτς. Πλέον ο Γιάννης (2.11.μ) παίζει σε όλες τις θέσεις και έχει εξελιχθεί στον κορυφαίο παίκτη των Μπακς. Ο Γιάννης έχει παίξει δύο φορές στο NBA All Star και είναι ο ηγέτης της Εθνικής Ελλάδο. Στους Μπακς έχει τον αριθμό 34 στη φανέλα του και στις ΗΠΑ είναι γνωστός σαν The Greek Freak. Τέλος καλαθοσφαιριστής είναι και ο Θανάσης Αντετοκούνμπο, που παίζει στον Παναθηναϊκό και είναι επίσης μέλος της Ελληνικής Εθνικής Ομάδας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η κληρονομιά του Παναγιώτη Γιαννάκη

    Αν ο Νίκος Γκάλης θεωρείται ως ο κορυφαίος Έλληνας καλαθοσφαιριστής, τότε ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι σίγουρα ο κορυφαίος γηγενής. Η κοινή τους πορεία στον Άρη και στην Εθνική ομάδα τους συνέδεσε με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα. Ο «δράκος» έχει όνομα και υστεροφημία τόσο σημαντικά, όσο και η μεγάλη επιτυχία του 1987, όταν όλη η Ελλάδα έμαθε να βλέπει και να παίζει μπάσκετ, με ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον, πάθος και ελπίδα σε σύγκριση με το λαοφιλέστερο των αθλημάτων, το ποδόσφαιρο. Με πρωτεργάτες τον Γιαννάκη και τον Γκάλη, η Εθνική πετύχαινε τη σημαντικότερη επιτυχία της στα χρονικά αφήνοντας απόλυτα έκπληκτη την Ευρώπη, σηματοδοτώντας μία κοσμογονική αλλαγή για την κατάσταση του αθλήματος στη χώρα. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και η κληρονομιά που άφησε κατά κύριο λόγο ο Νικαιώτης. Ήταν μέλος εκείνης της «χρυσής» γενιάς που έστρεψε το ενδιαφέρον του κόσμου μαζικά στο μπάσκετ και αποτέλεσε τον προπομπό για όλες τις μετέπειτα εθνικές και συλλογικές επιτυχίες. Και ο τρόπος που το έκανε με την μαχητικότητα και το αγωνιστικό του πνεύμα αποτέλεσαν υπόδειγμα του «ευ αγωνίζεσθε». Ήταν αρχηγός και ψυχή της ομάδας, φτάνοντας να κάνει το όνομά του ταυτόσημο με την Εθνική, που από το 1987 έγινε δίκαια, η «επίσημη αγαπημένη» όλων των Ελλήνων. Έβαλε κάτω το «εγώ» του για να φτιάξει μαζί με τον Γκάλη το κορυφαίο δίδυμο στην ιστορία της Εθνικής. Και κυριαρχούνταν από συναίσθημα κάθε στιγμή σε κάθε αγώνα, για να γίνει σύνθημα ακόμα κι από τους αντιπάλους του που τον πικάριζαν με το περίφημο «κλάψε-κλάψε». «Σήμερα κλαίμε όχι γιατί αποχωρεί ο Παναγιώτης Γιαννάκης, αλλά διότι αποσύρεται το ίδιο το μπάσκετ...», είχε πει με μία δόση μελαγχολίας αλλά και υπερηφάνιας ο Γιώργος Σιγάλας, ο οποίος τον διαδέχθηκε ως αρχηγός της Εθνικής.[97] Όταν μάλιστα ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της «γαλανόλευκης» και την έφερε στην κορυφή της Ευρώπης το 2005 και στη δεύτερη θέση του κόσμου το 2006, με την ιστορική νίκη επί των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Γιαννάκης απέκτησε «μυθικό» χαρακτήρα για όσα προσέφερε στο άθλημα, τόσο σαν παίκτης όσο και σαν προπονητής. Έγινε ο συνδετικός κρίκος, ως παίκτης και ως προπονητής, στις δύο χρυσές γενιές του ελληνικού μπάσκετ και τα δύο ευρωπαϊκά πρωταθλήματα που κατέκτησε η εθνική ομάδα. Η παρουσία του στον Άρη, στον Παναθηναϊκό, στον Ολυμπιακό και στην Εθνική «σμιλεύουν» ένα προφίλ υπεράνω οπαδικών διαφορών και διαχωρισμών, ενώ το σκεπτόμενο μπάσκετ που εισήγαγε, τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής, συνοδεύτηκε από μοναδικές στιγμές εθνικής υπερηφάνειας, άλλαξαν τα δεδομένα του αθλήματος στην Ελλάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Συνολικες Προβολες