Ο Γιώργος Σεφέρης αγαπούσε τον τόπο τούτο σαν ΄νάτανε δικός του. Είχε μια ιδιαίτερη σχέση με το νησί, την οποία εκδήλωνε με κάθε τρόπο, είτε μέσα από το έργο του, είτε στις επιστολές ή και στα λόγια του, ίσως του θύμιζε την Σμύρνη.
Αγιάναπα Β΄
https://www.youtube.com/watch?v=3egxm6Y4AP4&spfreload=10
Απ' το έργο του Ηλία Ανδριόπουλου "Αργοναύτες", το οποίο περιέχει μελοποιημένη ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, του Μάνου Ελευθερίου και του Νίκου Γκάτσου. Το ποίημα αυτό είναι απ' την αφιερωμένη στην Κύπρο, ποιητική συλλογή του Σεφέρη "Ημερολόγιο καταστρώματος Γ,'", του 1955. Η Αγία Νάπα, απ' όπου και ο τίτλος του ποιήματος, είναι μια μικρή πόλη, με ομώνυμο μοναστήρι, στην επαρχία της Αμμοχώστου. Η πρώτη ερμηνεία του τραγουδιού ήταν του Νίκου Ξυλούρη, εδώ η Νένα Βενετσάνου. Στο έργο Αργοναύτες συμμετέχει και ο Μανώλης Μητσιάς.
Ο Δαίμων της Πορνείας -Διαβαζει ο Γιάννης Βόγλης
https://www.youtube.com/watch?v=rjd0PVulAP8&spfreload=10
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
http://latistor.blogspot.com/2011/12/blog-post_09.html
«Τα ποιήματα της συλλογής αυτής, εκτός από δύο (Μνήμη, α΄ και β΄), μου δόθηκαν το φθινόπωρο του ’53 όταν ταξίδεψα πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος που, όποιες και να ‘ναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας. Ξαναπήγα στο νησί στα ’54. Αλλά και τώρα ακόμη που γράφω τούτο σ’ ένα πολύ παλιό αρχοντικό στα Βαρώσια — ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό —, μου φαίνεται πως όλα κρυσταλλώθηκαν γύρω από τις πρώτες, τις νωπές αισθήσεις εκείνου του αργοπορημένου φθινοπώρου. Η μόνη διαφορά είναι που έγινα από τότε περισσότερο οικείος, περισσότερο ιδιωματικός. Και συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα· η Κύπρος είναι ένας τόπος που το θαύμα λειτουργεί ακόμη. Εδώ αρχίζω να βλέπω τις αντιδράσεις να με πλησιάζουν και θα έπρεπε να ‘λεγα πολλά για να εξηγηθώ. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου…» (Βαρώσια, Σεπτέμβρης 1955).
Γιώργος Σεφέρης, από τη σημείωση στην πρώτη έκδοση της συλλογής Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν (Ποιήματα, σ. 335)
Φωτογραφία που τράβηξε ο Σεφέρης στην Άλωνα
Ειδκά σε ένα γράμμα του προς στην αδελφή του τον Οκτώβρη του 1954, αναφέρει για το νησί μας:
«…Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα… ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας. Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι - 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους. Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: "Θέλομεν την Ελλάδα μας κι ας τρώγομεν πέτρες…". Θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο. Θα έβλεπαν από εκεί πλατύτερο τον τόπο μας…».
«Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς – Κυπρίους – όχι Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πάνω απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα "κουλτούρας", με την πλατύτερη έννοια που η λέξη έχει) και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων ‘‘πολιτική προπαγάνδα”» Γ. Σεφέρης
Αγιάναπα Β΄
https://www.youtube.com/watch?v=3egxm6Y4AP4&spfreload=10
Απ' το έργο του Ηλία Ανδριόπουλου "Αργοναύτες", το οποίο περιέχει μελοποιημένη ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, του Μάνου Ελευθερίου και του Νίκου Γκάτσου. Το ποίημα αυτό είναι απ' την αφιερωμένη στην Κύπρο, ποιητική συλλογή του Σεφέρη "Ημερολόγιο καταστρώματος Γ,'", του 1955. Η Αγία Νάπα, απ' όπου και ο τίτλος του ποιήματος, είναι μια μικρή πόλη, με ομώνυμο μοναστήρι, στην επαρχία της Αμμοχώστου. Η πρώτη ερμηνεία του τραγουδιού ήταν του Νίκου Ξυλούρη, εδώ η Νένα Βενετσάνου. Στο έργο Αργοναύτες συμμετέχει και ο Μανώλης Μητσιάς.
Ο Δαίμων της Πορνείας -Διαβαζει ο Γιάννης Βόγλης
https://www.youtube.com/watch?v=rjd0PVulAP8&spfreload=10
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
http://latistor.blogspot.com/2011/12/blog-post_09.html
Όλες οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα τραβήχτηκαν από τον ίδιο τον Γιώργο Σεφέρη κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Κύπρο. Με αφορμή τις εν λόγω φωτογραφίες δημιουργήθηκαν δύο ντοκιμαντέρ του Ανδρέα Πάντζη με τίτλο "Φωτογραφική μηχανή σωστά κανονισμένη" το 2004 και "Ο Σεφέρης στη χώρα της έκλειψης" το 2007. Επιστημονικός συνεργάτης ήταν ο Σάββας Παύλου.
https://www.youtube.com/watch?v=fV-dG2FNd_g
Γιῶργος Σεφέρης Αγίανάπα β
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάτω ἀπ᾿ τὴ γέρικη συκομουριὰ
τρελὸς ὁ ἀγέρας ἔπαιζε
μὲ τὰ πουλιὰ μὲ τὰ κλωνιὰ
καὶ δὲ μᾶς ἔκραινε.
Ὥρα καλή σου ἀγέρα τῆς ψυχῆς
ἀνοίξαμε τὸν κόρφο μας
ἔλα νὰ μπεῖς ἔλα νὰ πιεῖς
ἀπὸ τὸν πόθο μας.
Κάτω ἀπ᾿ τὴ γέρικη συκομουριὰ
ὁ ἀγέρας σηκώθη κι ἔφυγε
κατὰ τὰ κάστρα τοῦ βοριὰ
καὶ δὲ μᾶς ἄγγιξε.
Θυμάρι μου καὶ δεντρολιβανιά,
δέσε γερὰ τὸ στῆθος σου
καὶ βρὲς σπηλιὰ καὶ βρὲς μονιὰ
κρύψε τὸ λύχνο σου.
Δὲν εἶναι ἀγέρας τοῦτος τοῦ Βαγιοῦ
δὲν εἶναι τῆς Ἀνάστασης
μὰ εἶναι τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ καπνοῦ
τῆς ζωῆς τῆς ἄχαρης.
Κάτω ἀπ᾿ τὴ γέρικη συκομουριὰ
στεγνὸς ὁ ἀγέρας γύρισε
ὀσμίζουνταν παντοῦ φλουριὰ
καὶ μᾶς ἐπούλησε.
Ὁ Δαίμων τῆς Πορνείας
ΑπάντησηΔιαγραφή«Nicosia e Famagosta per la lor bestia si lamenti e garra»
PARADISO
«ὡς γοιὸν ἠξεύρετε καὶ ὁ δαίμων τῆς πορνείας ὅλον τὸν κόσμον
πλημμελᾶ τὸν ἐκόμπωσε τὸν ρήγαν καὶ ἔππεσεν εἰς ἁμαρτίαν»
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ
Ὁ Τζουὰν Βισκούντης εἶχε γράψει τὴν ἀλήθεια.
Πῶς πλέρωσε μαυλίστρες ὁ κούντη Τερουχᾶς
πῶς βρέθηκαν ἀντάμα αὐτὸς κι ἡ ρήγαινα
πῶς ἄρχισε τὸ πράμα, πῶς ξετέλειωσε,
ὅλα τῆς Λευκωσίας τὰ κοπέλια
τὸ διαλαλοῦσαν στὰ στενὰ καὶ στὶς πλατεῖες.
Πῶς ἦταν ἡ γραφὴ σωστὴ ποὺ ἔστειλε στὴ φραγκιὰ στὸ ρήγα
τὸ ξέραν οἱ συβουλατόροι.
Ὅμως τώρα
συνάχτηκαν καὶ συντυχαῖναν γιὰ νὰ συβουλέψουν
τὴν Κορόνα τῆς Κύπρου καὶ τῶν Ἱεροσολύμων·
τώρα ἦταν διαταμένοι γιὰ νὰ κρίνουν
τὴ ρήγαινα Λινόρα ποὺ κρατοῦσε
ἀπ᾿ τὴ μεγάλη τὴ γενιὰ τῶν Καταλάνων·
κι εἶναι ἀνελέημονες οἱ Καταλάνοι
κι ἂν τύχαινε κι ὁ ρήγας ἐκδικιοῦνταν
τίποτε δὲ θὰ τό ῾χαν ν᾿ ἀρματώσουν καὶ νὰ ῾ρθοῦνε
καὶ νὰ τοὺς ξολοθρέψουν αὐτοὺς καὶ τὸ βιό τους.
Εἶχαν εὐθύνες, τρομερὲς εὐθύνες·
ἀπὸ τὴ γνώμη τους κρέμουνταν τὸ ρηγάτο.
Πὼς ὁ Βισκούντης ἦταν τίμιος καὶ πιστὸς
βέβαια τὸ ξέραν· ὅμως βιάστηκε,
φέρθηκε ἀστόχαστα ἄμοιαστα ἄτσαλα.
Ἦταν ἁψὺς ὁ ρήγας, πῶς δὲν τὸ λογάριασε;
καὶ μπρούμυτα στὸν πόθο τῆς Λινόρας.
Πάντα μαζί του στὰ ταξίδια τὸ πουκάμισό της
καὶ τό ῾παιρνε στὴν ἀγκαλιά του σὰν κοιμοῦνταν·
καὶ πῆγε νὰ τοῦ γράψει ὁ ἀθεόφοβος
πῶς βρῆκαν μὲ τὴν ἄρνα του τὸ κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ᾿ ἕναν ἄρχοντα;
Ἦταν μωρός. Τουλάχιστο ἂς θυμοῦνταν
πὼς ἔσφαλε κι ὁ ρήγας· ἔκανε τὸ λιγωμένο
μὰ εἶχε στὸ πισωπόρτι καὶ δυὸ καῦχες.
Ἀναστατώθη τὸ νησὶ σὰν ἡ Λινόρα
πρόσταξε καὶ τῆς ἔφεραν τὴ μιά, τὴ γκαστρωμένη
κι ἄλεθαν μὲ τὸ χερομύλι πάνω στὴν κοιλιά της
πινάκι τὸ πινάκι τὸ σιτάρι.
Καὶ τὸ χειρότερο - δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς -
ἀφοῦ τὸ ξέρει ὁ κόσμος ὅλος πὼς ὁ ρήγας
γεννήθηκε στὸ ζώδιο τοῦ Αἰγόκερω,
πῆρε στὰ χέρια του ὁ ταλαίπωρος καλάμι
τὴ νύχτα ποὺ ἦταν στὸν Αἰγόκερω ἡ σελήνη
νὰ γράψει τί; γιὰ κέρατα καὶ κριάρια!
Ὁ φρόνιμός τη μοίρα δὲν τηνε ξαγριεύει.
Ὄχι· δὲν εἴμαστε ταγμένοι γιὰ νὰ ποῦμε
ποῦ εἶναι τὸ δίκιο. Τὸ δικό μας χρέος
εἶναι νὰ βροῦμε τὸ μικρότερο κακό.
Κάλλιο ἕνας νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ ριζικό του
παρὰ σὲ κίντυνο νὰ μποῦμε ἐμεῖς καὶ τὸ ρηγάτο.
Ἔτσι συβουλευόντουσαν ὅλη τὴ μέρα
καὶ κατὰ τὸ βασίλεμα πῆγαν στὸ ρήγα
προσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν πὼς ὁ Τζουὰν Βισκούντης
εἶναι ἕνας διαστρεμμένος ψεματάρης.
Κι ὁ Τζουᾶν Βισκούντης πέθανε ἀπ᾿ τὴν πείνα σὲ μιὰ γούφα.
Μὰ στὴν ψυχὴ τοῦ ρήγα ὁ σπόρος τῆς ντροπῆς του
ἅπλωνε τὰ πλοκάμια του καὶ τὸν ἐκίνα
τό ῾παθε νὰ τὸ πράξει καὶ στοὺς ἄλλους.
Κερὰ δὲν ἔμεινε ποὺ νὰ μὴ βουληθεῖ νὰ τὴν πορνέψει·
τὶς ντρόπιασε ὅλες. Φόβος κι ἔχτρα ζευγαρῶναν
καὶ γέμιζαν τὴ χώρα φόβο κι ἔχτρα.
Ἔτσι, μὲ τὸ «μικρότερο κακό», βάδιζε ἡ μοίρα
ὡς τὴν αὐγὴ τ᾿ Ἁγι᾿ Ἀντωνιοῦ, μέρα Τετάρτη
ποὺ ἦρθαν οἱ καβαλάρηδες καὶ τὸν ἐσύραν
ἀπὸ τῆς καύχας του τὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸν ἐσφάξαν.
«Καὶ τάπισα παρὰ οὕλους ὁ τουρκοπουλιέρης
ἧβρεν τὸν τυλιμένον τὸ αἵμαν» λέει ὁ χρονογράφος
«κι ἔβγαλεν τὴν μαχαίραν του καὶ κόβγει
τὰ λυμπά του μὲ τὸν αὐλὸν καὶ τοῦ εἶπε:
Γιὰ τοῦτα ἔδωκες θάνατον!».
Αὐτὸ τὸ τέλος
ὅρισε γιὰ τὸ ρήγα Πιὲρ ὁ δαίμων τῆς πορνείας.