11/12/21

Παύλος Καρρέρ & Ισαβέλλα Ιατρά

Ο Παύλος Καρρέρ υπήρξε ηγετική μορφή της επτανησιακής μουσικής και δημιουργός εθνικής όπερας και φωνητικής μουσικής βασισμένης σε ελληνικά θέματα, ελληνόγλωσσα λιμπρέτα και στίχους, καθώς και μελωδίες εμπνευσμένες από τη δημοτική και την αστικολαϊκή παράδοση της νεότερης Ελλάδας. Ο Καρρέρ υπήρξε ο δημοφιλέστερος Έλληνας μουσουργός του 19ου αιώνα, ενώ ανέπτυξε σημαντική σταδιοδρομία στην Ιταλία. Κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας ο Καρρέρ επίσης εργάστηκε ως μουσικοδιδάσκαλος, διευθυντής ορχήστρας και ησυμβασιούχος ιμπρεσάριος. Παρακολουθούσε από απόσταση αναπνοής τις εξελίξεις στο πεδίο της ευρωπαϊκής όπερας, αφουγκραζόταν την καλλιτεχνική νεωτερικότητα και ανανέωνε διαρκώς τη συνθετική του πρακτική. Στο συνθετικό του ύφος εντοπίζονται ιταλικές επιδράσεις, ωστόσο, το μουσικό του ιδίωμα διακρίνεται για το ιδιαίτερο προσωπικό του στίγμα, καθώς και για την προσπάθειά του να προσδώσει εθνικό χρωματισμό στις δημιουργίες του.

Γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1829 στη Ζάκυνθο και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Καρρέρης. Καταγόταν από ιστορική αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου με ρίζες από την Κύπρο και τη Μάλτα. Αδέλφια του ήταν η Ιωάννα και ο Φρειδερίκος πολιτικός και λογοτέχνηςΣπούδασε μουσική στη γενέτειρά του με τους Ιταλούς διδασκάλους και πιθανώς στην Κέρκυρα με τον Νικόλαο Μάντζαρο. Το 1850, μετακόμισε στο Μιλάνο και εκεί παρακολούθησε ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής με τους Raimondo Boucheron, Pietro Tassistro και Giuseppe Winter. Εντός του έτους παρουσίασε τα πρώτα ορχηστρικά του έργα και συνέθεσε την παρτιτούρα για το μπαλέτο του Tomaso Casati Bianca di Belmonte. Υπό την προστασία του παντοδύναμου Ιταλού μουσικοεκδότη Francesco Lucca, ο Καρρέρ έκανε το ντεμπούτο του ως σύνθετης όπερας τον Αύγουστο του 1852 με το έργο Dante e Bice, όπερα σε τρία μέρη βασισμένη σε λιμπρέτο του Serafino Torelli. Την επόμενη χρονιά συνεργάστηκε με τον χορογράφο Andrea Palladino για το κωμικό μπαλέτο Cadet, il barbiere [Καντέτ ο μπαρμπέρης], το οποίο ανέβηκε στην «Canobbiana» χωρίς σημαντική απήχηση, ωστόσο, η χρονιά αυτή επεφύλαξε μία μεγάλη επιτυχία για τον νεαρό συνθέτη: η τρίπρακτη όπερα Isabella d’Aspeno παρουσιάστηκε στο θέατρο «San Giacomo» της Κέρκυρας (Φεβ. 1854), για να ακολουθήσει μία θριαμβευτική δέσμη παραστάσεων στο μιλανέζικο «Carcano». Η επιτυχία του Carrer στις μιλανέζικες σκηνές συμπληρώνεται με το ανέβασμα της grand opéra La Rediviva [Η Νεκραναστημένη], σε τρεις πράξεις και λιμπρέτο του Giuseppe Sapio. Η όπερα έτυχε θερμότατης υποδοχής όταν ανέβηκε ως υπερπαραγωγή στο «Carcano», επιτυχία η οποία συνεχίστηκε στο Teatro Comunale του Como, καθώς και στο κερκυραϊκό «San Giacomo». Καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής του στην Ιταλία ο Καρρέρ επίσης συνέθεσε μουσική σαλονιού και ειδικότερα οπερατικές μεταγραφές για πιάνο και φλάουτο, χορούς και ασκήσεις solfège.

Εμφορούμενος ο δημιουργός από το όραμα να δημιουργήσει εθνική μουσική και να καταστεί ο πρώτος εθνικός συνθέτης της Ελλάδας, ο Καρρέρ επαναπατρίστηκε το 1857 και εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο. Εκεί συνεργάστηκε ως αρχιμουσικός και ως ιμπρεσάριος με τα τοπικά θέατρα, δίδαξε μουσική και παντρεύτηκε την υψίφωνο και πρωταγωνίστρια των έργων του, Ισαβέλλα Ιατρά. Την ίδια εποχή συνέθεσε την πρώτη του εθνικού περιεχομένου όπερα, τον τετράπρακτο Μάρκο Βότζαρη (1858-1860), καθώς και πολυάριθμα άσματα σε ελληνικούς στίχους, ανάμεσα στα οποία το πασίγνωστο κλέφτικο «Ο Γερο-Δήμος», ένα δημοτικοφανές τραγούδι που ενσωματώθηκε στην παραπάνω όπερα. Ο Μάρκος Βότζαρης έκανε πρεμιέρα στην Πάτρα τον Απρίλιο του 1861 και θεωρείται το πιο γνωστό έργο του Καρρέρ και η δημοφιλέστερη ελληνική όπερα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα που γνώρισε πάνω από 45 σκηνικές διδασκαλίες. Το έργο, αρχικά συντεθειμένο σε ένα ιταλικό λιμπρέτο του Giovanni Caccialupi, σταδιακά μεταφράστηκε και καθιερώθηκε στα ελληνικά, προκαλώντας συχνά λαϊκό ενθουσιασμό στις πλατείες των θεάτρων όπου παρουσιάστηκε. Στην ίδια περίπου γραμμή, αλλά πιο προχωρημένες συνθετικά είναι και οι άλλες δύο εθνικές του όπερες, η ατμοσφαιρική οριεντάλ Κυρά Φροσύνη (λιμπρέτο από τον Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο, βασισμένο στο ομότιτλο εκτενές ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη), που παρουσιάστηκε στον ζακυνθινό «Απόλλονα» τον Νοέμβριο 1868 και η ηρωικού ύφους Δέσπω (λιμπρέτο από τον συλλέκτη δημοτικών τραγουδιών και πολυσχιδή λόγιο Αντώνιο Μανούσο), που ανέβηκε στον «Απόλλονα» των Πατρών, τον Δεκέμβριο 1882. Παράλληλα με τα εθνικά του μελοδράματα, ο Καρρέρ συνέχισε να συνθέτει ιταλικού ύφους όπερες, όπως η μυθιστορηματικής πλοκής Fior di Maria [Μαριάνθη] (σε λιμπρέτο Giovanni Caccialupi, πρεμιέρα στο «San Giacomo» της Κέρκυρας, Ιανουάριος 1868). Αποφασιστικότερα βήματα προς τον σκηνικό και τον μουσικό ρεαλισμό πραγματοποίησε με τη σύνθεση της Maria Antonietta (λιμπρέτο του Γεωργίου Ρώμα, πρεμιέρα στο θέατρο «Φώσκολος» της Ζακύνθου, Ιανουάριος 1884). Ιδιαίτερη θέση στην οπερατική του δημιουργία κατέχει και η τελευταία του όπερα Μαραθών-Σαλαμίς, ένα φιλόδοξο έργο σε τέσσερα μέρη (σύνθεση του 1887), το οποίο όμως δεν παρουσιάστηκε στην εποχή του, αλλά 115 χρόνια μετά (παγκόσμια πρώτη το 2003 από την Εθνική Λυρική Σκηνή). Ο Παύλος Καρρέρ απεβίωσε στη Ζάκυνθο στις 7 Ιουνίου 1896. 


Η σοπράνο Ισαβέλλα Ιατρά Καρρέρ ή Ελισάβετ Γιατρά γεννήθηκε το  στην Ζάκυνθο και ήταν κόρη του Ζακυνθινού ζωγράφου Κωνσταντίνου Ιατρά και της Αγγλίδας Σάρα Χάρδιγκ. Σπούδασε μουσική και μονωδία στην Μπολώνια, και επέστρεψε στη Ζάκυνθο όπου γνώρισε και τον μετέπειτα σύζυγο της Παύλο Καρρέρ. Είχε τον ρόλο της πρωταγωνίστριας σε πολλά μελοδράματα που ανέβασε ο Καρρέρ στην Πάτρα, Ζάκυνθο, Κέρκυρα. Υπήρξε μία από τις πρώτες Ελληνίδες λυρικές αοιδούς.

Νανούρισμα 
https://www.youtube.com/watch?v=jT8x0y6ZjgM
Ποίηση: Αριστοτέλης Βαλαωρίτη 
Μουσική: Παύλος Καρρέρ 
Εκτέλεση: Αλεξάνδρα Καμπουροπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Συνολικες Προβολες