25/6/13

Μαρίζα Κώχ

"Μόνο στη φωνή της Μαρίζας βρίσκεις ολοκάθαρη την ιερή σκουριά του Καββαδία." 7Xarch
*Η ονομασία Φάτα Μοργκάνα αποτελεί εξιταλισμένη απόδοση του μεσαιωνικού αγγλικού ονόματος Μόργκαν ή Μοργκάνα λε Φέι, της μάγισσας και ετεροθαλούς αδελφής του Βασιλιά Αρθούρου και χρησιμοποιείται στη σικελική παράδοση για να υποδηλώσει ένα ιδιαίτερο είδος διπλού αντικατοπτρισμού, ένα οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται σε θερμοκρασιακή αναστροφή, όπου εκεί βρίσκεται το φανταστικό παλάτι της Φάτα Μοργκάνα. Τα αντικείμενα στον ορίζοντα, όπως νησιά, κρημνοί, πλοία ή παγόβουνα, εμφανίζονται σύνθετα, δηλαδή δύο είδωλα ίδιου αντικειμένου ενωμένα αντίστροφα κατά κορυφή. Όταν ο καιρός είναι ήπιος, η απρόσκοπτη αλληλεπίδραση μεταξύ του ζεστού υπερκείμενου αέρα και του πυκνότερου ψυχρού αέρα κοντά στην επιφάνεια του εδάφους μπορεί να δράσει ως διαθλαστικός φακός, δημιουργώντας ένα κατακόρυφα αντεστραμμένο είδωλο, επί του οποίου φαίνεται να αιωρείται το απομακρυσμένο ευθύ είδωλο. Η Φάτα Μοργκάνα παρατηρείται συνήθως τις πρωινές ώρες μετά από μια ψυχρή νύχτα που έχει ως αποτέλεσμα τη διαφυγή θερμότητας. Η πρώτη αναφορά σε "Φάτα μοργκάνα" στα αγγλικά, το 1818, αφορούσε έναν παρόμοιο αντικατοπτρισμό που παρατηρήθηκε στο Στενό της Μεσσίνας, ανάμεσα στην Καλαβρία και τη Σικελία.Το φαινόμενο είναι σύνηθες στις κοιλάδες των ψηλών βουνών, όπως η κοιλάδα Σαν Λούις του Κολοράντο, στο Κόλπο Τογιάμα στη δυτική ακτή της Ιαπωνίας καθώς και στις Μεγάλες Λίμνες της Β. Αμερικής και στις Αρκτικές θάλασσες σε πολύ γαλήνια πρωινά, ή συχνά στις καλυμμένες με πάγο κρηπίδες της Ανταρκτικής.
Η "Φάτα Μοργκάνα" υπάγεται στους ανώτερους αντικατοπτρισμούς (superior mirage), που διακρίνονται από τους πιο συνηθισμένους κατώτερους αντικατοπτρισμούς (inferior mirage), οι οποίοι δημιουργούν την οφθαλμαπάτη μακρινών νερόλακκων στην έρημο και "υγρού οδοστρώματος" στους πολύ ζεστούς δρόμους.
Μαραμπού
https://www.youtube.com/watch?v=0uevczekuic
Ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Μελοποίηση - Εκτέλεση: Μαρίζα Κωχ

*Μαραμπού: (ορνιθολογία) γένος μεγάλων τροπικών πτηνών που ανήκει στην τάξη πελαργόμορφα (Ciconiiformes) και στην οικογένεια πελαργίδες (Ciconiidae).
Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά, / καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη, / κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί, / ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μοῦ ἐγίνη. (Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού)

3 σχόλια:

  1. Η Μαρίζα Κωχ γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1944 στην Αθήνα από Ελληνίδα μητέρα και Γερμανό πατέρα μέλος του Γερμανικού στρατού κατοχής. Τα πρώτα της ακούσματα ήταν η βυζαντινή μουσική και τα νησιώτικα τραγούδια στη Σαντορίνη όπου έζησε μέχρι τα εφηβικά της χρόνια.

    Υπηρέτησε την ελληνική παραδοσιακή μουσική με το πολύ ιδιαίτερο προσωπικό της ύφος, εισάγοντας τον ηλεκτρικό ήχο στις διασκευές της. Η μουσική της γραφή φέρει επιρροές από το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ως ερμηνεύτρια εντάσσει πάντα στα ρεσιτάλ της κύκλους τραγουδιών αυτού του μεγάλου συνθέτη. Μελοποίησε ποίηση Σαπφούς, Κώστα Βάρναλη και του Έλληνα ποιητή των θαλασσών Νίκου Καββαδία. Η τελευταία της συνθετική δουλειά κυκλοφόρησε το 2009 σε ποίηση Γιώργου Σαραντάρη.

    Το 1976, με «παραγγελία» του Μάνου Χατζιδάκι, η Μαρίζα Κωχ συνθέτει μια μπαλάντα διαμαρτυρίας για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο με τίτλο «Παναγιά μου – Παναγιά μου» και συμμετέχει με το τραγούδι αυτό στο διαγωνισμό της Eurovision στη Χάγη.
    Από τη δεκαετία του ’70 ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο τραγουδώντας στα μεγαλύτερα θέατρα και σε αναγνωρισμένα μουσικά φεστιβάλ στη Δυτική Ευρώπη, στη Ρωσία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική, την Αυστραλία, την Ινδία, τη Μέση Ανατολή, και την Αφρική ως πρέσβειρα της ελληνικής μουσικής.

    Για τις περιοδείες της η Μαρίζα Κωχ λέει:
    «Αξιώθηκα να τραγουδήσω σε πολλά από τα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, αλλά και σε αμέτρητα σχολεία, καφενεία, αγροτικές αποθήκες και των πιο μικρών χωριών της πατρίδας μας. Καμαρώνω το ίδιο και για το ένα και για το άλλο. Με τα τραγούδια μου θέλω να ομολογήσω όσα νιώθω ταξιδεύοντας στην πατρίδα μας. Στα δικά μου μάτια μοιάζει να είναι η πιο πλούσια χώρα του κόσμου σε φυσική ομορφιά, σε χαρακτήρες ανθρώπων, σε ιστορία, σε μουσική, σε τέχνες, σε θρησκευτικό μεγαλείο, σε βάθος ανθρωπίνων συναισθημάτων».

    Το 1980 είναι η πρώτη τραγουδίστρια της Δύσης που εμφανίζεται στην Κίνα και στο πλαίσιο διεθνών πολιτιστικών ανταλλαγών εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Πεκίνο με αντίστοιχη εμφάνιση της Όπερας του Πεκίνου στην Αθήνα. Το 2009 εκπροσωπεί την Ελλάδα στο φεστιβάλ International Country Music Week που διεξάγεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του Μάο. Διακρίνεται ανάμεσα σε συμμετοχές 32 χωρών από τις πέντε ηπείρους, και της απονέμεται το βραβείο «Best Singer». Το καλοκαίρι του 2010 ταξιδεύει και πάλι στην Κίνα ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Ένωσης για την Μουσική Εκπαίδευση, της οποίας είναι επίτιμο μέλος, προκειμένου να παρευρεθεί στις εργασίες του 29ου Παγκόσμιου Συνεδρίου της ISME για την μουσική εκπαίδευση. Με το πέρας του Συνεδρίου παραλαμβάνει με όλη την Ελληνική αποστολή την σημαία του 30ου Συνεδρίου, το οποίο θα διεξαχθεί το 2012 στην Ελλάδα.

    Ιδρύει δική της δισκογραφική εταιρία, τη VERSO MUSIC, με σκοπό την καταγραφή παραδοσιακών τραγουδιών από όλη την Ελλάδα και την έκδοση παιδικής δισκογραφίας. Παράλληλα, ιδρύει και το Κέντρο Βιωματικής Μουσικής, Κίνησης & Λόγου «Μαρίζα Κωχ», για τη βιωματική διδασκαλία της μουσικής σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας. Σε συνεργασία με το Ωδείο Αθηνών δημιουργεί την παιδική χορωδία παραδοσιακού τραγουδιού. Εκδίδει παιδικούς δίσκους με παραδοσιακά παιχνιδοτράγουδα και δίνει παραστάσεις για παιδιά με το έργο «Η Γοργόνα ταξιδεύει τον μικρό Αλέξανδρο». Με τα βιβλία της «Με τη Μαρίζα τραγουδώ, Ελληνικά μαθαίνω» (Εκδόσεις Σταμούλης 2010) και «Το Πάπλωμα με τα Χρυσά Κουδούνια» (Εκδόσεις Σταμούλης 2011) – που συνοδεύονται από cds- απευθύνεται σε παιδιά που ασκούνται στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας και της Ελληνικής μουσικής παράδοσης.

    Τιμήθηκε γα την μουσική της προσφορά από τον Σύνδεσμο Ελληνίδων Επιστημόνων και από το Πανεπιστήμιο Cornell της Νέας Υόρκης ως «γυναίκα δημιουργός». Είναι επίτιμο μέλος της Θηραϊκής Εταιρείας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών και της Ελληνικής Ένωσης για την Μουσική Εκπαίδευση. Μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής για τα Μουσικά Σχολεία του Υπουργείου Παιδείας, δια βίου μάθησης και Θρησκευμάτων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μαραμπού

    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
    πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
    πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ
    κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

    Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
    πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
    κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
    σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

    Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
    που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
    κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
    κανείς δεν το `μαθε ποτέ, γιατί δεν το `πα σε κανένα.

    Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
    και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
    κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
    εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

    Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ
    και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
    Τότε τη γνώρισα σαν άνθος έμοιαζε αλπικό
    και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

    Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
    κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού `χε αυτοκτονήσει,
    ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
    μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

    Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
    και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
    συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
    κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

    Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
    κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη,
    μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
    και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

    Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ’ το λαιμό
    κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
    κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
    όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα `φευγε την πόλη.

    Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
    ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
    και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
    όαση, που ένας συναντά μεσ’ στην καρδιά της Άμμου.

    Νομίζω πως θε να `πρεπε να σταματήσω εδώ.
    Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
    Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
    κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

    Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
    είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα,
    και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
    το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

    Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

    Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
    οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
    κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
    με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

    Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
    Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
    Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
    «μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

    Όταν την είδα και στο φως τα’ αχνό το πρωινό,
    μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
    που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σαν να `χα φοβηθεί,
    το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

    Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
    κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
    και μια το πορτοφόλι μου... Μ’ απόμεινα κι εγώ
    έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

    Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
    σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
    φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
    που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
    πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
    πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
    μ’ αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συχωρέσει...

    Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
    ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
    Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
    νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Φάτα Μοργκάνα


    Στη Θεανώ Σουνά

    Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
    στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
    σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
    που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

    Στρείδι ωκεάνειο αρραβωνιάζεται το φως.
    Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
    κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
    που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

    Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
    οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
    όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
    χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

    Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
    Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
    άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
    ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ’ αγαπήσαν.

    Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
    δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ’ τη Σαντορίνη.
    Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
    να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.

    Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
    Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
    Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
    μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

    Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
    Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
    Μπροστά στην Πύλη δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
    και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.

    ~

    Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
    Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
    Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
    Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

    Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
    όνομα. Εύα από την Κίο.
    Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
    και η τέταρτη είν’ έν’ αγόρι μ’ ένα μάτι.

    Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
    όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
    φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
    άρμπουρα, τιμόνια και προπέλες.

    Να ‘χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
    ή το γέρο νάνο απ’ την Καντώνα.
    Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
    πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

    Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
    Ξόρκισε, Allodetta, τ’ όνομά του.
    Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
    και φυλλομετρά τον καζαμία.

    Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
    Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
    Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
    έχει και στην κόλαση μπορντέλο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Συνολικες Προβολες