"Η Έφη Μπέμπο, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1910 στην Καλλίπολη της Αν. Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λαρίσης και κατόπιν στο Βόλο. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ' ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει."
Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε όλες οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή σε μία συμβολική πράξη προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2000 χρυσές λίρες, ενώ όταν τα ναζιστικά στρατεύματα θα μπούν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή μεταμφιεσμένη σε καλόγριαστη, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης»".
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του (1941)
https://www.youtube.com/watch?v=GXNLyBIr19E
Στίχοι: Γιώργος Θίσβιος Μουσική: Θεόφραστος Σακελλαρίδης Εκτέλεση: Σοφία Βέμπο
Το τραγούδι βασίστηκε στην κωμωδία του Θ. Συναδινού "Κομμωτής Κυριών" και συγκεκριμένα στο τραγούδι "Πλέκει η Βάσω το προικιό της".
https://www.youtube.com/watch?v=2MiE63RJmDs
Βάλς του 1938 σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Σπυρόπουλου Παπαδούκα, από την επιθεώρηση "Βιολέττα" την μεγάλη επιτυχία του θιάσου Μηλιάδη Κυριακού στο θέατρο Σαμαρτζή
Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε όλες οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή σε μία συμβολική πράξη προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2000 χρυσές λίρες, ενώ όταν τα ναζιστικά στρατεύματα θα μπούν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή μεταμφιεσμένη σε καλόγριαστη, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης»".
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του (1941)
https://www.youtube.com/watch?v=GXNLyBIr19E
Στίχοι: Γιώργος Θίσβιος Μουσική: Θεόφραστος Σακελλαρίδης Εκτέλεση: Σοφία Βέμπο
Το τραγούδι βασίστηκε στην κωμωδία του Θ. Συναδινού "Κομμωτής Κυριών" και συγκεκριμένα στο τραγούδι "Πλέκει η Βάσω το προικιό της".
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου (1947)
https://www.youtube.com/watch?v=FR_bekaD7-0#t=23
Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ Εκτέλεση: Σοφία Βέμπο
Πόσο λυπάμαιhttps://www.youtube.com/watch?v=2MiE63RJmDs
Βάλς του 1938 σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Σπυρόπουλου Παπαδούκα, από την επιθεώρηση "Βιολέττα" την μεγάλη επιτυχία του θιάσου Μηλιάδη Κυριακού στο θέατρο Σαμαρτζή
"Το 1949 η Βέμπο απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς μας. Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας εποχής για το ελληνικό τραγούδι, λανσάροντας το «αρχοντορεμπέτικο». Όλα αυτά τα χρόνια, η Σοφία Βέμπο διατηρούσε δεσμό με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, με τον οποίο παντρεύτηκε τελικά το 1957. Το 1959 πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στην κλασσική «Στέλλα» και το 1938 στην «Προσφυγοπούλα», όπου είχε κάνει και το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη. Στα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά.
Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της. Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατρέπεται σ' ένα πάνδημο συλλαλητήριο. http://www.sansimera.gr/biographies/155#ixzz3HGIZKZ3d
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
ΑπάντησηΔιαγραφήΒάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ’ όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε, το φουκαρά!
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τον τσολιά μας τον λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
τον μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.
Αααααααααααααχ.
Ξεκινάει την άλλη μέρα,
μα και πάλι ακούει "Αέρα"
από τον τσολιά,
δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι,
ξέρει τη δουλειά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά,
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
Αααααααααααααχ.
Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Και οι Κένταυροι οι καημένοι,
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι
πέφτουν στο νερό.
Αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Αααααααααααααχ.
Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε τη κλωτσιά,
και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μεσ’ τη Κορυτσά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική,
Αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και `πάθαν οι καημένοι
μεγάλη συμφορά,
κι η Ρώμη περιμένει
κι εκείνη τη σειρά.
Αααααααααααααχ.
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιος το περίμενε στ’ αλήθεια,
να βγουν ψευτιές και παραμύθια
και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,
που μας τα `λέγαν κάθε βράδυ απ’ τα Λονδίνα τους.
Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει,
δε θα το βάλουμε μαράζι
και δε θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,
γιατί δεν είν’ πρώτη φορά που μας τη σκάσατε
και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε
και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε:
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν οι εχθροί σου.
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.
Σε κάθε χιονισμένη ράχη,
σαν πολεμούσαμε μονάχοι,
όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε
και μεσ’ στα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε.
Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα,
η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα,
ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχύσαμε,
να μας καθίσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε.
Μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα
και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ’ ένα στόμα:
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν’ οι εχθροί σου.
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.
Τα τραγούδια της Βέμπο σαν χείμαρρος απλώνονταν σε κάμπους και βουνά, αγκάλιαζαν πόλεις και χωριά, σύνορα και μετόπισθεν, έμπαιναν σε στρατώνες και νοσοκομεία και γέμιζαν δύναμη έναν ολόκληρο λαό.
ΑπάντησηΔιαγραφή