ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ (1771-1825)
Η Λασκαρίνα γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1771 στην Κωνσταντινούπολη μέσα στις φυλακές, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της εκεί ο φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην 'Υδρα, τον τόπο καταγωγής τους. Τέσσερα χρόνια αργότερα μετακόμισαν στις Σπέτσες, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε και πάλι και από την ένωση αυτή η Λασκαρίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια. Η ίδια παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 ετών με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον επίσης Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη και οι δυο όμως σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά, τρία από τον πρώτο της γάμο και τρία από τον δεύτερο γάμο της. Είχε όμως αποκτήσει μια τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα πέραν των 300,000 τάλαρων. Κατάφερε μάλιστα να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες. Το 1816 ωστόσο, η Υψηλή Πύλη θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Πράγματι ο Μπούμπουλης είχε πάρει μέρος στη ναυμαχία στην Ίμβρο και την Τένεδο κατά των Τούρκων, και είχε παρασημοφορηθεί από τους Ρώσους, οι οποίοι του είχαν απονείμει τον τίτλο του πλοιάρχου του Ρωσικού Αυτοκρατορικού στόλου και τον τίτλο του επίτιμου Ρώσου πολίτη. Η Μπουμπουλίνα για να αντιμετωπίσει την κατάσταση πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συναντά τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζητά να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζή που είχαν υπογραφεί το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο τον Α'. Πριν όμως πάει εκεί, θα καταφέρει να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα, η οποία εντυπωσιασμένη από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού παρέμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για τις Σπέτσες. Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε η μόνη γυναίκα που μυήθηκε στην οργλανωση, στον κατώτερο όμως βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές. Καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820 και είχε μήκος 48 πήχες, είχε 18 κανόνια και κόστισε 75.000 τάλαρα. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Την ίδια περίοδο έρχεται σε ρήξη όμως με τα παιδιά του δεύτερου συζύγου της από τον πρώτο του γάμο όταν αυτά διεκδικούν το μερίδιο τους από την πατρική περιουσία. Θα καταφύγουν πρώτα στον Οικουμενικό Πατριαρχείο που της εξέδωσε επιτίμιο και μετά στους προεστούς των Σπετσών και τελικά στο Βουλευτικό, το οποίο ωστόσο δεν έλαβε θέση στην ενδοοικογενειακή διαφορά, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της στην Επανάσταση. Η μεγάλη καπετάνισσα είχε σχηματίσει το δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες και είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε και την έκανε να ξοδέψει στα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης όλη της την περιουσία προσπαθώντας να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Πράγματι μετά την κατάληψη του Ναυπλίου στις 30 Νοεμβρίου 1822, το υπο διαμόρφωση κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στα τέλη του 1824 ωστόσο, η πατρίδα σπαράζεται από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη (Η κυβέρνηση των Πλοιάρχων των νησιών) υπερισχύει του συνασπισμού των Προεστών και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη και τη σύλληψη και την φυλάκιση του ίδιου του Γέρου του Μοριά μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Η Μπουμπουλίνα αντιδρά και ζητά την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τελικά και η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας, με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίζεται στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης, που το κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο. Πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της, θα χάσει και τη ζωή της στις 22 Μαΐου 1825 στις Σπέτσες κατά τη διάρκεια λογομαχίας που είχε με τους Κουτσαίους, πρόκρίτους στις Σπέτσες που δεν ενέκριναν το γάμου της νεαρής Ευγενίας Κούτση με τον μικρότερο γιο της Μπομπουλίνας από τον πρώτο της γάμο και τους οποίους είχε δώσει καταφύγιο στο σπίτι της.
Κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Μπάτη. Οι γονείς της κατάγονταν από τη Μύκονο αλλά έμεναν στην Τεργέστη ήδη δέκα χρόνια, επειδή ο πατέρας ήταν σπαθάρης (υπασπιστής) του ηγεμόνα της Μολδαβίας και η μητέρα της, ήταν δραστήρια γυναίκα που διηύθυνε στην Τεργέστη τις εμπορικές υποθέσεις του άντρα της. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, μεγάλωσε σε μια μορφωμένη οικογένεια, επηρεασμένη από την εποχή του Διαφωτισμού. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαινόταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στην Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Επίσης εκτός από τα Γαλλικά, μιλούσε άπταιστα Ιταλικά, αλλά και Τουρκικά. Εξόπλισε δύο επανδρωμένα και «ιδιωτικά» πλοία με δικά της έξοδα, με τα οποία καταδίωξε τους πειρατές που επιτέθηκαν στη Μύκονο και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Στις 22 Οκτωβρίου 1822, οι Μυκονιάτες απωθούσαν τους Οθωμανούς Τούρκους υπό την ηγεσία της, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στο νησί. Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους. Αργότερα, η Μαντώ έστειλε ένα άλλο σώμα πενήντα ανδρών στην Πελοπόννησο, οι οποίοι συμμετείχαν στην άλωση της Τριπολιτσάς. Επίσης ξόδεψε χρήματα για την ανακούφιση των στρατιωτών και των οικογενειών τους, αλλά και για την προετοιμασία μιας εκστρατείας προς τη Βόρεια Ελλάδα με την υποστήριξη πολλών φιλελλήνων. Αργότερα δημιούργησε έναν στόλο έξι πλοίων και πεζικό αποτελούμενο από δεκαέξι λόχους με πενήντα άντρες το καθένα και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822 και χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τη σφαγή της Χίου. Μια άλλη ομάδα πενήντα ανδρών στάλθηκε για να ενισχύσει τον Νικηταρά στη μάχη των Δερβενακίων. Όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες, επέστρεψε στην Τήνο και πούλησε τα κοσμήματά της για τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού και εξοπλισμού των 200 ανδρών που πολεμούσαν τον εχθρό και περιέθαλψε δύο χιλιάδες ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Οι άντρες της συμμετείχαν σε αρκετές άλλες μάχες όπως αυτές του Πηλίου, Φθιώτιδας και της Λιβαδειάς. Η Μαντώ απηύθυνε έκκληση στις γυναίκες του Παρισιού και του διαφωτισμού στην Ευρώπη ώστε να πάρουν το μέρος των Ελλήνων. Μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823, για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, αφήνοντας την οικογένειά της η οποία περιφρονούταν ακόμα και από τη μητέρα της λόγω των επιλογών της. Την εποχή εκείνη η Μαυρογένους γνώρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύντομα, έγινε διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά και την ανδρεία της. Αλλά τον Μάιο του ίδιου χρόνου, το σπίτι της κάηκε ολοκληρωτικά και η περιουσία εκλάπη. Μετά από αυτό πήγε στην Τρίπολη για να είναι μαζί με τον Υψηλάντη, ενόσω ο Παπαφλέσσας της παρείχε τροφή. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία και όταν ο πόλεμος τελείωσε, για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ι. Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα της Αντιστράτηγου επί τιμή και της παραχώρησε μια κατοικία στο Ναύπλιο., όπου και μετακόμισε. Είχε μάλιστα στην κατοχή της ένα σπαθί κειμήλιο με την επιγραφή «Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων». Στον αρραβώνα της Μαυρογένους με τον Υψηλάντη αντιτάχθηκαν πολλοί από ισχυρούς πολιτικούς, οι οποίοι είδαν την ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών, οι οποίες διέθεταν φιλικές σχέσεις, ως απειλή. Ο «επικεφαλής» των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος ηγήθηκε της επιτυχημένης απόπειρας διάλυσης του αρραβώνα. Μετά τον αρραβώνα η Μαντώ επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε βαθιά καταθλιπτικά, σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας και δεν έλαβε κάποια τιμητική σύνταξη, ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών. Μετά το θάνατο του Υψηλάντη και τις έντονες πολιτικές του συγκρούσεις με τον Κωλέττη, εξορίστηκε από το Ναύπλιο και επέστρεψε στη Μύκονο, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Μετακόμισε στην Πάρο το 1840, όπου κατοικούσαν μερικοί από τους συγγενείς της. Η μεγάλη αυτή γυναίκα πέθανε από τυφοειδή πυρετό στην Πάρο τον Ιούλιο του 1848, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας.
Η Μαριγώ Ζαραφοπούλα ήταν αγωνίστρια του 1821 και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Γεννήθηκε στην ιστορική συνοικία Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και όταν κατά τις αρχές του 1821, ο Ασημάκης Θεοδώρου πρόδωσε τα μυστικά της οργάνωσης στις οθωμανικές αρχές, ανέλαβε, χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της με διάφορους αξιωματούχους, να πληροφορηθεί λεπτομέρειες για το συμβάν, αποστολή την οποία έφερε εις πέρας. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες γνωριμίες καθώς και τη σημαντική της περιουσία, πέτυχε την δραπέτευση των γιων του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη ως αιχμάλωτοι. Όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της ίδιας αλλά και του εμπόρου αδελφού της, Χατζηβασίλη, στη Φιλική Εταιρεία, γνώρισε διώξεις ενώ ο αδελφός της καρατομήθηκε στις 23 Απριλίου 1821. Τελικά, μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες, η Ζαραφοπούλα κατάφερε να μεταβεί στην Ύδρα της επαναστατημένης Ελλάδας, κομίζοντας μαζί της μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο διέθεσε για τις ανάγκες της επανάστασης. Στην Πελοπόννησο, χρησιμοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη και Υψηλάντη ως κατάσκοπος εντός της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου. Τα επόμενα χρόνια, χρηματοδότησε την εκστρατεία του Φαβιέρου στην Κάρυστο καθώς και την αντίστοιχη του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στην Κρήτη. Μεσούσης της επανάστασης, παντρεύτηκε τον αξιωματικό Γεώργιο ή Θεόδωρο Στεφάνου ο οποίος σκοτώθηκε μαχόμενος, αποκτώντας μαζί του δύο παιδιά. Πέθανε άπορη μετά το 1865, έτος κατά το οποίο αιτήθηκε σύνταξη από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων. Την προσφορά της Ζαραφοπούλας στην επανάσταση, πιστοποίησαν με σχετικά έγγραφα αρκετοί σημαντικοί οπλαρχηγοί όπως οι Γενναίος Κολοκοτρώνης, Χατζηχρήστος, Νικηταράς κ.ά.
Η Κυριακή Ναύτη υπήρξε η πρώτη γυναίκα μέλος της Φιλικής Εταιρείας και αγωνίστρια '21. Καταγόταν από τη Σμύρνη, πατέρας της ήταν ο Γεώργιος Μιτάκης, που στη Σμύρνη μετονομάστηκε Μαϊντιρλής, και μητέρα της η Πελοποννήσια Ζαφείρω. Παντρεύτηκε στη Σμύρνη τον γιατρό και Φιλικό Μιχαήλ Ναύτη. Παραδίδεται ότι στο σπίτι του Μιχαήλ Ναύτη πραγματοποιούνταν συχνά συναντήσεις των Φιλικών που κίνησαν τις υποψίες της Κυριακής Ναύτη. Η Κυριακή είδε την αλληλογραφία των Φιλικών και, όταν πίεσε τον σύζυγό της για να μάθει την αλήθεια, αποφασίστηκε από τους υπόλοιπους εταίρους να μυηθεί, παρόλο που ήταν γυναίκα. Τελικά, η Κυριακή Ναύτη έδωσε τον όρκο των Φιλικών και έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Πρόσφερε, μάλιστα, 3.000 γρόσια για την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Πριν την κήρυξη της επανάστασης το ζευγάρι φοβούμενο αντίποινα των Τούρκων μετακόμισε στη Σύρο. Και εκεί ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα. Ο σύζυγός της ίδρυσε νοσοκομείο στο νησί το 1833. Η οικονομική συνεισφορά της Κυριακής Ναύτη είναι αξιοσημείωτη: εκτός του ποσού που έδωσε στην Φιλική Εταιρεία, πρόσφερε σχεδόν όλη την περιουσία της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Επίσης ανέπτυξε κοινωνική δράση. Το όνομα της Κυριακής συνδέεται με εράνους και δράσεις, κυρίως για την εκπαίδευση των κοριτσιών στη Σύρο.
Μπουμπουλίνα - Μαυρογένους
https://www.youtube.com/watch?v=ALTpCAplpR4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου