5/10/13

Ο Βασίλης Καζούλης και τα Σκαθάρια

Ο Βασίλης Καζούλης (ή Καζούλλης όπως είναι η σωστή γραφή του επωνύμου του) έχει γεννηθεί στο χωριό "Ασκληπειό" Ρόδου και σε ηλικία τεσσάρων ετών μετακομίζει στην Αθήνα. Από νεαρή ηλικία διακρίνεται η κλίση του στη μουσική. Είναι αυτοδίδακτος στην κιθάρα και απόφοιτος της ΑΣΟΕΕ. Στα φοιτητικά του χρόνια δημιούργησε ένα ερασιτεχνικό συγκρότημα, συνεχίζοντας να γράφει στίχους και μουσική. Μετά τη Σχολή, υπηρέτησε για δύο χρόνια στην Αεροπορία, απ' όπου όταν απολύεται έχει έτοιμη ήδη την πρώτη συλλογή τραγουδιών του. Δύο άνθρωποι που πίστεψαν στο ταλέντο του και τον ανέδειξαν ήταν ο Σταμάτης Σπανουδάκης και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο Σπανουδάκης άκουσε πρώτος τη δουλειά του και ήταν ο άνθρωπος που τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική και να κάνει το πρώτο του βήμα στη δισκογραφία. 

Την ίδια εποχή (γύρω στο 1987) ο Σαββόπουλος τον παρουσιάζει στην εκπομπή του "Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι" ως "νέο ταλέντο" και εκεί ερμηνεύει για πρώτη φορά τηλεοπτικά τη μεγάλη επιτυχία "Φανή".

Φάνη
https://www.youtube.com/watch?v=JWIrHzcXeCY
Στίχοι-Μουσική-Εκτέλεση: Βασίλης Καζούλης 

 
http://www.youtube.com/watch?v=JWIrHzcXeCY
Τραγουδοποιός κυρίως της ροκ σκηνής με την μπαλάντα να κυριαρχεί, με εμφανείς τις επιρροές από τους μουσικούς του «συγγενείς», όπως ο ίδιος αποκαλεί τους Beatles, με στοιχεία από την παράδοση των Δωδεκανήσων και ιδιαίτερα της πατρίδας του της Ρόδου έχει συνθέσει ένα ξεχωριστό μουσικό ύφος και αφήσει το δικό του αποτύπωμα στην μουσική σκηνή της χώρας.

Αν ήσουν άγγελος της γης (Video clip)
http://www.youtube.com/watch?v=2AW3Kc-X47A
Στίχοι-Μουσική-Εκτέλεση: Βασίλης Καζούλης

1 σχόλιο:

  1. Οι Συγγενείς από το Λίβερπουλου (μια παιδική έκθεση): Άρθρο του Βασίλη στη Metropolis Press (2003) Ημερομηνία: 01.01.2005

    ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΒΕΡΠΟΥΛ

    (μια παιδική έκθεση)

    Είναι παράξενο πώς ένα παιδί που γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό της Ρόδου, που μεγάλωσε με παραδοσιακούς σκοπούς σε πανηγύρια και γιορτές στο ανατολική Αιγαίο, μπορεί ν’ αγαπήσει τραγούδια της άλλης όχθης, σε μια άγνωστη γλώσσα και με ξένους ρυθμούς.

    Ήμουν γύρω στα 13, όταν ανακάλυψα τα Σκαθάρια. Τα χρόνια πέρασαν κι η αγάπη αυτή μεγάλωσε. Τα τραγούδια μπερδεύτηκαν με τα πρόσωπα σε βιβλία, αφίσες και δίσκους. Έτσι, απέκτησα συγγενείς στο Λίβερπουλ, μόνο που δεν τους είχα δει ποτέ από κοντά, σαν κι αυτούς που ζούσαν στην Αυστραλία και την Αμερική. Η μητέρα απέφευγε να μου μιλήσει για τους μακρινούς αυτούς συγγενείς, όμως εγώ προσπαθούσα να μάθω τα τραγούδια τους. Ευτυχώς, ο πατέρας μου μού πήρε δώρο μια κιθάρα. Το Λίβερπουλ μου φαινόταν πολύ μακρινό αλλά σαν να είχα περπατήσει κι εγώ εκεί. Έκλεινα τα μάτια κι έβλεπα τους δρόμους, τα σπίτια και τα καράβια να φτάνουν στο λιμάνι. Οι θείοι μου, εν τω μεταξύ, είχαν γράψει πολύ όμορφα τραγούδια κι έτσι κατάλαβα πολλά πράγματα γι’ αυτούς, σαν τις χαρές, τις λύπες, τη μοναξιά, τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Τα καλοκαίρια στο χωριό τους περίμενα, όμως δεν ήρθαν ποτέ. Θυμάμαι ταξίδευαν αρκετοί από το Λίβερπουλ και την Ευρώπη, και γεμίζανε κάθε βράδυ τα μπαρ και οι δρόμοι της Ρόδου. Παίζανε ορχήστρες σε ανοιχτούς χώρους, ξένη και ελληνική μουσική κι άρχισα να γράφω κι εγώ τραγούδια. Ήθελα να μοιάσω στους θείους μου αλλά μπερδεύτηκα ανάμεσα στο Τζιβαέρι, τη ροδίτικη σούστα και το Let it Be. Μερικά τραγούδια που άρεσαν κι άρχισα να παίζω σε διάφορους χώρους. Τον χειμώνα που πέρασε, με κάλεσαν έλληνες φοιτητές να παίξω σε πόλεις της Αγγλίας. Μέσα σ’ αυτές ήταν και το Λίβερπουλ. Οι αγαπημένοι μου συγγενείς δεν ζούσαν πια εκεί, αλλά ήμουν χαρούμενος, γιατί θα έβλεπα την πόλη που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια, τα χρόνια της ζεστασιάς, της ξεγνοιασιάς και της χαράς. Το ταξίδι αυτό θα μου μείνει αξέχαστο… το λιμάνι, τα σπίτια που μεγάλωσαν, το μπαρ Penny Lane, το Cavern Club όπου έπαιζαν τα τραγούδια τους, το Strawberry Field. Το ταξίδι δεν τελείωσε. Πρέπει να συναντήσω κάποιον από τους αγγλόφωνους συγγενείς μου. Ο Παύλος είχε κέφια το καλοκαίρι κι έκανε περιοδεία. Το πιο κοντινό μέρος ήταν το Μόναχο. Αποφάσισα να πάω και πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου.

    - Πάω Γερμανία μάνα, για συναυλία
    - Ποιους θα δεις παιδί μου;
    - Θυμάσαι εκείνους που άκουγα από μικρός;
    - Τους Μπήτλιες;
    - Ναι μάνα…
    - Στο καλό παιδάκι μου και χαιρετισμούς!

    Στις 17 Μαΐου ήμουν στο Μόναχο. Έβρεχε αλλά δεν έφυγε κανείς! O Paul Mc Cartney ήταν πολύ συγκινητικός στα 62 του χρόνια, και ζωντανός και χαρούμενος σαν μικρό παιδί. Δεν ήξερε πως ήμουν εκεί και δεν κατάφερα να τον δω. Θα χαιρόταν αν έβλεπε τον ανιψιό του απ’ τη Ρόδο.

    Καλή αντάμωση θείε Paul!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Συνολικες Προβολες