Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο Μπωντλαίρ υπέστη δριμεία κριτική για
τις συγγραφές του και την θεματική του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς
του τον κατανόησαν. Σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ των σπουδαίων κλασικών. Σε ολόκληρο το έργο του, ο Μπωντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την Ομορφιά
με την Κακία, την Βία με την Ηδονή, καθώς και την σχέση
μεταξύ τους. Μια νεαρή μιγάς, η Ζαν Ντυβάλη θα τον μυήσει στις ηδονές αλλά και στις πληγές του πάθους. Δανδής και
χρεωμένος, τίθεται υπό δικαστική επιτήρηση το 1842 και διάγει άθλιο βίο. Αρχίζει να συνθέτει πληθώρα ποιημάτων για την συλλογή «Τα Άνθη του Κακού». Τα Άνθη του Κακού εκδίδονται το 1857 και στην συνέχεια καταδικάζονται «για προσβολή των δημοσίων και των καλών ηθών».
Ο Μπωντλαίρ δεν θα συγχωρίσει ποτέ την μητέρα του το γεγονός ότι ξαναπαντρεύτηκε μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του. Αυτό που τον ταλανίζει πάνω από όλα είναι ο εγωισμός και η μοχθηρία των ανθρώπων, η πνευματική τους παραλυσία και η απουσία συναίσθησης του τι είναι Ωραίο και τι είναι Καλό.
Πυξ Λαξ - Spleen
https://www.youtube.com/watch?v=JtJHs0c6_Po
Ο Μπωντλαίρ δεν θα συγχωρίσει ποτέ την μητέρα του το γεγονός ότι ξαναπαντρεύτηκε μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του. Αυτό που τον ταλανίζει πάνω από όλα είναι ο εγωισμός και η μοχθηρία των ανθρώπων, η πνευματική τους παραλυσία και η απουσία συναίσθησης του τι είναι Ωραίο και τι είναι Καλό.
«Από παιδί δύο συναισθήματα αντιμάχονταν στην καρδιά μου: η φρίκη της ζωής και η έκσταση της ζωής.»
Κάρολος Μπωντλαίρ Αποφθέγματα
https://www.youtube.com/watch?v=APKW2xFPi_A
Πυξ Λαξ - Spleen
https://www.youtube.com/watch?v=JtJHs0c6_Po
Στίχοι: Κάρολος Μπωντλέρ (μετ.: Νίκος Φωκάς)
Μουσική: Μάνος Ξυδούς
Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων σοβαρών και σκανδαλιστικών για την εποχή, ο Μπωντλαίρ κατόρθωσε επίσης να εκφράσει την μελαγχολία και την νοσταλγία.
Σωκράτης Μάλαμας - Άλμπατρος
http://www.youtube.com/watch?v=jJ0BG4eSTlQ
Ποίηση: Σάρλ Μπωντλαίρ ( μετ.: Αλ. Μπάρας )
Μελοποήση: Νίκος Ξυδάκης
Μετά το σχολείο ο Μπωντλαίρ αποφασίζει να ζήσει την ζωή του ενάντια στις παραδοσιακές αστικές αξίες που ενσαρκώνει η μητέρα του και ο πατριός του. Αποπειράται να ταξιδέψει ως τις μακρινές Ινδίες, αλλά τελικά αποτυχαίνει. Το ταξίδι αυτό, ωστόσο, πρόκειται να ερεθίσει την φαντασία και την έμπνευσή του (αγάπη για την θάλασσα, οράματα τόπων εξωτικών). Στο Albatros ο Μπωντλαίρ επιτιμά την ηδονή που ο «χύδην όχλος» βρίσκει στο Κακό.
Σὰρλ Μπωντλαίρ - Ποιήματα
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/charles_baudelaire_poems.htm
Η ζωή του
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ πατέρας του Μπωντλαίρ ήταν άνθρωπος μορφωμένος, αφοσιωμένος στα ιδανικά του Διαφωτισμού και ερασιτέχνης ζωγράφος. Με τον θάνατό του το 1827 άφησε στον Σαρλ πλούσια πνευματική κληρονομιά. Έναν χρόνο αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Συνταγματάρχη Οπίκ, πράξη που ο Μπωντλαίρ ποτέ δεν της συγχώρεσε. Ο Ωπίκ ενσάρκωνε για τον Μπωντλαίρ όλα όσα στέκονταν ανάμεσα σε αυτόν και σε ό,τι αγαπούσε: την μητέρα του, την ποίηση, το όνειρο, μία ζωή χωρίς δυστυχή περιστατικά. Επιστρέφοντας από το Λύκειο το 1839, ο Μπωντλαίρ αποφασίζει να ζήσει την ζωή του ενάντια στις παραδοσιακές αστικές αξίες που ενσαρκώνει η μητέρα του και ο πατριός του. Αποπειράται να ταξιδέψει ως τις Ινδίες, αλλά τελικά αποτυχαίνει. Το ταξίδι αυτό, ωστόσο, πρόκειται να ερεθίσει την φαντασία και την έμπνευσή του (αγάπη για την θάλασσα, οράματα τόπων εξωτικών).
Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι συνδέεται με την Ζαν Ντυβάλ (Jeanne Duval), μια νεαρή μιγάδα, η οποία θα τον μυήσει στις ηδονές αλλά και στις πληγές του πάθους. Δανδής και χρεωμένος, τίθεται υπό δικαστική επιτήρηση το 1842 και διάγει άθλιο βίο. Αρχίζει να συνθέτει πληθώρα ποιημάτων για την συλλογή «Τα Άνθη του Κακού». Ως κριτικός τέχνης και δημοσιογράφος μάχεται τις μεγαλόστομες μορφές του Ρομαντισμού. Το 1848 συμμετέχει στην επανάσταση των οδοφραγμάτων και λέγεται ότι παροτρύνει τους επαναστάτες να πυροβολήσουν τον πατριό του, Οπίκ. Αργότερα, συνάδει με την απέχθεια των Γκυστάβ Φλωμπέρ και Ουγκώ για την κυβέρνηση του Ναπολέοντος Γ΄. Τα Άνθη του Κακού εκδίδονται το 1857 και στην συνέχεια καταδικάζονται μερικώς «για προσβολή των δημοσίων και των καλών ηθών». Η επόμενη έκδοση του 1861 είναι εμπλουτισμένη, αναδομημένη αλλά και ακρωτηριασμένη κατά έξι ποιήματα (Les bijoux, Le Léthé, À celle qui est trop gaie, Lesbos, Femmes damnées (το πρώτο ποίημα της συλλογής), Les métamorphoses du vampire), την δημοσίευση των οποίων απαγόρευσε ο δικαστής Πινάρ. Κατόπιν, ο ποιητής φεύγει για το Βέλγιο και εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες, όπου συγγράφει ένα φυλλάδιο για το Βέλγιο, το οποίο και θεωρεί καρικατούρα της γαλλικής αστικής τάξης. Επίσης, συναντά εκεί τον Φελισιέν Ροπ, ο οποίος θα εικονογραφήσει τα Άνθη.
Πεθαίνει στο Παρίσι από πάρεση και αφασία το 1867. Ενταφιάζεται στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς (6ο τμήμα), στον ίδιο τάφο με τον πατριό και την μητέρα του. Η τρίτη έκδοση των «Ανθέων» (1868) δεν θα βρει τον Μπωντλαίρ εν ζωή. Μετά τον θάνατό του, η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και τελικά αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί για 750 φράγκα. Η δικαστική απόφαση του 1857 δεν ανακλήθηκε πριν από το 1949, οπότε και έγινε αποκατάσταση του πλήρους έργου του Μπωντλαίρ.
CHARLES BAUDELAIRE
ΑπάντησηΔιαγραφήSPLEEN
Je suis comme le roi d'un pays pluvieux,
Riche, mais impuissant, jeune et pourtant très vieux,
Qui, de ses précepteurs méprisant les courbettes,
S'ennuie avec ses chiens comme avec d'autres bêtes.
Rien ne peut l'égayer, ni gibier, ni faucon,
Ni son peuple mourant en face du balcon.
Du bouffon favori la grotesque ballade
Ne distrait plus le front de ce cruel malade ;
Son lit fleurdelisé se transforme en tombeau,
Et les dames d'atour, pour qui tout prince est beau,
Ne savent plus trouver d'impudique toilette
Pour tirer un souris de ce jeune squelette.
Le savant qui lui fait de l'or n'a jamais pu
De son être extirper l'élément corrompu,
Et dans ces bains de sang qui des Romains nous viennent,
Et dont sur leurs vieux jours les puissants se souviennent,
Il n'a su réchauffer ce cadavre hébété
Où coule au lieu de sang l'eau verte du Léthé.
Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.
Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης.
5. Μελαγχολία
Είμαι σαν το βασιλιά χώρας βροχερής,
Πλούσιος, αλλά ανίσχυρος, νέος κι όμως γέρος,
Που, τις υποκλίσεις των παιδαγωγών του περιφρονεί,
Ανία νιώθει με τους σκύλους του καθώς και με τ' άλλα ζώα.
Τίποτε να τον φαιδρύνει δεν μπορεί, μήτε κυνήγι, μήτε γεράκι,
Μήτε ο λαός που μπροστά στο μπαλκόνι του πεθαίνει.
Του ευνοούμενου γελωτοποιού το γκροτέσκο τραγούδι
Δεν τέρπει πια το μέτωπο του σκληρού ασθενή·
Η κρινοκέντητη κλίνη του μεταμορφώνεται σε μνήμα,
Οι κυρίες της αυλής, που ΄λατρεύουν κάθε πρίγκηπα,
Δεν μπορούν να βρουν τολμηρές φορεσιές
Για να κερδίσουν ένα χαμόγελο απ' το νεαρό σκελετό.
Χρυσάφι κι αν φτιάχνει ο σοφός ποτέ δεν μπόρεσε
Ν' αφαιρέσει απ' το είναι του τη χαλασμένη ύλη,
Μήτε μες σ' αυτά τα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά
Που οι ηγεμόνες στη γεροντική ηλικία θυμούνται,
Μπόρεσε να ξαναζεστάνει αυτό το ηλίθιο κουφάρι
Όπου αντί για αίμα στις φλέβες του κυλά
Του ποταμού της Λήθης το πράσινο νερό.
Μετάφραση Δέσπω Καρούσου, εκδόσεις Γκοβόστης
Kαι μια πειραματική δική μου, εντελώς ελεύθερη απόδοση:
Είμαι σαν ρήγας βασιλιάς σε ομιχλώδες μέρος,
βαθύπλουτος μ’ αδύναμος, νιός και από τώρα γέρος.
Βαριέται ζώα και σκυλιά, του προκαλούν ανία,
κυνήγια και βασιλικά πουλιά ,του φέρνουν αηδία
στου παλατιού του τις γιορτές δεν βρίσκει ηρεμία.
Μένει πάντ’ ανέκφραστος στα σκέρτσα των δασκάλων
κι ούτε ο λιμός αντίκρυ του τον συγκινεί των σκλάβων.
Του έμπιστου παλιάτσου του κάθε χυδαίο άσμα
μικρόν σπασμό δεν προκαλεί στ’ αρρωστημένο πλάσμα
και το κρεβάτι φέρετρο, κρινοπλεγμένο φάσμα.
Οι πόρνες πού σ’ ανάκτορα ζητάνε να χωρέσουν,
αραχνοΰφαντη στολή δεν βρίσκουν να φορέσουν,
στο λείψανο το ζωντανό ετούτο να αρέσουν.
Ανίκανη η έντεχνη του αλχημιστή μαγεία
να βγάλει απ΄ τα μέσα του την χαλασμένη ουσία.
Μηδέ το αίμα το πλωτό ρωμαϊκού οργίου,
δεν στάθηκε θερμαντικό του ηλίθιου σαρκίου,
(που κάθε γέρο-βασιλιά στοιχειώνει στα στερνά του)
μα εντός του πράσινο κυλά το ρυάκι του Θανάτου.
Άλμπατρος
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα άλμπατρος, είναι μεγάλα θαλασσοπούλια που απαντώνται ευρέως στο Νότιο ημισφαίριο και το Βόρειο Ειρηνικό. Αν και απουσιάζουν από το Βόρειο Ατλαντικό, έχουν βρεθεί απολιθώματα που δείχνουν πως κάποτε ζούσαν και εκεί, και περιστασιακά εντοπίζονται κάποια περιπλανώμενα άλμπατρος.
Τα άλμπατρος συμπεριλαμβάνονται στα μεγαλύτερα ιπτάμενα πουλιά, και το μεγάλο άλμπατρος (του γένους Diomedea) έχει το μεγαλύτερο εκπέτασμα φτερών από όλα τα σωζόμενα πουλιά. Συνήθως θεωρείται ότι τα άλμπατρος αποτελούνται από 4 γένη, αλλά δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με των αριθμό των ειδών.
Τα άλμπατρος είναι ιδιαίτερα αποδοτικά στον αέρα, χρησιμοποιώντας τη δυναμική πτήση, και την πτήση με κλίση για να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις με λίγη προσπάθεια. Τρέφονται με καλαμάρια, ψάρια και κριλ και τα οποία τρώνε είτε ως πτωματοφάγοι, είτε αρπάζοντάς τα από την επιφάνεια του νερού είτε βουτώντας. Είναι αποικιακά πουλιά, που φωλιάζουν τον περισσότερο καιρό σε απομονωμένα νησιά των ωκεανών, και συχνά διαφορετικά είδη φωλιάζουν μαζί. Οι δεσμοί μεταξύ των ζευγαριών στα άλμπατρος δημιουργούνται με "τελετές χορού", και διαρκούν για όλη τη ζωή του ζευγαριού. Μία περίοδος αναπαραγωγής μπορεί να διαρκέσει πάνω από ένα έτος από τη γέννηση των αυγών έως την ανατροφή. Σε κάθε αναπαραγωγική προσπάθεια γεννάται ένα αυγό
L'Albatros
ΑπάντησηΔιαγραφήSouvent, pour s’amuser, les hommes d’équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.
À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.
Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule !
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid !
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait !
Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer ;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.