"Οι ρεματιές
βούιζαν στο χωριό από το τραγούδι μου. Βγαίναμε στα χωράφια και κουβαλάγαμε τις
σταφίδες κι εγώ τραγουδούσα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τότε, σε αυτά τα μέρη
υπήρχε εκείνη η απόλυτη ησυχία και ακουγόταν η φωνή μου χιλιόμετρα μακριά.
Αυτή, λοιπόν, ήταν η τρέλα μου από μικρό παιδί, το τραγούδι. Από τότε που
ήμουν πέντε έχω την εικόνα του πατέρα μου που με είχε στα γόνατά του και μου
μάθαινε τα δημοτικά τραγούδια. Μου μάθαινε τα κλέφτικα, τα τραγούδια του
τραπεζιού, όπως τα λέγαμε εμείς. Αργότερα, τα ηχογράφησα σε έναν δίσκο
αφιερωμένο σε αυτόν. Αν και οι γονείς μου ήταν γεωργοί, άνθρωποι των κτημάτων,
είχαν ανοιχτό μυαλό. Ο πατέρας μου δεν έφερε ποτέ αντίρρηση στο να ακολουθήσω
αυτό το επάγγελμα. Το μόνο που μου είχε πει, θυμάμαι, ήταν να μην τον ατιμάσω.
Και οι δύο μου γονείς είχαν πολύ καλή φωνή και ο αδελφός της μητέρας μου ήταν
δεξιός ψάλτης στο χωριό. Έτσι, από πολύ μικρή είχα τους ψαλμούς στο αίμα μου. Ο
ψαλμός, άλλωστε, είναι πολύ κοντά στο δημοτικό τραγούδι. Οι ρίζες μου είναι
δημοτικές, άσχετα αν αργότερα τραγούδησα πολλά λαϊκά και ρεμπέτικα. Είχα
μια θεία που ήταν πολύ καλή φίλη της μητέρας του Μπάμπη Μπακάλη, ενός από τους
μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, το 1963,
ήρθα, λοιπόν, στην Αθήνα, με σκοπό να δοκιμάσω την τύχη μου στο τραγούδι και,
αν δεν τα κατάφερνα, το σχέδιο ήταν να γίνω φιλόλογος. Στην Columbia πήγα
φορώντας τη σχολική μου ποδιά. Στην αρχή με άκουσε ο Μπακάλης και μετά με
έστειλε στον διευθυντή της εταιρείας, τον Τάκη Λαμπρόπουλο. Για να μην τα
πολυλογώ, με ενέκριναν κι έτσι υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο. Δυστυχώς, ήταν
επταετές. Και λέω δυστυχώς, διότι μέχρι να τελειώσει αυτό το συμβόλαιο ήμουν
δέσμια, χωρίς δικαιώματα και χωρίς ποσοστά. Πού να τα ξέρω αυτά εγώ, μικρό
κορίτσι, όταν έβαζα την υπογραφή μου. Βέβαια, στην Columbia ήταν που είπα τις
πολύ μεγάλες επιτυχίες με τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, τον Πλέσσα, τον Πάνου και
άλλους. Κανονικά, το επώνυμό μου ήταν Λαμπροπούλου. Το έκανα Λαμπράκη μετά
την παρότρυνση του Μπακάλη. Μου είχε πει: «Άλλαξέ το καλύτερα, διότι θα πας
στον Λαμπρόπουλο και θα νομίζουν ότι έχεις την εύνοιά του λόγω ονόματος». Ο Λαμπρόπουλος με έστειλε σε πολλούς συνθέτες. Ο πρώτος ήταν ο Νίκος Δαλέζιος,
ο οποίος μου έδωσε το ζεϊμπέκικο «Ανάθεμά σε, βρε ζωή». Ο δεύτερος ήταν ο
Απόστολος Καλδάρας, που μου έδωσε το τραγούδι «Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά» και
με αυτό το κομμάτι βγήκα από την ανωνυμία. Ήταν τέλη του '65, αρχές του '66.
Κάποια στιγμή με έστειλε και σε ένα μαγαζί στις Τζιτζιφιές -τότε, όλα τα καλά
λαϊκά μαγαζιά ήταν εκεί-, όπου εμφανιζόταν ο Πάνος Γαβαλάς. Με ρωτάει ο Γαβαλάς
«ποιο τραγούδι θες να πεις;» κι εγώ του απάντησα τα «Ξένα Χέρια». Κάπου εκεί
ήταν, λοιπόν, που τελείωσε για μένα το όνειρο της καθηγήτριας Φιλολογίας.
Φυσικά, ποτέ δεν έπαψε να μου αρέσει το διάβασμα."
Απόψε στις ακρογιαλές (Έλα να νιώσεις)
https://www.youtube.com/watch?v=aiKXdzloBrw
Στίχοι-μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Εκτέλεση: Χαρούλα Λαμπράκη - Βασίλης Τσιτσάνης ( Ντουέττο )
Στίχοι-μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Εκτέλεση: Χαρούλα Λαμπράκη - Βασίλης Τσιτσάνης ( Ντουέττο )
"Μια μέρα έρχεται ο
Λαμπρόπουλος και μου λέει: «Θα πας στην οδό Αχαρνών 1 να συναντήσεις τον
Τσιτσάνη, που θέλει να σε γνωρίσει». Πάω, λοιπόν, και του χτυπάω το κουδούνι
πολύ κομπλαρισμένη. Μου ανοίγει και με πηγαίνει σε ένα δωματιάκι που είχε
διαμορφώσει σαν στούντιο, παίρνει το μπουζούκι και μου λέει: «Πάμε ένα
τραγουδάκι;». Ήταν το «Δεν ρωτώ ποια είσαι». Το είπαμε, το ξαναείπαμε και μέσα
σε δέκα μέρες κυκλοφόρησε σε δισκάκι και έγινε η πιο μεγάλη επιτυχία. Από τότε
ο Τσιτσάνης για επτά ολόκληρα χρόνια έγραφε τραγούδια πάνω στη φωνή μου. Πρέπει
να έχω πει τουλάχιστον 25 τραγούδια του. Δεν ήθελε να τον φωνάζω κύριο
Τσιτσάνη αλλά Τσίλια, όπως τον έλεγαν και οι φίλοι του. Κι εμένα δεν με φώναζε
ποτέ με το όνομά μου. Με έλεγε νινί."
Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά
https://www.youtube.com/watch?v=Fu_xtNEVnDk
Στίχοι: Ουρανία Λιανδράκη
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας
Εκτέλεση: Χαρούλα Λαμπράκη
"Αν με
ρωτήσει κάποιος ποιο τραγούδι υπήρξε σταθμός στη καριέρα μου, θα δυσκολευτώ να
απαντήσω, διότι όλα έπαιξαν εξίσου σημαντικό ρόλο, κάθε συνθέτης που μου
εμπιστευόταν το τραγούδι του ήταν σταθμός. Παρ' όλα αυτά, νομίζω ότι το «Στου
κάτω κόσμου τα σκαλιά» του Καλδάρα υπήρξε καθοριστικό, γιατί με αυτό άρχισε να
με γνωρίζει ο κόσμος. Πολλοί, επίσης, μπερδεύονται και νομίζουν ότι πρόκειται
για ερωτικό τραγούδι. Θυμάμαι, όταν είχα πάει να το κάνω πρόβα, παρατήρησα στο
δωμάτιο τη φωτογραφία ενός παιδιού, ενός κοριτσιού συγκεκριμένα, και δίπλα
ακουμπισμένα λίγα λουλούδια και ένα καντηλάκι. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία,
αλλά έπειτα, όταν ο Καλδάρας άρχισε να παίζει το τραγούδι στην κιθάρα, άρχισε
να κλαίει γιατί το είχε γράψει για το παιδί του που έχασε. Οι στίχοι λένε: «Αν
υπάρχουνε αγάπες και στην άλλη τη ζωή, η δική μου η αγάπη θα είσαι πάλι μόνο
εσύ. Μες στου Άδη τα σκοτάδια σαν ακούσεις στεναγμό, μην τρομάξεις αγαπούλα, θα
είμαι εγώ να σε ζητώ». Θα έλεγα, λοιπόν, πως ναι, με έχει στιγματίσει αυτό το
τραγούδι. Όταν κάποια στιγμή σταματήσω να τραγουδάω θα έχω να λέω ότι
κέρδισα πάρα πολλά από αυτήν τη δουλειά, ότι γνώρισα πολλούς ανθρώπους και
πολλά μέρη."
Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά
https://www.youtube.com/watch?v=Fu_xtNEVnDk
Στίχοι: Ουρανία Λιανδράκη
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας
Εκτέλεση: Χαρούλα Λαμπράκη
ΜΕΡΟΠΗ
ΚΟΚΚΙΝΗ
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου